Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη (1871 -12 Φεβρουαρίου 1938)


.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος
«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά», ἐπαναλάμβανε συχνά. Ἡ φράση αὐτή ἔγινε τό σύμβολό της, ὁ κανόνας τῆς ζω­ῆς της. Τή φιλο­τέ­χνησε μάλιστα σέ ἡμερολόγια, πού ζω­γράφισε ἡ ἴδια καί τά ἀπέστειλε σέ φίλους της ὡς ἀναμνηστικό, λίγο πρίν ἀνα­χω­ρήσει γιά τή γει­τονιά τῶν ἀγγέλων. Κι ἀ­πό κάτω: «Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πούλου, ἡ Μάνα»…
Ἡ μάνα τίνος; Ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη, τοῦ φτω­χοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ὀρφανοῦ, ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Τέτοια στάθηκε ἡ Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πού­λου, ἀδελφή τοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ, πρό­τυπο καί κορύφωση τῆς φι­λαλληλίας, πού ’φτασε ὥς τήν αὐταπάρνηση καί τήν αὐτοθυ­σία.
Τέταρτο ἀπό τά ἑφτά παιδιά τοῦ Μι­χαήλ Με­λᾶ καί τῆς Ἑλένης Βουτσινᾶ γεν­νήθηκε στή Μασσα­λία τό 1871. Ὁ φι­λό­τεχνος πατέρας της τήν ἐνθάρ­ρυνε νά ἀναπτύξει τό ταλέντο της στή ζωγραφική, ἐνῶ ἀπό τήν εὐσεβῆ μητέρα της ἔμα­θε νά ὑπηρετεῖ τόν πά­σχοντα συνάνθρωπο. Εἴ­κοσι ἐτῶν παντρεύ­εται τόν Ἀπόστολο Πα­πα­­δόπουλο καί ἐγκαθίσταται μαζί του στό τσιφλίκι τῆς οἰκογένειάς του, στίς Ρο­βιές Εὐβοίας.

Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐγκατάστασής της στήν Εὔ­βοια συγκλονίζεται ἀπό τίς δυ­σκο­λίες τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς ὑπαίθρου καί περνᾶ στή δράση. Πο­λύ συχνά, μάλιστα, διέθετε τά χρήματα τοῦ συ­ζύγου της, γιά νά τούς ἐνι­σχύσει οἰκονομικά. Στίς Ροβιές ἔφερε δάσκαλο, τόν ὁποῖο πλήρωνε ἐκεί­νη, νά δι­δάσκει τά παιδιά τοῦ χω­ριοῦ. Καί στή Λίμνη Εὐ­βοίας ἔχτισε σχολεῖο.
Ἄνθρωπος μέ ἔντονες εὐ­αισθησίες, ἀλλά καί τεράστιες ψυ­χικές καί σω­ματικές ἀντοχές -«ἀγορο­κόριτσο» τήν χα­ρακτή­ρι­ζαν- ἐρ­γάστηκε σκληρά, γιά νά συντρέ­ξει τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Κάποτε ἀπο­- ­κοι­μήθηκε, ἐνῶ ξενυχτοῦσε ἕνα ἄρρωστο παι­δά­κι. Ἀπό τότε ἡ ἀριστοκράτισσα Με­λᾶ, κόρη τοῦ δημάρχου Ἀθη­ναί­ων, δέν ξανακοιμήθηκε σέ στρῶμα, παρά σέ κου­βέρτα πού ἔριχνε ἐπάνω σέ σα­νί­δα. Κατά τή διάρ­κεια τοῦ χει­μώ­να ἡ οἰκογένεια μέ τά δυό παιδιά διέμενε στήν Ἀθήνα· ἐκεῖ ἡ Ἄννα δίδασκε κεν­τητική σέ ἄπο­ρα κορί­τσια.
Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904 ὁ ἀδελ­φός της Παῦλος Μελᾶς σκο­τώ­θηκε στή Μακε­δονία. Γιά λό­γους μυστικό­τητας τῆς ἀπο­στο­­λῆς του, οἱ σύντρο­φοί του ἔκο­ψαν τό κεφάλι καί τό ᾽θαψαν ξέ­χωρα ἀπό τό σῶ­μα. Δύο ἀπό τά ἀδέλφια του, ὁ Κων­σταν­τῖνος καί ὁ Λέων, πῆγαν νά βροῦν τούς χώρους ταφῆς. Ὁ Λέων ἀρ­ρω­σταίνει καί πεθαίνει τρεῖς μῆνες μετά τόν Παῦλο. Αὐ­τά τά τραγι­κά γεγονότα ἐπηρέασαν βαθιά τήν «Κυρά τῶν Ρο­βιῶν». Ἔκτοτε ἀφο­­σι­ώνεται ὁλο­κλη­­ρωτικά στό φιλαν­θρωπικό ἔργο.
Τό 1912, ὅταν ξέσπασε ὁ Α´ Βαλ­κα­νι­κός Πόλεμος, ἡ Ἄννα Πα­παδο­πούλου -παρά τίς ἔν­το­νες ἀντιδράσεις τῶν οἰ­κεί­ων της- κα­τα­τάσ­σεται στόν στρα­τό ὡς ἐ­θε­λόντρια νοσο­κόμα μαζί μέ πολ­λές ἄλ­λες γυναῖκες καί ἀκο­λουθεῖ τήν ἐκ­στρα­τεία στή Μακε­δονία. Τό 1913 ξεσπᾶ ἐπιδημία χολέρας· μετα­­φέρει τότε σκηνές, ἀρρώ­στους καί «ὕπο­πτους» ἀσθενεῖς σέ ἕνα δασάκι μακριά ἀπό τό στρατόπεδο.
Ἡ ἴδια δέν φεύγει οὔτε στιγμή ἀπό κοντά τους· γίνεται ὁ ἐπίγειος ἄγγελος παρηγο­ριᾶς τους. Κρεμᾶ σέ ἕνα δέντρο ἕναν μαυ­ρο­πίνακα, γιά νά ἀνα­κοι­νώνει τίς ἐλλεί­ψεις. Ὁ στρατιώτης, ὁ ὁ­ποῖ­ος δύο ἡμέρες ἀρ­γότερα πλησιάζει, ἔκπλη­­κτος διαβά­ζει πώς ζητᾶ ἕνα τσαπί καί ἕνα φτυάρι. Τά θέλει, γιά νά θάψει τούς πρώ­τους στρα­τιῶτες πού ὑπέκυψαν· μέχρι τότε ἔ­σκαβε τούς τάφους ἡ ἴδια μέ τά χέρια της!  Ἀπό τό 1912 ὥς τό 1922, δέκα ὁλό­κλη­ρα χρόνια, δέν στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπό μέτωπο σέ μέτωπο, Μακεδονία, Ἤ­πειρο, Σερβία, Θράκη, Μικρασία, νά ἐν­θαρρύνει, νά περιθάλπει τούς πολεμιστές, νά τούς μοιράζει ροῦχα, φανέλες, κάλ­τσες, σκεπά­σματα, φαγώσιμα, βιβλία καί λόγια ἐνθαρ­ρυντικά καί παρήγορα.
Ποῦ τά ἔβρισκε; Τά λόγια στήν καρδιά της. Τά πράγματα τά συγκέντρωνε ἀπό παντοῦ. Εἶχε ξεσηκώσει τόν κόσμο. Ὅλοι τῆς ἔδιναν γιά τόν Στρατιώτη. Στίς πόλεις οἱ γυναῖκες, τά κορίτσια, δέν ἔκαναν ἄλ­λο, παρά νά ράβουν, νά ὑφαίνουν, νά πλέκουν μάλλινα γιά τόν Στρατιώτη καί νά τά δί­νουν στήν ἀεικίνητη αὐτή γυ­ναί­κα, γιά νά πάει νά τόν βρεῖ μέ τόσους κιν­δύνους ἐκεῖ πού πο­λεμοῦσε καί νά τόν ντύσει, νά τόν ζεστάνει, νά τόν ἐγκαρ­δι­ώσει.
Κι ἐκεῖνοι, οἱ ἑτοιμοθάνατοι, οἱ πλη­γω­μένοι στρατιῶτες, πού δέχονταν τή φρον­τίδα της, «μάνα» τήν ἀποκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί οἱ Σέρβοι ἔτσι τήν ἔλεγαν στή δική τους γλῶσσα: «σλάτκα μάικα» (=γλυκειά μας μά­­να). Ἔτσι ὀνομάσθηκε «Μάνα τοῦ Στρα­τιώτη». Στή μνήμη της ὁ τίτλος αὐτός ἀπο­δό­θηκε καί σέ ἄλλες ἐξέ­χου­σες νοσοκόμες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ. Κι ὅταν τά παλληκάρια ἔφευ­γαν, ἐκείνη τά νεκρο­στόλιζε· κι ἄν στό μέ­τωπο δέν ὑπῆρχε ἱε­ρέας, ἡ «Μάνα» ἔλεγε τή νεκρώσιμη ἀκο­λουθία.
Ὅταν ὁ ἑλληνικός στρατός φεύγει γιά τή Μικρά Ἀσία, πηγαίνει ἀπό τίς πρῶτες. Ἐντελῶς, ὅμως, ξαφνικά ἀποπέμπεται ἀ­πό τό μέτωπο μέ τήν κατηγορία τῆς φι­λο­βε­νιζελικῆς προπαγάνδας, ἐπειδή πάνω της βρέθηκαν φωτογραφίες της μέ τόν Βενι­ζέ­λο.
Πικραμένη ἀλλά ἄκαμπτη δέν πα­ραι­τεῖται ἀπό τό ἔργο της. Μετά τήν κατα­στροφή τοῦ ᾽22 δραστηριοποιεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν ξεριζωμένων Μι­κρα­σιατῶν. Ἔργα της, ἐπίσης, εἶναι τό Σανα­τόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς Ἀρκαδίας -ταξί­δεψε ἡ ἴδια στήν Ἀμερική καί Αἴγυπτο καί διενήργησε ἐράνους- τό Σανατόριο τοῦ Πεύκου Μα­τσούκα, μία πτέρυγα στό νοσο­κομεῖο «Σωτηρία» κ.ἄ. Γιά ὅλα αὐτά ἡ Ἀ­καδημία Ἀθηνῶν τῆς ἀπένειμε τό με­γάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας, ἐνῶ συνο­λικά τιμήθηκε μέ 28 παράσημα.
Ὡστόσο, πολεμώντας μέ τό χτικιό, λα­βώθηκε. Στίς 12 Φεβρουαρίου 1938, σέ ἡ­λι­κία 67 ἐτῶν, σταμάτησε νά χτυπᾶ ἡ φλο­γερή της καρδιά στήν Ἀθήνα. Τάφη­κε στίς Ροβιές. «Ἔπεσε κατά τήν ἐκτέλεση τοῦ κα­θήκοντός της» ἡ ἡρωίδα Ἄννα Με­λᾶ-Πα­παδοπούλου, ἡ ψυχωμένη Ἑλ­λη­νί­δα, πού ἀπό μικρή διάλεξε νά ἐφαρμόσει στή ζωή της τό ρητό-λόγο τῆς ἀρχαίας Ἀντι­γό­νης «θά ζῶ, γιά νά ἀγαπῶ» κι ἔ­κα­νε τή ζωή της ἀγάπη ἀληθινή, προσφορά θυσιαστική.
Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου