π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Στὶς 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστῆς τότε - μία σύνοδος στὴν Πόλη «ἀναστήλωσε», ἀναρτησε καὶ πάλι στοὺς στύλους τῶν ναῶν, τὶς ἅγιες εἰκόνες, δίνοντας ἔτσι τέλος στὴν πολιτικοθρησκευτικὴ ἀναστάτωση τῆς εἰκονομαχίας (726 - 843). Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἐπιβεβαιώνοντας τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γυναῖκες, ὡς μόνιμος φορέας τοῦ πολιτισμοῦ, σώζουν τὴν πίστη! Ἡ Θεοδώρα εἶχε ὀσιακὰ τέλη στὴ Μονὴ τῶν Γαστρίων καὶ ἴσως κάποιοι νὰ μὴ γνωρίζουν ὅτι τὸ λείψανό της βρίσκεται ἀκέραιο καὶ ἄφθαρτο στὴν Κέρκυρα.
Ὀνομάστηκε «ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ὡς «νίκη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως», ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο ὡς δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδὴ θέωσης. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ἁγιοπατερικὸ χαρακτηρισμό, «ἐργαστήριον ἁγιότητος», δηλαδὴ «ἐργοστάσιο παραγωγῆς Ἁγίων», ἀνθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στὴ Θεία Χάρη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν ὡς σὺν - ἄνθρωποι, ἱκανοὶ νὰ δημιουργήσουν σχέσεις ἰσότητας καὶ ἀδελφοσύνης. Ὅπου δὲ σώζεται αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, οὔτε αὐθεντικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Στὴν Ὀρθοδοξία - ὅταν καὶ ὅπου ὑπάρχει - σώζεται ἕνα
τρισορθογώνιο σύστημα ἀναφορᾶς στὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἑνότητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας δὲ σώζεται κανεὶς ἀτομικά, ἀλλὰ «διὰ τοῦ πλησίον». Αὐτὰ γιορτάζουμε σήμερα...
«Εὐρήκαμεν Ἰησοῦν»
Ὀρθοδοξία, ὅμως, εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ καὶ Σωτήρα. Αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου «εὐρήκαμεν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1,69). Εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς λυτρωτικῆς προσδοκίας συνόλης της ἀνθρωπότητας. Ὁ ἄπ. Πέτρος, ἀπολογούμενος ἐνώπιόν του ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου, τόλμησε νὰ πεῖ: «Οὐκ ἐστιν ἐν ἄλλω οὐδενὶ ἡ σωτηρία» - Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ σώσει (Πρ. 4,11). Αὐτὸ σημαίνει: Κανεὶς ἄλλος ἐκτός του Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ Θεογνωσία, στὴν ἀληθινὴ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸν Ἄκτιστο.
Στὴν Ὀρθοδοξία δὲ γνωρίζουμε τὸ Θεὸ διανοητικά, στοχαστικά, ἀφηρημένα ὡς κάποιο ἀπρόσιτο «πνεῦμα», ἀλλὰ στὸ Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ ἀνήκει στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ μᾶς (ἄνθρωπος), χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία μας (Ἑβρ. 4,15).
Ἡ ἁμαρτία δὲν ἀνήκει στὴν ἀρχικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ στὸν ἀληθινὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς χαρακτηριστικὰ καὶ συμπεριφορές, ὅμοια μὲ τὰ δικά μας, ποὺ ζοῦμε μὲ τὴν τραγικότητα τῆς πτώσης. «Ὑπὲρ ἄνθρωπον αὐτοῦ τὰ ἀνθρώπινα» διακηρύσσει ὁ ἁγιοπατερικὸς λόγος.
Ἑκούσια προσέλαβε ὁ Χριστὸς τὰ «ἀδιάβλητα» (μὴ ἐφάμαρτα) πάθη μας: τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο, τὸ θάνατο, τὶς συνέπειες δηλαδὴ τῆς πτώσης, μετέχοντας ἔτσι στὴν ἱστορικὴ περιπέτειά μας, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ἱστορία. Ὁ Χριστός, ποὺ σώζει, εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων μας, ὡς «Χριστὸς τῆς πίστεως» ἀλλὰ καὶ «τῆς ἱστορίας». Αὐτὸν τὸ Χριστὸ συναντᾶμε στὸ Σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.
Προσωπικὴ προσέγγιση
Βέβαια, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ Χριστὸ μὲ τὸ δικό του τρόπο, πλάθοντας - αὐθαίρετα - τὸ Χριστό, κατὰ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του ἢ τῆς διανοίας τοῦ (μεταφυσικὴ κατανόησή Του). Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅμως, προβάλλουμε στὸ Χριστὸ τὰ δικά μας πάθη καὶ «τιμᾶμε» τὸ Χριστὸ τῶν παθῶν μας (ἂς θυμηθοῦμε τὸ ἑλληνικὸ δωδεκάθεο). Πάντα τὸ πρόβλημα τῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. «Δεῖξον μοὶ τὸν ἄνθρωπόν σου, καγῶ σοὶ δείξω τὸν Θεόν μου», ἀπάντησε ὁ ἀρχαῖος ἀπολογητὴς (β΄ αἵ.) Θεόφιλος στὸν ἐθνικὸ συνομιλητὴ τοῦ Αὐτολύκο.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν καθαρίσει τὴν καρδιά του καὶ δὲν «πλησθῆ Πνεύματος Ἁγίου» (Πρ. 2,4) θὰ «βλέπει» τὸ Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς (ἀρρωστημένης) φαντασίας του.
Οἱ ἅγιοι - ἄνδρες καὶ γυναῖκες - βλέποντας τὸ Χριστὸ «ἐν καθαρὰ καρδία» «δοξάζουν» - δηλαδὴ φανερώνουν - τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ καὶ δὲ συντελοῦν, ὅπως ἐμεῖς οἱ διαστρεβλωτὲς τῆς ἁγιότητας στὸ νὰ «βλασφημῆται ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Ρώμ. 2,24). Δὲν ξέρω, ἀλήθεια, ἄν, κάθε φορᾶ ποὺ συκοφαντεῖται ὁ Χριστός, μποροῦμε οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν αἰτία στὴν ἀντιχριστῆ συμπεριφορά μας (βλ. Ρώμ. 2,17 - 23)...
Ἱεραποστολικὴ μαρτυρία
Ἡ ἀληθινὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Σωτήρα Χριστὸ βεβαιώνεται μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱεραποστολικὴ μαρτυρία καὶ (πρὸσ)κλήση σ' ἐκεῖνον: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1,46). «Οὐαὶ μοί, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» - ἀλίμονό μου, ἂν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ - ὁμολογοῦσε ὁ ἄπ. Παῦλος στοὺς Ἕλληνες τῆς Κορίνθου (Ἃ΄ Κόρ. 9,15).
Στὸν Παῦλο, ἄλλωστε, ὀφείλει τὸν ἐν Χριστῷ φωτισμό της καὶ ὅλη ἡ Εὐρώπη. Σ' αὐτόν, ποὺ συνέχισε - μὲ ἕναν ἄλλο τρόπο - τὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴ Δύση. Γι' αὐτὸ ἴσως μοιράζεται καὶ ὁ Παῦλος τὶς ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐπιθέσεις! Ἄλλο τὸ πῶς κατάντησε τὸ χριστιανισμὸ - καὶ τὸ Χριστὸ - τοῦ Παύλου ἡ Εὐρώπη!
Εἶναι, πάντως, εὔστοχη ἡ σύνδεση τῆς «Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας» μὲ τὴν ἱεραποστολή, ὡς ἔκφραση τῆς «ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας» («εὐρήκαμεν Ἰησοῦν») καὶ κλήση στὴν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία («ἔρχου καὶ ἴδε»). «Ἴδε» ὅμως σημαίνει «Ζῆσε»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου