(Ματθ. ιη’ 23-35)Όταν ο Κύριος Ιησούς άφηνε την τελευταία Του πνοή στο σταυρό, ακόμα και τη στιγμή αυτή της επιθανάτιας αγωνίας Του, προσπαθούσε να κάνει καλό στους ανθρώπους. Δε σκεφτόταν τον εαυτό Του. Στους ανθρώπους ήταν ο νους Του, γι’ αυτό και παράδωσε ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που έδωσε ποτέ στο ανθρώπινο γένος. Κι αυτό είναι η διδασκαλία Του για τη συγχώρηση. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’ 34).
Ποτέ ως τότε δεν είχαν ακουστεί τέτοια λόγια στους τόπους εκτέλεσης. Αντίθετα μάλιστα, εκείνοι που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο με τον ίδιο τρόπο, είτε αθώοι ήταν είτε ένοχοι, συνήθως επικαλούνταν θεούς και ανθρώπους για εκδίκηση. «Εκδικηθείτε», ήταν ο λόγος που ακουγόταν συχνά μπροστά στο ικρίωμα και δυστυχώς ακούγεται ως τις μέρες μας από τους μελλοθάνατους, ακόμα κι από εκείνους που προτού θανατωθούν κάνουν το σταυρό τους.
Ο Χριστός, προτού παραδώσει την τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε όλους εκείνους που τον βασάνισαν, τον μυκτήρισαν και τον θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του να τους συγχωρέσει, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Τους δικαιολόγησε, βρήκε ελαφρυντικό γι’ αυτούς. Είπε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Γιατί επανέλαβε ιδιαίτερα o Κύριος τη διδαχή Του για τη συχώρεση, την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σταυρό; Από το τεράστιο πλήθος των διδαχών που έκανε ενόσω ζούσε, γιατί διάλεξε αυτήν κι όχι κάποια άλλη να προφέρουν τα άγια χείλη Του, στο τέλος ακριβώς της επίγειας ζωής Του; Αναμφίβολα επειδή ήθελε η διδασκαλία Του αυτή να παραμείνει στη μνήμη όλων, να λειτουργήσει σαν παράδειγμα προς μίμηση. Στο πάθος Του πάνω στό σταυρό, σ’ αυτό το μεγαλειώδες πάθος που ξεπερνά κάθε μεγαλείο, που υψώνεται πάνω από τους βασιλιάδες και τους κριτές της γης, πάνω από σοφούς και διδασκάλους, από πλούσιους και φτωχούς, από κοινωνικούς αναμορφωτές κι επαναστάτες, ο Κύριος Ιησούς με το παράδειγμα της συχώρεσης έβαλε τη σφραγίδα στο ευαγγέλιό Του. Έδειξε μ’ αυτόν τον τρόπο πως χωρίς συχώρεση ούτε οι βασιλιάδες μπορούν να κυβερνούν, ούτε οι δικαστές να κρίνουν, οι σοφοί δεν μπορούν να είναι σοφοί, ούτε οι διδάσκαλοι να διδάσκουν. Δεν μπορούν οι πλούσιοι κι οι φτωχοί να ζουν ως άνθρωποι κι όχι σαν άλογα ζώα, δε γίνεται ο πυρετός των επανασταστών κι αναμορφωτών να είναι χρήσιμος. Πάνω απ’ όλα ο Χριστός ήθελε με τη διδαχή Του αυτή να δείξει πως, χωρίς συγχωρητικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν το ευαγγέλιό Του, ούτε πολύ περισσότερο να το εφαρμόσουν.
Ο Κύριος ξεκίνησε τη διδασκαλία Του με λόγια για τη μετάνοια και την τέλειωσε με λόγια για τη συχώρεση. Η μετάνοια είναι ο σπόρος, η συχώρεση είναι ο καρπός. Ο σπόρος δεν έχει καμιά αξία αν δεν καρποφορήσει. Καμιά μετάνοια δεν έχει αξία χωρίς συχώρεση. Τι θα ήταν η κοινωνία των ανθρώπων χωρίς συχώρεση; Ένα θηριοτροφείο, τοποθετημένο στη μέση του θηριοτροφείου της φύσης. Τι άλλο θα ήταν όλοι οι νόμοι των ανθρώπων στη γη παρά αλυσίδες αφόρητες, αν δεν υπήρχε η συχώρεση να τις μαλακώσει;
Θα μπορούσε μια γυναίκα ν’ αποκαλείται μητέρα αν δεν είχε συχώρεση, ή ένας αδερφός να ονομάζεται αδερφός, ο φίλος φίλος, ή ο χριστιανός χριστιανός; Όχι! Η συχώρεση είναι η καρδιά κι η ρίζα όλων αυτών των τίτλων. Αν δεν υπήρχαν οι λέξεις «συχώρεσέ με» και «νά ‘σαι συχωρεμένος», η ζωή των ανθρώπων θα ήταν αβάσταχτη, ανυπόφορη. Δεν υπάρχει σοφία στον κόσμο ικανή να δημιουργήσει τάξη και να επιβάλει την ειρήνη, χωρίς την εφαρμογή της συχώρεσης. Ούτε υπάρχουν σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα ικανά να μεταδώσουν στους ανθρώπους τη μεγαλοψυχία και την ευγένεια, χωρίς να εφαρμόσουν την πρακτική της συχώρεσης.
Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο η κοσμική γνώση αν δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγχωρέσει τον πλησίον του, να του πει ένα καλό λόγο ή να του ρίξει μια γλυκιά ματιά; Τίποτα απολύτως. Τι θα χρησιμεύσουν στον άνθρωπο εκατοντάδες μπουκάλια λάδι μπροστά στο καντήλι, αν κανένα απ’ αυτά δεν έχει να μαρτυρήσει τη συχώρεση μιας τουλάχιστο ταπεινωτικής προσβολής; Τίποτα απολύτως.
Αν γνωρίζαμε πόσα μας συγχωρούνται σιωπηρά κάθε μέρα και κάθε ώρα, όχι μόνο από το Θεό αλλά κι από ανθρώπους, θα τρέχαμε με ντροπή να συγχωρέσουμε τους άλλους. Πόσα απρόσεχτα αλλά και προσβλητικά λόγια βγαίνουν από το στόμα μας, στα οποία η απάντηση που δεχτήκαμε είναι η σιωπή; Πόσα άγρια βλέμματα ρίχνουμε από δω κι από κει; Πόσες ανάρμοστες πράξεις κάνουμε, σε πόσες απαράδεκτες ενέργειες προβαίνουμε; Κι οι άνθρωποι τα προσπερνούν όλ’ αυτά, δεν εφαρμόζουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Και τι να πούμε για τη συχώρεση του Θεού; Δεν υπάρχουν επαρκή λόγια να την εκφράσουν. Για να περιγράψει κανείς τα αμέτρητα βάθη της αγάπης και της συγχωρητικότητας του Θεού, χρειάζεται λόγος θεϊκός. Και τέτοιος είναι ο λόγος που μας δίνει το σημερινό ευαγγέλιο. Ποιος θα μπορούσε στον ουρανό ή στη γη να μας εξηγήσει καλύτερα και να μας περιγράψει τα πράγματα του Θεού, αν όχι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο προαιώνιος Υιός του Θεού; «Ουδείς επιγινώσκει… τον πατέρα ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια’ 27).
Ο Κύριος Ιησούς φανέρωσε την αμέτρητη συγχωρητικότητα του Θεού στην παραβολή του δούλου εκείνου που είχε μεγάλο χρέος. Πήρε αφορμή γι’ αυτό από τον απόστολο Πέτρο, όταν τον ρώτησε πόσες φορές θά ‘πρεπε να συγχωρεί τις προσβολές του αδελφού του: «έως επτάκις;» Στην ερώτηση αυτή ο Κύριος απάντησε μ’ αυτά τα πολύ σημαντικά λόγια: «ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη’ 22). Προσπάθησε να συγκρίνεις τις δυο αυτές προτάσεις και θα διαπιστώσεις τη διαφορά ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Ο Πέτρος, όταν ρώτησε το Διδάσκαλό Του «έως επτάκις;», νόμιζε πως είχε φτάσει στα ανώτατα όρια της συγχωρητικότητας. Η απάντηση του Κυρίου όμως ήταν: έως εβδομηκοντάκις επτά! Και σα να μη του φάνηκε αρκετό ακόμα κι αυτό το μέτρο, πρόσθεσε μετά και την ακόλουθη παραβολή, για να ξεκαθαρίσει καλύτερα τα πράγματα.
***
«Διά τούτο ωμοιώθη η βασίλεια των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού» (Ματθ. ιη’ 23). Η βασιλεία των ουρανών δεν προσφέρεται για περιγραφή, ούτε με λόγια ούτε με χρώματα. Η ομοιότητά της μπορεί ν’ απεικονιστεί μόνο μέσα σε περιορισμένη έκταση, με όρους αυτού του κόσμου. Ο Κύριος χρησιμοποιεί παραβολές, επειδή είναι ουσιαστικά αδύνατο να εκφράσει με άλλα μέσα πράγματα που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο αυτόν τον έχει παραμορφώσει και αμαυρώσει η αμαρτία. Δεν έχασε εντελώς όμως την ομοιότητά του με τον άλλο κόσμο, τον αληθινό. Ο κόσμος αυτός δεν είναι αντίγραφο του άλλου, σε καμιά περίπτωση. Είναι απλά μια χλωμή εικόνα και σκιά του. Επομένως ανάμεσα στους δυο κόσμους μπορούμε να κάνουμε σύγκριση όπως ανάμεσα σε κάτι αληθινό και στη σκιά του.
Κάποιος βασιλιάς αποφάσισε να κανονίσει τους λογαριασμούς του με τους δούλους του, που ήταν οφειλέτες του. Ένας βασιλιάς δεν είναι ποτέ οφειλέτης στους δούλους του, εκείνοι του χρωστάνε. «Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Ματθ. ιη’ 24). Ένα τάλαντο ισοδυναμεί με διακόσιες σαράντα χρυσές λίρες. Δέκα χιλιάδες τάλαντα ανέρχονται σε περίπου δυόμισυ εκατομμύρια χρυσές λίρες. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ποσό ακόμα και για μια χώρα, όχι για ένα δούλο. Τι σημασία έχει αυτό όμως; Το πλήθος των αμαρτιών μας ενώπιον του Θεού, των οφειλών μας προς Αυτόν, είναι πολύ μεγαλύτερο. Όταν ο Κύριος μιλάει για την οφειλή του δούλου προς το βασιλιά, εννοεί τις οφειλές μας στο Θεό, γι’ αυτό και επισημαίνει πόσο μεγάλο είναι το οφειλόμενο ποσό, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι μεγαλύτερο από τις αμαρτίες των ανθρώπων.
«Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι» (Ματθ. ιη’ 25). Την εποχή εκείνη τόσο ο ρωμαϊκός όσο κι ο ιουδαϊκός νόμος (Έξ. κα’ 2, Λευϊτ. κε’ 39), προέβλεπαν να πουλιούνται σκλάβοι οι πτωχευμένοι οφειλέτες, μαζί με τις οικογένειές τους. Αναφέρεται στην Αγία Γραφή πως μια χήρα έκραζε στον προφήτη Ελισαίο: «Ο δούλος σου ανήρ μου απέθανε… και ο δανειστής ήλθε λαβείν τους δύο υιούς μου εαυτώ εις δούλους» (Δ’ Βασ. δ’ 1). Αυτό έκανε κι ο βασιλιάς της παραβολής κι ήταν τόσο δίκαιο όσο και νόμιμο.
Το βαθύτερο νόημα της εντολής του βασιλιά ήταν πως, όταν οι αμαρτίες ξεπερνούν τα όρια, ο Θεός μας στερεί όλες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος που καταξιώνουν τον άνθρωπο. Η πώληση του οφειλέτη σημαίνει πως ο αμαρτωλός στερείται το πρόσωπο που του έδωσε ο Θεός. Η πώληση της γυναίκας του σημαίνει τη στέρηση των δώρων της αγάπης και του ελέους. Η πώληση των παιδιών του υποδηλώνει πως στερείται τη δυνατότητα δημιουργίας και ενός έστω αγαθού. Και πάντα όσα είχε, σημαίνει πως αποξενώνεται από κάθε χαρά πνευματικής ευλογίας. Και αποδοθήναι, σημαίνει πως όλα τα θεόσδοτα χαρίσματα επιστρέφουν από τον αμαρτωλό άνθρωπο στο Θεό, την Πηγή και τον Κύριο «παντός αγαθού». «Η ειρήνη υμών προς υμάς επιστραφήτω» από ένα σπίτι που δεν αξίζει, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του (Ματθ. ι’ 13).