Η Αγία Παρασκευή, έργο Γεωργίας Δαμικούκα
Γράφει ο π. Άγγελος Αγγελακόπουλος, εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Αέναη επΑνάσταση
Στίς 26 Ιουλίου η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την μνήμη της αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής της αθληφόρου. Όπως είναι γνωστό, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή έλαβε από τόν Άγιο Τριαδικό Θεό τό ιδιαίτερο χάρισμα της θεραπείας τόσο της σωματικής όσο κυρίως της πνευματικής οράσεως. Είναι η προστάτις των ματιών.
Μάς χαρίζει τό φως. Βέβαια, τό χάρισμα αυτό η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή δέν τό έχει κατά φύσιν, αλλά κατά Χάριν, ως δωρεά, η οποία πηγάζει από τήν πηγή του φωτός, από τό φυσικό φως, από τό αυτοφώς, τόν Ίδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος εκήρυξε στεντορεία τη φωνή ότι «Εγώ ειμί τό Φως του κόσμου»[1].
Πώς, όμως, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή αξιώθηκε τοιούτου χαρίσματος;
Σύμφωνα με το συναξάριο, ο ειδωλολάτρης τότε βασιλιάς Αντωνίνος, θέλοντας νά πείσει τήν Αγία νά θυσιάσει στά είδωλα καί βλέποντας τήν σταθερά καί επίμονη άρνησή της, πρόσταξε νά ανάψουν μιά μεγάλη φωτιά καί νά βάλουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα καί θειάφι νά βράζει καλά καί νά ρίξουν μέσα στό καζάνι τήν Αγία, νά καεί. Η Αγία χαρούμενη, επειδή επρόκειτο νά αναχωρήσει από τόν ψεύτικο αυτόν κόσμο καί νά πάει στόν αληθινό καί αιώνιο, έκανε τόν σταυρό της καί μπήκε μέσα.
Περιμένοντας δυό καί τρεις ώρες ο βασιλιάς, βλέπει ότι η Αγία δέν καίγεται καί τής λέει: «Παρασκευή, γιατί δέν καίγεσαι»; «Διότι, ο Χριστός μού δρόσισε τό νερό», απαντά η Αγία. «Ράντισε κι εμένα, νά δω αν καίει», τής λέει ο βασιλιάς. Πήρε, λοιπόν, η Αγία μέ τά δυό της χέρια καί τού έρριξε στό πρόσωπο καί ευθύς τυφλώθηκε καί τό πρόσωπό του γδάρθηκε.
Φωνάζει τότε ο βασιλιάς: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών! Πιστεύω κι εγώ σ’ Αυτόν καί βγές νά μέ βαπτίσεις». Βγαίνει η Αγία, τόν βαπτίζει καί του ξαναδίνει τό φως των οφθαλμών του, λέγοντας: «Βασιλιά, ο Θεός των Χριστιανών σέ απαλλάσσει από τήν δεινή αυτή μάστιγα». Μετά από αυτό τό γεγονός η Αγία έλαβε την χάρι από τόν Θεό νά θεραπεύει τούς πάσχοντας από τις παθήσεις των ματιών[2].
Ενώ η έλευση του πρώτου Φωτός, του Χριστού, καί η εμφάνιση των τρίτων φώτων, των Αγίων ανθρώπων (δεύτερα φώτα είναι οι άγιοι Άγγελοι, κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο) θά έπρεπε νά σημαίνει ευλογία καί σωτηρία, εντούτοις επικρατεί καί απλώνεται τό σκότος, η κατάπτωση, η διαφθορά καί η τυφλότητα. Ακόμη καί μέσα στήν αγιοτόκο και ηρωοτόκο Ελλάδα μας. Μιά χώρα, ένας τόπος αγίων καί ηρώων, στόν οποίο θά έπρεπε νά κυριαρχεί καί νά λάμπει τό Φως του Χριστού καί των Αγίων, όπως έλαμπε επί αιώνες στη Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου.
Ας μάς επιτρέψει, σήμερα, η αγάπη σας νά αναφέρουμε μερικά τέτοια δείγματα ελλείψεως φωτός, ακολουθώντας κατά πόδας τό παράδειγμα της σήμερον εορταζομένης αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής.
Αέναη επΑνάσταση
Στίς 26 Ιουλίου η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την μνήμη της αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής της αθληφόρου. Όπως είναι γνωστό, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή έλαβε από τόν Άγιο Τριαδικό Θεό τό ιδιαίτερο χάρισμα της θεραπείας τόσο της σωματικής όσο κυρίως της πνευματικής οράσεως. Είναι η προστάτις των ματιών.
Μάς χαρίζει τό φως. Βέβαια, τό χάρισμα αυτό η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή δέν τό έχει κατά φύσιν, αλλά κατά Χάριν, ως δωρεά, η οποία πηγάζει από τήν πηγή του φωτός, από τό φυσικό φως, από τό αυτοφώς, τόν Ίδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος εκήρυξε στεντορεία τη φωνή ότι «Εγώ ειμί τό Φως του κόσμου»[1].
Πώς, όμως, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή αξιώθηκε τοιούτου χαρίσματος;
Σύμφωνα με το συναξάριο, ο ειδωλολάτρης τότε βασιλιάς Αντωνίνος, θέλοντας νά πείσει τήν Αγία νά θυσιάσει στά είδωλα καί βλέποντας τήν σταθερά καί επίμονη άρνησή της, πρόσταξε νά ανάψουν μιά μεγάλη φωτιά καί νά βάλουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα καί θειάφι νά βράζει καλά καί νά ρίξουν μέσα στό καζάνι τήν Αγία, νά καεί. Η Αγία χαρούμενη, επειδή επρόκειτο νά αναχωρήσει από τόν ψεύτικο αυτόν κόσμο καί νά πάει στόν αληθινό καί αιώνιο, έκανε τόν σταυρό της καί μπήκε μέσα.
Περιμένοντας δυό καί τρεις ώρες ο βασιλιάς, βλέπει ότι η Αγία δέν καίγεται καί τής λέει: «Παρασκευή, γιατί δέν καίγεσαι»; «Διότι, ο Χριστός μού δρόσισε τό νερό», απαντά η Αγία. «Ράντισε κι εμένα, νά δω αν καίει», τής λέει ο βασιλιάς. Πήρε, λοιπόν, η Αγία μέ τά δυό της χέρια καί τού έρριξε στό πρόσωπο καί ευθύς τυφλώθηκε καί τό πρόσωπό του γδάρθηκε.
Φωνάζει τότε ο βασιλιάς: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών! Πιστεύω κι εγώ σ’ Αυτόν καί βγές νά μέ βαπτίσεις». Βγαίνει η Αγία, τόν βαπτίζει καί του ξαναδίνει τό φως των οφθαλμών του, λέγοντας: «Βασιλιά, ο Θεός των Χριστιανών σέ απαλλάσσει από τήν δεινή αυτή μάστιγα». Μετά από αυτό τό γεγονός η Αγία έλαβε την χάρι από τόν Θεό νά θεραπεύει τούς πάσχοντας από τις παθήσεις των ματιών[2].
Ενώ η έλευση του πρώτου Φωτός, του Χριστού, καί η εμφάνιση των τρίτων φώτων, των Αγίων ανθρώπων (δεύτερα φώτα είναι οι άγιοι Άγγελοι, κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο) θά έπρεπε νά σημαίνει ευλογία καί σωτηρία, εντούτοις επικρατεί καί απλώνεται τό σκότος, η κατάπτωση, η διαφθορά καί η τυφλότητα. Ακόμη καί μέσα στήν αγιοτόκο και ηρωοτόκο Ελλάδα μας. Μιά χώρα, ένας τόπος αγίων καί ηρώων, στόν οποίο θά έπρεπε νά κυριαρχεί καί νά λάμπει τό Φως του Χριστού καί των Αγίων, όπως έλαμπε επί αιώνες στη Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου.
Ας μάς επιτρέψει, σήμερα, η αγάπη σας νά αναφέρουμε μερικά τέτοια δείγματα ελλείψεως φωτός, ακολουθώντας κατά πόδας τό παράδειγμα της σήμερον εορταζομένης αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής.