Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Λαμπαδοὺ τῆς Κύπρου, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν κωμόπολη Γαλάτη.
Οἱ γονεῖς τοῦ Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Κι αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς κι ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ κι ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Στὴ μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν...ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τους συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλομάθειά του.
Κάποια μέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου - ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται κι ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε -, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μία αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴ θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε κι ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, ὡσὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾶ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους κι εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν' ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ κι ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ τοῦ μία σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ τοῦ κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχῆς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴ στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Μάτθ. Γ’, 37-38). Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα τοῦ πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη τοῦ πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, κι αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Μὰ κι ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία κι αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ κι ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια της φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε κι ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια κι ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ' αὐτήν. Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε κι ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πράγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μία σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ' τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη κι ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδίας του, σκοτεινίασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε κι αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, κι ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ' αὐτὴν ἐφτίαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μία μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ κι ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴ δίψα, ἔτρεξε πάνω-κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος. Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὅποιο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ 'ναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωυσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε. Ὁ βράχος ἄνοιξε κι ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα κι εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σ' ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴ Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Κι εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσοπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς τοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς της μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τοὺς - τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα μ.Χ. - ποῦ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι' αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη κι εὐλάβεια ζητοῦν τὴ χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950 μ.Χ. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μία μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμὶ τοῦ μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ. Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρὸς τοῦ βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴ θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὅποιο περνοῦσε. Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τελείωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης μέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ' αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή. Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος τοῦ κλονίστηκε. Ἡ πίστη τοῦ ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικά του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε: «Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου μέ. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κᾶνε μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴ γιορτή σου, ὅσο ζῶ».
Τὴν προσευχὴ τοῦ - κραυγὴ - ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ κι οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως κι ὁ Θεός.» Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι τοῦ τὴν πληγὴ πρόσθεσε: «Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται».
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα κι ἐνοίωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ κι εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴ δόξα τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
saint
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου