Ο
Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατέληξε στα δουλοπάζαρα στην
Κόρινθο. Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη
και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος
πλησίασε τον Διογένη και του λέγει. “Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;” Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά “Ανθρώπων Άρχων”.
Το
λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε “άρχων ανθρώπων” άρεσε στον
Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες
που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης.“Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές”. Ο
Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο
Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη τον Κύνα, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε έναν υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε: “Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός εάς έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.