Τῇ 24ῃ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου
μνήμη τοῦ ἁγίου
ἐνδόξου
ἱερομάρτυρος
καὶ ἰσαποστόλου
Κ ο σ μ ᾶ τ ο ῦ Α ἰ τ ω λ ο ῦ.
Ἡ μικρὴ συνοδεία βάδιζε μὲ κόπο στὸν κακοτράχαλο ἀνήφορο γιὰ τὸ μικρὸ χωριό, ποὺ φώλιαζε σὰν ἀετοφωλιὰ στὴν ἀπόμερη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ.
Ὁ λιγνὸς καλόγερος ποὺ πήγαινε μπροστά, ἅπλωνε
τὸ βλέμμα του στὶς γνώριμες ψηλὲς κορφές, στὰ κοφτερὰ φαράγγια, στὰ καταπράσινα ἔλατα, κι ἀναθυμόταν περασμένα
χρόνια καὶ καιρούς. Τότε ποὺ νεαρὸς ἀκόμη, γεμάτος ὄνειρα καὶ φλόγα, περιδιάβαινε τὰ μέρη
αὐτὰ καὶ
μάζευε τὰ Ἑλληνόπουλα,
μὰ καὶ τοὺς μεγάλους, νὰ τοὺς διδάξει τὰ πρῶτα γράμματα. Νὰ τοὺς μάθει τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν καταγωγή τους. Νὰ ξέρουν
τὴ ρίζα τους, ὅτι κρατάει ἀπὸ τὸν
Λεωνίδα καὶ τὸν
Μεγαλέξανδρο. Νὰ ξαναθυμηθοῦν τὸν μαρμαρωμένο βασιλιά
τους. Ποὺ περιμένει νὰ ξυπνήσει καί, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, νὰ ξαναμπεῖ στὴν Πόλη θριαμβευτής.
Καὶ νὰ ποὺ
τώρα, μὲ ἄσπρα τὰ μαλλιὰ κι ὡριμασμένη πιὰ ψυχή, ξαναγυρνοῦσε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του.
Ἦταν ὁ γεννημένος στὸ Μεγάλο Δένδρο τῆς Αἰτωλίας ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναγνωρισμένος ἅγιος στὴ συνείδηση ὅλων πολὺ πρὶν πεθάνει μαρτυρικὰ στὴ Βόρειο Ἤπειρο, τὸ 1779.
Στὸ μικρὸ χωριὸ εἶχαν μαζευτεῖ ὅλοι καὶ τὸν περίμεναν. Ὁ ἅγιος ἔφτασε κοντανασαίνοντας κι ὅλοι
ἔτρεξαν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, φιλώντας
τ’ ἁγιασμένο
του χέρι. Διψασμένος ἀπ’ τὴν πεζοπορία ζήτησε λίγο νερὸ
νὰ δροσιστεῖ. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα
ξεροπήγαδο.
- Εἶναι
στεγνό, ἅγιε! τοῦ εἶπαν.
Μὰ
ὡστόσο μερικοὶ κάνοντας ὑπακοὴ ἔτρεξαν, ἔβγαλαν ἀπ’ τὸν πάτο του λίγο νερὸ γεμάτο λάσπη καὶ χῶμα καὶ τοῦ τὸ πρόσφεραν. Ὁ ἅγιος δοκίμασε λίγο καὶ σηκώνοντας τὸ κουρασμένο του
χέρι εὐλόγησε τὸ ξεροπήγαδο γιὰ τὴν ἐλάχιστη
ἐκείνη δροσιὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε. Ἀμέσως ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ ἄφθονο. Καὶ ἀπὸ τότε, χειμώνα-καλοκαίρι, τὸ πηγάδι ἦταν πάντοτε γεμάτο.
Ὁ ἅγιος ἔμπηξε ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρὸ στὸ χῶμα, ἀνέβηκε
σ’ ἕνα σκαμνὶ κι εὐλόγησε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει.
- Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ποὺ ἀξιώθηκα ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία
τοῦ Χριστοῦ κι ἐστάθηκα σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, ἐξέτασα πρῶτα γιὰ σᾶς καὶ ἔμαθα, πὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, εἶστε εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνο δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι
ὁ καθένας
ἀπὸ σᾶς εἶναι τιμιώτερος ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο. Κι ἐγώ, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος
ἀπὸ ὅλους.
Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι πὼς
εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ὁ
Χριστός μου μὲ καταδέχεται ἀπὸ τὴν
εὐσπλαχνία του. Τὸν Χριστό μας λοιπόν,
ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ
προσκυνῶ. Τὸν
Χριστό μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσει
νὰ χύσω κι ἐγὼ τὸ αἷμα
μου γιὰ τὴν ἀγάπη
του, καθὼς τὸ
ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὴν ἀγάπη
μου.
Ἂν ἴσως καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ
στὸν οὐρανό, νὰ φωνάξω μιὰ φωνὴ μεγάλη, νὰ κηρύξω σὲ ὅλον τὸν κόσμο πὼς μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ
καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, θὰ τὸ ἔκαμνα. Μὰ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμνω τοῦτο τὸ μικρό, καὶ περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμη, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀδελφός. Διδάσκαλος μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι.