ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
Πρέπει, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, νὰ ἔχουμε χαραγμένο στὴν καρδιά μας καὶ νὰ θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Μτ. 6, 14-15). Εἶναι πολὺ φοβερὰ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. "Ἂν δὲν συγχωροῦμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας τότε καὶ ὃ Χριστός, στὴ Φοβερά τοῦ Κρίση, θὰ μᾶς βάλει στὰ ἀριστερά του δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες μας διότι καὶ ἐμεῖς δὲν ἀφήναμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας. Βλέπετε, διότι πραγματικὰ εἶναι φρικτὸ πράγμα νὰ μὴν συγχωροῦμε τοὺς ἀνθρώπους.Στοὺς βίους τῶν ἁγίων ὑπάρχουν ἀρκετὰ παραδείγματα ἀνθρώπων πού τιμωρήθηκαν ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ συγχωρήσουν. Ὁ ἱερομόναχος Τίτος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του ὅλη ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὑπάρχει παλιὰ ἔχθρα μεταξύ τοῦ Τίτου καὶ τοῦ Ἱεροδιακόνου Εὐάγριου, γι' αὐτὸ καὶ ἔφεραν τὸν Εὐάγριο νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Τίτο πρὶν ἀποθάνει.
Ὁ μακάριος αὐτὸς ὁ Τίτος σηκώθηκε στὸ κρεβάτι του, ἔσκυψε μπροστὰ στὸν Εὐάγριο τὸ κεφάλι του καὶ...τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Ἀλλὰ ὁ σκληρόκαρδος Εὐάγριος τοῦ ἀπάντησε μὲ ἕναν τρομερὸ λόγο: «Δὲν θὰ σὲ συγχωρήσω οὔτε σ' αὐτὴ τὴν ζωὴ οὔτε στὴν μέλλουσα». Μόλις τὸ εἶπε αὐτὸ ἔπεσε νεκρός, καὶ ὃ μακάριος Τίτος σηκώθηκε ὑγιὴς ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Διηγήθηκε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι εἶδε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες οἱ ὅποιοι εἶχαν μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Οἱ δαίμονες ἤθελαν νὰ πάρουν τὴν ψυχή του, διότι εἶχε ἔχθρα μὲ τὸν Εὐάγριο, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι ἔκλαιγαν γι' αὐτόν. Μόλις ὅμως ὁ Εὐάγριος εἶπε τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο, ἕνας ἄγγελος μὲ τὸ φλογισμένο δόρυ τοῦ χτύπησε τὸν Εὐάγριο ὃ ὅποιος ἀμέσως ἔπεσε νεκρός. Ὃ ἴδιος ἄγγελος πῆρε τὸ χέρι τοῦ Τίτου, τὸν θεράπευσε καὶ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του.
Γνωρίζουμε καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὸ βίο τοῦ μάρτυρα Νικηφόρου. Ὑπῆρχε ἔχθρα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Σαπρικίου, μὲ τὸν ὁποῖον κάποτε ἦταν πολὺ καλοὶ φίλοι. Ὅμως, ὅπως συχνὰ γίνεται, ὁ διάβολος μὲ τὶς πανουργίες τοῦ κατέστρεψε αὐτὴ τὴ φιλία. Ἦταν καιρὸς πού γινόταν σφοδρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ μαρτύριο. Ὅταν πῆγαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν ὁ Νικηφόρος τὸν ἀκολουθοῦσε, ἔπεφτε μπροστά του καὶ τὸν ἱκέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρησε μέ». Ὁ Σαπρίκιος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὃ Σαπρίκιος ξαφνικὰ εἶπε: «Μὴν μὲ ἀποκεφαλίζετε. Ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό». Ἔτσι ἀρνήθηκε τὸν Χριστό του καὶ χάθηκε ἢ ψυχή του. Τὴν θέση τού πῆρε ὃ Νικηφόρος, ὃ ὅποιος ἔσκυψε τὸ κεφάλι τού κάτω ἀπὸ τὸ τσεκούρι τοῦ δημίου, μαρτύρησε καὶ δοξάστηκε στοὺς Οὐρανούς. Τρομερό, πραγματικὰ τρομερὸ γεγονός. Καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ταράξει αὐτοὺς ποῦ δὲν θέλουν νὰ συγχωροῦν τὸν πλησίον τους.
Θυμηθεῖτε τὸν Κύριο πού συγχωροῦσε ὅλους: συγχώρησε τὸν ληστὴ πάνω στὸ Σταυρό, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, ποὺ ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Ἂς θυμηθοῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν νὰ συγχωροῦν τὴν παραβολὴ τοῦ κακοῦ δούλου ποὺ ὁ βασιλιὰς τοῦ χάρισε τὸ πολὺ μεγάλο χρέος του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν βασιλιά, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του ποὺ τοῦ ὄφειλε ἕνα μικρὸ ποσό, τὸν ἐπίασε καὶ τὸν ἕσφιγγε νὰ τὸν πνίξει, λέγοντάς τοῦ: «ξόφλησέ μοῦ τὸ χρέος».
Ὅταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ συνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ. Πῆγαν καὶ τὸ διηγήθηκαν στὸν κύριό τους. Τότε ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: «Δοῦλε πονηρέ, πάσαν τὴν ὀφειλὴν ἄφηκα σοί, ἐπεῖ παρεκάλεσας μέ· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν συνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; καὶ ὀργισθεῖς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὐ ἀποδῶ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῶ» (Μτ. 18, 32-34).
Φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὃ λόγος. Μᾶς παροτρύνει νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες, σπλαχνικοὶ καὶ νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς ὅμως πολὺ συχνὰ γινόμαστε ἄσπλαχνοι, ἐπιμένουμε στὰ δικά μας καὶ δὲν συγχωροῦμε τὸν πλησίον. Ἔτσι πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε; Νὰ ἐχθρευόμαστε αὐτοὺς πού μᾶς ἀδικοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἂν βλέπουμε τὸν πλησίον μας νὰ μᾶς κάνει κακὸ ἢ νὰ μᾶς προσβάλλει, δὲν πρέπει νὰ τὸν μισοῦμε. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ τὸν σπλαχνιζόμαστε, διότι εἶναι ἀσθενής. Ἀσθενεῖ ἡ ψυχή του καὶ ὑποφέρει ἀπὸ μίσος. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν σπλαχνιζόμαστε.
Δὲν πρέπει αὐτὸν νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες, πού φαρμάκωσαν μὲ τὴν κακία τοὺς τὴν καρδιά του καὶ τὸν ἔκαναν ἄσπλαχνο καὶ σκληρό. Ἂν τυχὸν θὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν προσβολὴ στὴν προσβολὴ καὶ θ' ἀνάψει στὴν καρδιά μας ἡ φλόγα τοῦ μίσους, τότε ἂς σταματήσουμε καὶ ἂς σκεφτοῦμε λιγάκι: καὶ ποιὸς εἶμαι ἐγὼ πού τὸν μισῶ, εἶμαι μήπως καλύτερος ἀπ' αὐτόν; Δὲν εἶμαι καὶ ἐγὼ γεμάτος ἁμαρτία; Τότε γιατί τὸν μισῶ; Καὶ ἀμέσως θὰ ἠρεμήσει ἢ καρδιά μας. Ὁ καλὸς λόγος θὰ σβήσει τὸ μίσος.Ἔτσι πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε. Νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας πού πάσχουν ἀπὸ κακία καὶ ἀσθενοῦν, τρέφοντας μίσος ἐναντίον μας. Μὲ τὸ ἔλαιο τῆς Ἀγάπης νὰ μαλακώνουμε τὴν καρδιά τους πού αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ δουλεύει σ' αὐτούς.
Ἀρχίζει ἢ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὁ Κύριος ζητὰ νὰ συγχωρήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ πρῶτος ἐγὼ πρέπει νὰ σᾶς ζητήσω συγγνώμη. «Συγχωρῆστε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανα σ' αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ σ' ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου