«…ένας συγκλονιστικός
λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή
επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της
Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του… Ας ξυπνήσουμε
όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε».
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι
Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη
φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που
θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο
ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι
κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή
γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά,
ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ
ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ.
12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Ιωνάς και Νινευίτες
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα
δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους
τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον
είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις
μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!
Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε
τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’
άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί
κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.
Ακουσαν την προφητική φωνή οι
βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και
πόθησαν τη μετάνοια.
Την άκουσαν οι άρχοντες, και
θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.
Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι
έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.
Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως
άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.
Την άκουσαν οι δανειστές, και
ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.
Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν
να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν
πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.
Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι,
και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους
κλέφτες.
Την άκουσαν οι φονιάδες, και
εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.
Την άκουσαν όμως και οι δικαστές,
και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν
είχε τη δύναμη να δικάσει.
Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και
εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.
Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με
το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.
Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι
επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.
Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να
φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που
να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν
την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!
Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν
γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με
φάρμακα στυπτικά.
Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή
φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής
ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές
αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την
καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.
Ακουσε λοιπόν η Νινευή την
προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής
ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε
την απόφασή Του.
Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των
αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν,
ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα
ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς
φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις
γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά
του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε
γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες
αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη
χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;