Δεῖτε πόσο ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς, ἕνας, μᾶλλον ἄσχετος μὲ τὸ Χριστιανισμό, μεσοπολεμικὸς φιλόλογος εἶχε τὴν ὀξύνοια ποὺ δὲν διαθέτουν ὅλοι τους μαζὶ οἱ μεταπολιτευτικοὶ καὶ μεταπολεμικοὶ διανοούμενοι τῆς Ἑλλάδας, καὶ πόσο καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς καταλαβαίνει τὸν Χριστιανισμὸ συγκρίνοντάς τον μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὁ πιθανότατα καλύτερος φιλόλογος ποὺ ἔχει βγάλει ἡ νεότερη Ἑλλάδα εἶχε γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ διαφορετικὴ ἄποψη ἀπὸ τοὺς ἄθεους ἢ τέλος πάντων τοὺς μὴ Χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι τὸν μνημονεύουν.
…Ἐννοεῖται ἡ σύγκρισις δὲν πρόκειται νὰ γίνῃ μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ καταδειχθῇ ἀπόλυτος ἀντίθεσις μεταξὺ τῶν δύο τούτων ἀντιλήψεων, πολὺ ὀλιγώτερον νὰ μετρηθῇ ἡ ἀξία τῆς μιᾶς ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἄλλην [Προσπάθεια ματαία καὶ παιδαριώδης· τὰ μεγάλα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος δημιουργήματα δὲν μετροῦνται]· μήτε ἀφ’ ἑτέρου νὰ συγχυθοῦν αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τοῦ Πλατωνισμοῦ, ποὺ εἶναι φιλοσοφία καὶ ζωή, καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι θρησκεία καὶ ζωή. Δὲν πρόκειται νὰ δικαιωθῇ ὁ Πλάτων διὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ καὶ τἀνάπαλιν [Οὔτε ὁ Πλατωνισμὸς οὔτε ὁ Χριστιανισμὸς χρειάζονται οἱανδήποτε δικαίωσιν], μήτε ν’ ἀποδειχθῇ ὁ Πλάτων ἕνας πρόδρομος τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἢ ὁ Χριστιανισμός, ὅπως τὸν ἐχαρακτήρισεν ὁ Nietzsche, Πλατωνισμὸς εἰς χρῆσιν τοῦ λαοῦ. […]
Καὶ τὸ τέταρτον στάδιον τῆς Ἀγάπης, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, εἶναι μίμησις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Κατ’ ἀκολουθίαν δὲν εἶν’ ἀγάπη ἐμπνεομένη ἀπὸ οἱανδήποτε ὑστεροβουλίαν ἢ κοινωνικὴν σκοπιμότητα, ὅπως ἡ ἀλληλεγγύη. Οὔτε ἀπὸ ὡρισμένην κοινωνικὴν ἢ προσωπικὴν σχέσιν… […] Ἔπειτα ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι πλουτισμὸς τοῦ ἐγώ σου, ὅπως ὁ Ἔρως, ἀφοῦ τὸ ἐρώμενον δὲν εἶν’ ἀνώτερο τοῦ ἐρῶντος· εἶναι κένωσις αὐτοῦ χάριν ἄλλου, ἔκχυσις εἶναι ἀπὸ τὸν ἰδικόν σου πλοῦτον. Δὲν εἶν’ ἀνάβασις, ἀλλὰ συγκατάβασις μέχρι τοῦ κατωτάτου βαθμοῦ, ταπείνωσις καὶ ἄρνησις κάθε ἀξιοπρεπείας· εἶναι ἀπάρνησις τῆς ὀντότητος, ἐνῶ ἡ ἀρχαία ἠθικὴ στηρίζεται εἰς τὸν ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς ἐλεύθερον ἄνθρωπον.
Καὶ ὅμως, εἰς τὴν ἀντίθεσιν μεταξὺ Ἔρωτος καὶ Ἀγάπης ἔχομεν τὴν ἀντίθεσιν τοῦ ἀντικειμενικοῦ πνεύματος τῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Χριστιανισμόν. Ὁ Ἔρως εἶν’ ἕνα φυσικὸν φαινόμενον καὶ ἔχει τὴν λογικὴν ἀναγκαιότητα φυσικοῦ φαινομένου. Στρέφεται πρὸς τὸ ὡραῖον, ὅπως τὸ φυτὸν πρὸς τὸν Ἥλιον, καὶ τὸ ἀγαπᾶ ὅπως ἡ μητέρα (ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει διαστραφῆ ἡ φύσις της) ἀγαπᾶ, θέλει δὲν θέλει, τὸ παιδί της. Ἠμπορεῖ φυσικὰ ἡ ψυχὴ νὰ μὴν ἰδῇ τὰς ἀξίας, νὰ σταματήσῃ κουρασμένη ἢ θαμβωμένη εἰς κατωτέρας βαθμίδας –ἐδῶ κεῖται ἡ διαφορὰ τῶν ἀνθρώπων– ἀλλ’ ἀρκεῖ νὰ τῆς ἀποκαλυφθοῦν κάποτε, καὶ τότε πρέπει, εἶναι ὑποχρεωμένη ἀπὸ τὴν φύσιν της, νὰ τὰς ποθήσῃ. Τοὐναντίον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι προσταγὴ ἀντίθετος πρὸς τὴν φύσιν· διότι φυσικὸν δὲν εἶναι ν’ ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπον χωρὶς δόλον, ἢ μᾶλλον ὅταν ἔχῃς λόγους σοβαροὺς νὰ μὴν τὸν ἀγαπᾶς. Προϋποθέτει ἑπομένως τὴν αὐτόβουλον ἀπόφασιν νὰ συμμορφωθῇς πρὸς τὸ θεῖον παράδειγμα, ὄχι πρὸς τὴν φυσικὴν τάξιν, πρὸς τὴν ὁποίαν πιστὸς νὰ μείνῃς ζητεῖ ἡ ἀρχαία ἠθική. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ Ἀγάπη ἀποδεικνύεται ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἐλευθέρα ἀγάπη, διότι εἶναι ἀπόλυτος δημιουργία τοῦ ἐγώ, ὄχι ἕνας κρίκος ἁλύσεως αἰτιωδῶν ἢ τελολογικῶν σχέσεων.
Ἐντεῦθεν τῆς Ἀγάπης ἡ ἠθικὴ σημασία κεῖται ὄχι εἰς τὸ ἐρώμενον καὶ τὴν ἀξίαν του…ἀλλ’ εἰς τὸ ἐρῶν, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀγαπᾶν, ὄχι εἰς τὸ τί ἀγαπᾶς. Τὸ ἀγαποῦσα ν’ ἀγαπῶ τοῦ Αὐγουστίνου κανένας ἀρχαῖος Ἕλλην δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἰπῇ. Διότι εἰς τὴν βάσιν κάθε ἑλληνικῆς ἠθικῆς ὑπάρχει ἕνα τέλος, πρὸς τὸ ὁποῖον τείνει, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸ ἰδεῶδες, ἀλλὰ καὶ τὸ τέρμα μαζὶ τῶν προσπαθειῶν της. […] Ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθῇ αὐτὸ τὸ τέλος, ὁ ἔρως θὰ ἦτον ἀπολύτως περιττός -ἄλλωστε εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν εὐδαιμονίας ὑπάρχει ὄχι πλέον ὁ ἔρως, ἀλλ’ ἡ θέα καὶ γνῶσις τοῦ καλοῦ. Δι’ αὐτὸ οἱ θεοὶ δὲν αἰσθάνονται ἔρωτα, καὶ εἶναι κατωτερότητος σημεῖον ἐν ὄψει τοῦ ἀπολύτου ὁ ἔρως. Ὁ Ἔρως εἶναι δαίμων ὄχι θεός. Διὰ τὴν χριστιανικὴν ὅμως ἠθικὴν τέλος δὲν ὑπάρχει, οὔτε δύναται νὰ νοηθῇ κἂν (πολὺ ὀλιγώτερον νὰ πραγματοποιηθῇ) σταμάτημα τῆς Ἀγάπης. Διότι καὶ δὲν ὑπάρχει βαθμὸς τελειότητος, κατὰ τὸν ὁποῖον νὰ εἶναι περιττὴ ἡ Ἀγάπη. Τελειότερον τοῦ Θεοῦ ὂν δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ· καὶ ὅμως ὁ Θεός, παρ’ ὅλην τὴν τελειότητα ἢ μᾶλλον χάρις εἰς αὐτήν, εἶναι ἡ ἀένναος καὶ ἀνεξάντλητος ἐκδήλωσις καὶ πηγὴ τῆς Ἀγάπης.
Ἰ. Συκουτρῆς, Πλάτωνος Συμπόσιον, σσ. 230*-245*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου