Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Ἁγία Βαρβάρα


Ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἕνας Σέρβος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, λέει ὅτι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων φανερώνουν σαφῶς καί ἀποδεικνύουν, ὅτι κάθε ἅγιος εἶναι ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος. Στό πρόσωπο κάθε ἁγίου βλέπουμε τόν Χριστό. Στήν πραγματικότητα αὐτό εἶναι καί κάθε χριστιανός, κατά τό μέτρο βέβαια τῆς πίστεώς του. Ὅσο περισσότερο πιστεύει, τόσο περισσότερο ἅγιος εἶναι, τόσο περισσότερο ἁγιοποιεῖται.
Τό πρῶτο μας ἐπάγγελμα δέν εἶναι τό βιοποριστικό, αὐτό πού κάνει ὁ καθένας μας, γιά νά βγάλει τό ψωμί του, τό ψωμί τῶν παιδιῶν του, τῆς οἰκογένειάς του. Τό πρῶτο μας ἐπάγγελμα εἶναι ἡ χριστιανική μας ἰδιότητα. Δηλαδή ὅπου βρεθοῦμε καί ὅπου σταθοῦμε, μέ τήν παρουσία μας, μέ τά λόγια μας, μέ ὅλη μας τήν ζωή νά ἀναγγέλουμε, νά κηρύττουμε, νά φανερώνουμε στόν κόσμο τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ἀκολουθίες της, τά κηρύγματά της, μέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της δέν κάνει τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά μᾶς προσκαλεῖ σ᾿ αὐτό. Νά μιμούμεθα καί νά ἐπαναλαμβάνουμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τόν ἅγιο, πού γιορτάζουμε.
Αὐτό πού σᾶς λέω τώρα ἔχει σχέση μέ τήν ἁγία Βαρβάρα, πού γιορτάζουμε σήμερα. Ὅπως λέει τό συναξάρι της, ὁ βίος της, ἦταν ὡραιότατη καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, γι᾿ αὐτό καί πολλοί μνηστῆρες τήν ζητοῦσαν σέ γάμο. Ὁ πατέρας της, γιά νά τήν προστατεύσει, ἔχτισε ἕναν πύργο καί τήν ἔβαλε μέσα.
Κάποια μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Κατέβηκε νά ἀνοίξει ἡ ἴδια ἡ Βαρβάρα, πού ἀκόμη δέν εἶχε γίνει χριστιανή, καί βλέπει μπροστά της μία νέα, ἄγνωστη, πού πουλοῦσε κεντήματα. Τήν ἀνέβασε πάνω στό σπίτι της καί ἔβλεπε τά κεντήματα τῆς κοπέλας.
Τά μάτια τῆς Βαρβάρας ἔπεσαν σέ ἕνα κέντημα, πού εἶχε ἕνα πρόβατο. Τί εἶναι αὐτό; ρώτησε. Ἄ, αὐτό εἶναι ὁ Θεός μου, ἀπάντησε ἡ ξένη. Πῶς εἶναι δυνατόν, ἕνα πρόβατο νά εἶναι Θεός; ρώτησε πάλι μέ ἀπορία. Ἡ ἄγνωστη κοπέλα τότε βρῆκε εὐκαιρία καί τῆς μίλησε γιά τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἵρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ κατήχηση τῆς Βαρβάρας. Κατόπιν τήν ὁδήγησε σ᾿ ἕναν πνευματικό, ὁ ὁποῖος τήν ἐδίδαξε συστηματικότερα τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν βάπτισε χριστιανή.
Τό περιστατικό αὐτό ἐξηγεῖ καί ἑρμηνεύει ἐκεῖνο, πού σᾶς εἶπα πιό μπροστά, ὅτι ὅλοι μας παντοῦ καί πάντοτε, ὅπου βρεθοῦμε καί ὅπου σταθοῦμε, μποροῦμε καί πρέπει νά κηρύττουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Οἱ διάφοροι αἱρετικοί, πού πηγαίνουν ἀπό πόρτα σέ πόρτα καί διαδίδουν τά ψεύδη καί τίς πλάνες τους, εἴτε προτεστάνται λέγονται, εἴτε χιλιασταί λέγονται, εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο, δέν εἶναι οἱ παπάδες καί οἱ δεσποτάδες τους. Ἁπλοί ἄνθρωποι εἶναι. Ἔχουν ὅμως ζῆλο γιά τήν πλάνη τους καί προσπαθοῦν νά τήν διαδώσουν καί νά παρασύρουν καί ἄλλους ἀνθρώπους μαζί τους στήν καταστροφή. Ἄν δεῖτε τήν Ἁγία Γραφή, πού κρατοῦν στά χέρια τους, τήν ἔχουν φάει κυριολεκτικά. Τήν ἔλειωσαν μέ τά δάχτυλά τους ἀπό τήν συνεχῆ ἀνάγνωση. Οἱ δικές μας, ἄν ἔχουμε,  εἶναι ὁλοκαίνουργιες, ἄθικτες, γιατί δέν τίς ἀνοίγουμε ποτέ νά μελετήσουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς, ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος, οἱ υἱοί τοῦ σκότους εἶναι φρονιμότεροι, εἶναι καλύτεροι καί πιό δραστήριοι ἀπό ἐμᾶς, τοὐλάχιστον σ᾿ αὐτό τό σημεῖο.
Ἀπό τό πιό πάνω περιστατικό, πού ἀναφέραμε, βλέπουμε τήν ἀξία, πού ἔχουν οἱ εἰκόνες. Λένε, μιά εἰκόνα, χίλιες λέξεις. Στήν Ὀρθόδοξη πίστη μας οἱ ἅγιες εἰκόνες ἔχουν τήν ἴδια ἀξία μέ τά ἱερά Εὐαγγέλια. Μή μᾶς φαίνεται ὑπερβολικό. Βέβαια οἱ διάφοροι αἱρετικοί μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι τάχα εἴμαστε εἰδωλολάτρες, γιατί ἀσπαζόμαστε καί τιμοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἄς δοῦμε ὅμως εἶναι ἔτσι;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὀνομάζει τίς εἰκόνες γλωττοφόρον βιβλίον. Ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ἔγραψε τό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο δέχονται καί οἱ αἱρετικοί καί μάλιστα κόπτονται δῆθεν γι᾿ αὐτό. Τί ἔγραψε στό Εὐαγγέλιο; Ὅλη τήν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Ἔ, καί ὁ ζωγράφος τό ἴδιο ἀκριβῶς ἔκανε. Ὁ ἕνας στό χαρτί, ὁ ἄλλος πάνω στό σανίδι. Καί οἱ δυό τό ἴδιο μᾶς διδάσκουν. Γιατί ψευδομάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ καί λοιποί αἱρετικοί προσκυνεῖτε δῆθεν τήν Βίβλο, ἀλλά καταπατεῖτε καί βδελύσσεσθε τήν εἰκόνα; Σέ τί διαφέρει τό χαρτί ἀπό τό σανίδι ἤ τόν ἀσβέστη; Σέ τί διαφέρει τό μελάνι ἀπό τά χρώματα; Ὅλα εἶναι ὕλη  καί προσφέρουν τήν ἴδια ἐργασία. Δέν τιμοῦμε τό σανίδι ἤ τά χρώματα, ἀλλά τό πρόσωπο, πού εἰκονίζει. Πολύ σωστά γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει. Δέν λατρεύουμε τήν εἰκόνα, ἀλλά τόν ἐν αὐτῇ εἰκονιζόμενο Χριστό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πού γιορτάζει σήμερα μέ τήν Ἁγία Βαρβάρα λέει. Ἐάν κάποιος ἀπό τούς ἀπίστους ἤ τούς εἰδωλολάτρες σοῦ πεῖ, δεῖξε μου τήν πίστη σου, γιά νά πιστεύσω κι᾿ ἐγώ, τόν φέρνεις στήν Ἐκκλησία καί τοῦ δείχνεις ὅλον τόν διάκοσμο τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τίς μορφές τῶν Ἁγίων. Ρωτάει ὁ ἄπιστος, ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἐσταυρωμένος; Ποιός εἶναι αὐτός, πού καταπατεῖ τήν κεφαλήν τοῦ γηραιοῦ τούτου; (τοῦ ἅδη δηλαδή). Τότε ἀπό τήν εἰκόνα λαμβάνεις ἀφορμή καί τοῦ διδάσκεις ὅλα γύρω ἀπό τόν Χριστό καί τό σωτηριῶδες ἔργο, πού ἐπετέλεσε. Δηλαδή ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκανε ἐκείνη ἡ ἄγνωστη κοπέλα στήν ἁγία Βαρβάρα, πού πῆρε ἀφορμή ἀπό ἕνα κέντημα μέ τό πρόβατο καί τῆς μίλησε γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, γιά νά τελειώσουμε, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε κατ᾿ εἰκόνα δική Του. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν μποροῦμε νά περιφρονοῦμε, δέν ἐπιτρέπεται νά ὑποτιμοῦμε τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι σωστό νά προσβάλουμε, νά φτύνουμε, νά μουτζώνουμε κανένα ἄνθρωπο. Ὅλοι ἔχουν τήν ἴδια ἀξία εἴτε εἶναι πλούσιοι εἴτε φτωχοί, εἴτε εἶναι πτυχιοῦχοι ἤ ἀγράμματοι.
 Ὅταν ἔχουμε κάποιον στή δούλεψή μας, τοῦ δίνουμε τό κανονικό μεροκάματο; Ἐμεῖς ζητοῦμε ὁλόκληρο τόν μισθό μας. Γιατί μειώνουμε τόν μισθό τοῦ ἄλλου; Δέν ἐκμεταλευόμαστε τούς ξένους, τούς ἀλλοδαπούς. Καί αὐτοί παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ εἶναι, ἄσχετα ἄν δέν τόν γνωρίζουν. Κι᾿ ἐμεῖς πού τόν γνωρίζουμε, πόσο καλύτεροι καί ἀνώτεροι εἴμαστε; Μέ τό νά τούς ἐκμεταλλευώμαστε, προσβάλλουμε τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ἀκόμη δέν ἀλλοιώνουμε τό πρόσωπό μας μέ τά ὑπερβολικά βαψίματα. Ἔτσι χαλοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί βάζουμε προσωπεῖο. Φοροῦμε δηλαδή μάσκα, εἰκόνα τοῦ διαβόλου. Δείχνουμε ἐκεῖνο, πού πραγματικά εἴμαστε, ἀλλά τό κρύβουμε καί τό ἀποκαλύπτουμε τίς ἀποκριές. Ὅτι δηλαδή εἴμαστε μασκαράδες.
Ἐπίσης δέν καταστρέφουμε τό σῶμα μας μέ τίς ἁμαρτίες καί ἀπροσεξίες μας. Δέν τό ξεγυμνώνουμε, δέν τό περιφέρουμε προκλητικά γυμνό ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ,  ἀλλά τό σεβόμαστε, τό τιμοῦμε, τό διατηροῦμε ἁγνό καί καθαρό, γιατί δέν εἶναι κάποια κιλά κρέατος, εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου.
Ἕνα ἀπό τά βασανιστήρια τῆς ἁγίας Βαρβάρας ἦταν νά τήν ξεγυγνώσουν καί γυμνή νά τήν περιφέρουν στούς δρόμους, γιά νά τήν διαπομπεύσουν καί νά τήν ρεζιλέψουν. Ὅμως ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε κάτι τέτοιο. Τήν διεφύλαξε μέ θαυμαστό τρόπο. Τήν στιγμή, πού προσπαθοῦσαν νά τήν ξεγυμνώσουν, τήν ἴδια στιγμή ὁ Θεός τήν ἔντυνε μέ ἄλλα ἐνδύματα καλύτερα καί λαμπρότερα. Ἕνα σύννεφο κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί τήν σκέπασε, τύλιξε τό ἁγνό σῶμα της, μή ἐπιτρέποντας σέ κανένα νά τό δεῖ. Ὅταν λοιπόν ὁ Θεός θέλει ντυμένο τό σῶμα μας καί σκεπασμένο μέ σεμνή ἐνδυμασία, ἐμεῖς δέν ἐπιτρέπεται  νά τό ξεγυμνώνουμε καί νά τό προσβάλουμε.
Νά τιμοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέ τόν καλύτερο τρόπο, γιά νά τιμήσει κι᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ἡ καλύτερη τιμή εἶναι νά μᾶς κάνει παιδιά του, νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, νά μᾶς χαρίσει τήν Βασιλεία Του. Ἀμήν.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου