Συνέντευξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου π. Νεοφύτου που παραχώρησε στον π. Ανδρέα Αγαθοκλέους, τη Δευτέρα, 18 Μαρτίου 2012, στην Μητρόπολη Μόρφου στην Ευρύχου, με θέμα τον όσιο Γέροντα Παναή από την Λύση.
Πανιερώτατε, μέχρι την χειροτονία σας σε επίσκοπο ήσαστε στη Λάρνακα. Πολύ φυσικό να γνωρίζατε τον παππού Παναή. Πότε και πώς τον γνωρίσατε; Πέστε μας λίγα λόγια, για να μπούμε μετά και στ’ άλλα.
Στη Λάρνακα πρωτοπήγα την 17η του μηνός Ιανουαρίου το 1987 ή, πιο συγκεκριμένα, τη 16η στον εσπερινό του αγίου Αντωνίου, για να εγκαταβιώσω ως μοναχός στο προσκύνημα του αγίου Γεωργίου του Κοντού, εκεί όπου ζούσε ο π. Συμεών. Ο π. Συμεών ως άνθρωπος, ο οποίος πίστευε και πιστεύει στη δύναμη της λαϊκής ευσέβειας της Κύπρου κι ότι αυτή η ευσέβεια μπορεί να γεννά ακόμα και σήμερα ανθρώπους του Θεού, ενάρετους και αγιασμένους ανθρώπους, και ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς μία λαϊκή ευσέβεια, η οποία έχει σχέση με δεισιδαιμονίες και υπερβολές διαφόρων γραφικών γραϊδίων, αλλά, εάν κάποιοι άνθρωποι αυτήν την λαϊκή ευσέβεια την κρατήσουν σε όρια εκκλησιαστικά και έχουν πνευματική σχέση με κάποιους πατέρες, αυτή μπορεί να καρποφορήσει αρετήν και αγιότητα. Αυτό το πίστευε ο π. Συμεών και το πιστεύει, ιδιαιτέρως για τους παλαιούς Κυπρίους αλλά, από ό,τι βλέπω, ισχύει και για τους νεότερους Κυπρίους. Στο λέω έτσι μ ένα αίσθημα αισιοδοξίας που έχω μέσα μου. Ο π. Συμεών, λοιπόν, ήθελε να μ’ εγκλιματίσει και με την Κυπριακή αγιότητα, όταν ήρθα από την Ελλάδα κουβαλώντας μαζί μου μονάχα την Ελλαδική εμπειρία, του γέροντος Πορφύριου, του γέροντος Παίσιου, τoυ π. Ιάκωβου, του π. Ευμένιου και πολλών άλλων. Αυτούς τους αγίους ανθρώπους γνώρισα και είναι αλήθεια ότι αυτοί εκόμιζαν ένα υψηλού επιπέδου ασκητισμό και γεροντισμό της εποχής εκείνης. Εγώ αισθανόμουν ότι στην Κύπρο ήρθα σ’ ένα φτωχό συγγενή, μπροστά σ’ αυτή την παράδοση που εκόμιζαν αυτοί οι μεγάλοι ασκητές, οι πιο πολλοί της Μ. Ασίας και της Κρήτης, όπως ο Γέρο-Ευμένιος.
Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είχα λάθος. Ότι η Κύπρος, δηλαδή, δεν ήταν ένας φτωχός συγγενής αλλά ότι ήταν μια άλλη εκδοχή της ίδιας παράδοσης, αφού ο γέρο-Παίσιος ήταν από τα Φάρασσα. Όταν ανακάλυψα πού ήταν τα Φάρασσα, διαπίστωσα ότι ήταν στην γειτονιά της Κύπρου. Είναι λίγο πιο πάνω από την Κιλικία, στον Αντίταυρο. Από πού ήταν ο γέρο- Ιάκωβος; Από το Λιβίσι της Μ. Ασίας, δίπλα ακριβώς από τη Ρόδο. Αν σκεφτούμε, λοιπόν, ότι από τα Φάρασσα ήταν και ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, διαπιστώνουμε ότι αυτή η περιοχή, της καθ’ ημάς Ανατολικής Μεσογείου, έχει μία ενιαία παράδοση γύρω από το τι είναι άσκηση, τι εκκλησιαστικό φρόνημα και τι είναι αγιότητα. Αυτά, βέβαια, τα αντιλήφθηκα ύστερότερα.
Ο γέρο-Παναής ήταν ο πρώτος στο πρόσωπό του οποίου είδα την κυπριακή ευσέβεια, όταν με έπιασε ο π. Συμεών από το χέρι και μου είπε: «έλα να πας να δεις κι έναν δικό μας γέρο». Ενώ, λοιπόν, εγώ του μιλούσα μονάχα για τον π. Ιάκωβο και τον π. Ευμένιο, ήταν εν ζωή τότε όλοι οι γνωστοί σήμερα γέροντες, «έλα μου λέει να δεις κι ένα δικό μας γέρο», δεν μου είπε γέροντα, αλλά γέρο, χωρίς να μου βάλει φωτοστέφανα γύρω απ’ αυτόν τον άνθρωπο και θαυμαστικά πολλά. Πήγα, λοιπόν, και συνάντησα το γέρο Παναή, τον Ιανουάριο του 1987.