Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΩΝ – ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥΜΕ ΚΑΤΙ. ΚΑΝΑΜΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ· ΔΩΣΑΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΜΑΣ, ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΑΝ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.



Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων (Πράξ. 6,1-7)
Tοῦ Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου

Ἑλληνισται

«Ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους» (Πράξ. 6,1)

Τὰ παλιά, ἀγαπητοί μου, χρόνια, τὰ εὐλογη­μένα χπ. Αυγουστινοςρόνια, δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ σχολεῖα, δὲν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι τόσα γράμματα ὅσα ξέρουν σήμερα. Εἶ­χαν ὅμως κάτι ἄλλο ἀνώτερο, ποὺ δὲν τό ᾽χουμε ἐμεῖς σήμερα, κι αὐ­τὸ εἶνε ἡ πίστις. Πίστευαν πραγματικὰ στὸ Θεό, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκαναν θαυμαστὰ πράγματα.
Ἕνα παράδειγμα. Στὴν τουρκοκρατία τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσε­ως, χωρὶς καμπά­νες, ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀ­νέ­στη», ἔμεναν στὴ λειτουργία μέχρι τέλους, κοινωνοῦσαν, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ τὴ λαμπά­δα, σημάδευαν μὲ τὴν καπνιὰ ἀπ᾽ τὸ ἅγιο φῶς τὴ θύρα, καὶ κατόπιν κάθονταν κ᾽ ἔτρωγαν. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀν­τηχοῦσε παντοῦ· ἐπὶ σαράν­τα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, τὸ θεωροῦ­σαν ἁ­μαρτία νὰ λένε καλημέρα καὶ καλησπέρα. Τώ­ρα ἐμεῖς… Γι᾽ αὐ­τὸ εἶπα ὅτι ἐκεῖνοι πίστευαν.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα –ἂς μὴ ἀπελπιζώμαστε– ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ πιστεύουν πραγματικὰ καὶ λένε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὴν καρ­διά τους. Κι ὅσο θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ ἄστρα –ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι–, ὅλες οἱ γενεὲς θὰ ὑ­μνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸ Χριστό. Κι ἂν ἐ­μεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, τὸν δοξάζουν οἱ ἄγ­γελοι.
Σήμερα τιμοῦμε τὶς μυροφόρες, ποὺ ἄκουσαν πρῶτες τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ τοὺς ἄ­ξιζε νὰ τ᾽ ἀκούσουν· γιατὶ ἐνῷ οἱ ἄν­τρες σκόρπισαν κ᾽ ἐγκατέλειψαν τὸ Χριστό, αὐτὲς ἀ­τρό­μητες πῆγαν μὲ ἀρώματα στὸν τάφο του.
Ἀλλὰ τώρα δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. Κάτι ἄλλο θέλω νὰ σᾶς πῶ.

* * *

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελ­φοί μου, ἀκούγεται κάποιο παράπονο· τὸ ἔπια­σε τὸ αὐτί σας; Στὸ εὐαγγέλιο ἀκούγεται ὁ θρί­αμβος, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀλλὰ στὸν ἀπόστολο ἀκούγεται παράπονο. Ποιό παράπονο; Θὰ σταθῶ μόνο σὲ μιὰ λέξι, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ ἀ­ποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Οἱ «Ἑλληνισταί», λέει (Πράξ. 6,1), ἔκαναν παράπονο, καὶ βρῆκαν τὸ δίκαιό τους στοὺς ἀποστόλους, ποὺ σὰν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἔδωσαν τὴ λύσι. Δὲν ἐξετάζω ποιό ἦταν τὸ παράπονο. Θέλω νὰ μείνω μόνο στὸ ὄνομα «Ἑλληνισταί». Τί ἦταν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ «Ἑλληνισταί»;
Πᾶμε στὰ παλιά, στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ Με­γάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε, πέρα­σε τὰ Δαρδανέλλια, τὸν Ἑλλήσποντο, τὸ Βόσπορο, διέσχισε τὴ Μικρὰ Ἀσία, προχώρη­σε στὴν Ἀνατολή, καὶ ἔφτασε – μέχρι ποῦ; Μιὰ φούχτα ἀνθρώπων κάτω ἀπὸ ἕνα γενναῖο βασιλιᾶ κατώρθωσαν νὰ φτάσουν μέχρι τὶς Ἰνδίες, μέχρι τὸ Γάγγη ποταμό! Καὶ ὅπου περνοῦσαν δὲν ἔκοβαν κεφάλια, δὲν ἐγκληματοῦσαν· ἔ­σπερναν τὸ σπόρο τοῦ ἑλληνικοῦ πολι­τισμοῦ. Ἀπὸ τὰ φτωχά της χώματα ἡ μικρὴ αὐτὴ πα­τρίδα μας –ποὺ ἡ νεώτερη γενεὰ τὴν ξεχνάει, καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ξεχνοῦν τὴν ἱστορία τους– ξάπλωσε παντοῦ.

Μετὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο σὲ ὅλο τὸ γνωστὸ κόσμο δὲν γινόταν κουβέντα παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἔτσι ἐ­πικράτησε παντοῦ ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Ὅ­πως τώρα τὰ παιδιά σας μαθαίνουν τὰ ἐγγλέζικα, τὰ γερμανικὰ ἢ δὲν ξέρω ποιές ἄλλες γλῶσ­σες, ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ διεθνεῖς ἐπικοινωνίες καὶ οἱ ἐμ­πορικὲς κυρίως συναλλαγές –γιατὶ ζοῦμε σὲ μιὰ γενιὰ μπίζνες (business)–, ἔτσι τὴν ἐ­ποχὴ ἐκείνη ἀπ᾽ ἄ­κρου εἰς ἄκρον τοῦ κό­­σμου μία γλῶσσα ἀ­κουγόταν καὶ νικοῦσε ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσ­σες, ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Εἶχε γίνει διεθνής, παγκόσμια γλῶσ­σα στὸν ἀρχαῖο κόσμο.
Ὅπως σήμερα τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς ξεχνοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ μιλοῦν τὰ ἀγγλικά, ἔτσι τότε καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ εἶχαν σκορπιστῆ στὸν κόσμο, ἄρχισαν νὰ ξεχνοῦν τὰ ἑβραϊκὰ καὶ μιλοῦσαν πλέον μόνο ἑλληνικά. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀκριβῶς ἀναγκάστηκαν νὰ μεταφράσουν καὶ τὴν ἁγία Γραφή τους, τὴν Παλαιὰ Δι­αθήκη, ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ –ποὺ δὲν τὰ καταλάβαιναν πλέον– στὴν κοινὴ ἑλληνιστικὴ γλῶσ­σα· αὐτὴ εἶνε ἡ περίφημη μετάφρασις τῶν Ἑβδομή­κοντα (τῶν Ο΄), ποὺ ἔχουμε σήμερα στὴν Ἐκ­κλησία μας. Γι᾽ αὐτὸ ἐπίσης, ὅταν ἐ­σταύρωσαν τὸν Κύριο καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἔ­βαλαν τὸν τίτλο «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασι­λεὺς τῶν Ἰουδαίων» , αὐτὸ ἦταν γραμμένο «Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, ῾Ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,19-20). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦμε, ἡ Και­νὴ Διαθήκη, ἀπὸ τὶς τόσες γλῶσσες ποὺ ὑ­πάρχουν στὸν κόσμο, γράφηκε στὰ ἑλληνικά.
«Ἑλληνισταὶ» λοιπὸν λέγονταν οἱ Χριστιανοὶ ἐ­κεῖνοι Ἑ­βραῖοι ποὺ μιλοῦ­σαν τὴν ἑλληνι­κὴ γλῶσσα καὶ συμπαθοῦσαν τοὺς Ἕλληνες. Καὶ δὲν ἔδωσε μόνο τὴ γλῶσσα της στὸν κόσμο ἡ πατρίδα μας, μιὰ γλῶσσα πλούσια σὲ λε­ξιλόγιο καὶ εὐέλικτη στὴν ἔκφρασι, στὴν ὁποία γράφτηκαν μνημεῖα τοῦ λόγου (ποιήματα, πε­ζά, συγγράμματα μεγάλα)· ἔδωσε καὶ τὴν τέχνη της μὲ ἔργα θαυμαστά (π.χ. ὁ Παρθενών). Ἔ­δωσε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἀνεκτίμητο, τὸ «πα­ρὼν» μέσα στὴν ἱστορία· στοὺς περσικοὺς πολέμους οἱ πρόγονοί μας, μιὰ φούχτα ἄνθρω­ποι, στάθηκαν στὸ Μα­ραθῶνα, στὶς Θερμοπύλες, στὴ Σαλαμῖνα καὶ εἶπαν στὸν ἐπιδρομέα «Ἄλτ». Ἂν δὲν ὑ­πῆρχαν τότε αὐτοὶ ἐκεῖ νὰ κρα­τήσουν μακριὰ τοὺς ἐπιδρομεῖς, σήμερα ἴ­σως ἦταν διαφορετικὸς ὁ γεωγραφικὸς χάρτης τοῦ κόσμου. Καὶ ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ πρόγονοί μας ὕψωσαν τὸ «Ἐν τού­τῳ νίκα», πάλι τότε ἐ­πὶ χίλια χρόνια ἡ Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία στάθηκε ὁ φράχτης ποὺ ἀναχαίτισε τὸν βαρβαρισμό.
Καὶ μόνο τὰ παλιὰ χρόνια; Καὶ μέχρι σήμερα, μέχρι καὶ στὴ γενεά μας, δὲν σταμάτησε ἡ προσφορά. Θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι τὸ 1940, ποὺ μία νύχτα, ὅταν σάλπισαν οἱ σάλπιγ­γες, ἔφυγαν οἱ νέοι γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς κάναμε στρατιωτικοὶ ἱερεῖς καὶ ὑπηρετήσαμε στὰ ψηλὰ βουνά, δὲν θὰ ξεχάσουμε ποτέ τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος πού, νέοι σὰν τὰ κρίνα, ἄφησαν πατεράδες, μανάδες, τὰ πάν­­τα, καὶ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ἄφησαν τὰ πόδια τους, τὰ κορμιὰ καὶ τὴ ζωή τους, καὶ ἔγιναν λίπασμα γιὰ νὰ βλαστήσῃ τὸ ἄνθος τῆς ἐ­λευθερίας, ποὺ περίμεναν ὅλοι οἱ λαοί.
Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἀπὸ τόσες ὑπηρεσίες καὶ εὐεργεσίες ποὺ προσέφερε ἡ πατρίδα μας, τί περίμενε στὸν κόσμο αὐτόν; Δὲν περίμενε οὔτε τὰ ῥούβλια τους, οὔτε τὰ δολλάριά τους, οὔτε τὰ μάρκα τους. Ἀπὸ τοὺς μεγά­λους συμμάχους, ποὺ ἔψελναν τὸν ὕμνο καὶ τὸ ἐγκώμιό της, περίμενε λίγη δικαιοσύνη. Ἂν ὑ­πῆρχε ἕνα δράμι δικαιοσύνης, θά ᾽πρε­πε ὅ­λοι αὐτοὶ ν᾽ ἀνεβοῦν ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, στὸ Τεπελένι καὶ στὴν Τρεμπεσίνα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσουν· γιατὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ ἀντίστασι, δὲν ξέρω πῶς θὰ ἦταν σήμερα ὁ κόσμος. Θά ᾽πρεπε νὰ στήσουν ἐκεῖ τὴν ἑλληνι­κὴ σημαία. Θά ᾽πρεπε ἀκόμη νὰ ὑψώσουν τὴν γαλανόλευκη καὶ σ᾽ ἐκεῖνο στὸ γαλά­ζιο νησί, ποὺ εἶνε πέρα ὣς πέρα ἑλληνικό, τὴν Κύπρο, καὶ νὰ ποῦν· Ἑλλάδα, σὲ βραβεύουμε γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες σου. Τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐ­τά! Μπίζνες, λίρες, πετρέλαια, κάρβου­να, ἐλεεινὰ συμφέροντα, αὐτὰ βασιλεύουν σήμερα στὸν κόσμο.

* * *

Πρέπει, ἀδέρφια μου, νὰ ὁμολογήσουμε κάτι. Κάναμε οἱ Ἕλληνες μιὰ ἁμαρτία· δώσαμε μεγά­λη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀξία στοὺς συμμάχους μας, κι αὐτοὶ ἀποδείχθηκαν προδότες. Ἦταν με­γάλη ἁμαρτία, καὶ τώρα τὴν πληρώνουμε.
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀπελπιστοῦμε, παρὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑφιστάμεθα. Ἔχουμε βέβαια παράπονο. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς ὅ­πως οἱ «Ἑλληνισταὶ» τῆς πρώ­­­της Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν παράπονο για­τὶ ἀ­δικοῦνταν· κ᾽ ἐκεῖνοι μὲν πῆγαν στοὺς ἀ­ποστό­­λους, οἱ ὁποῖοι ῥύθμισαν τὸ ζήτημά τους ἀ­μέσως καὶ τὸ δίκιο ἐπικράτησε. Διότι ἅμα ὑ­πάρχῃ καλὴ διάθεσις, τὰ ζητήματα λύ­νον­ται μέσα σὲ μιὰ ὥρα· ἅμα ὅμως δὲν ὑπάρχῃ, τὰ ζη­τήματα περιπλέκονται. Αὐτὸ συν­έβη κ᾽ ἐδῶ σ᾽ ἐ­μᾶς. Τὰ ζητήματά μας τὰ κάνανε κου­βάρι, τὰ μπλέξανε, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεμπλέξῃ κανείς.
Τώρα λοιπὸν ἐμεῖς σὲ ποιόν ν᾽ ἀπευθυνθοῦ­με, ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὰ βουνά, στὰ λαγ­κάδια, στὰ πελάγη; σὲ ἀνθρώπους, σὲ διεθνεῖς ὀργανισμούς, στοὺς μεγάλους καὶ ἰ­σχυρούς, στοὺς συμμάχους μας, αὐ­τοὺς ποὺ μᾶς πρόδωσαν καὶ μᾶς ἐγκατέλειψαν; Αὐτοὶ στὸ βά­θος μισοῦν τὴν πατρίδα μας. Ἂν ζῇ ἀ­κόμα ὁ τόπος αὐ­τός, εἶνε ὄχι γιατὶ τὸ ἤθελαν αὐτοί· ζῇ γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός· τὸ θέλει Ἐ­κεῖνος, γι᾽ αὐ­­τὸ ζοῦμε ἀκόμα· καὶ μὲ τὴ δύναμι Ἐκείνου θὰ ζήσῃ ὁ τόπος αὐ­τὸς εἰς πεῖσμα μυρίων δαιμόνων.
Ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὸν ΟΗΕ; στὸ ΝΑΤΟ; Ὄχι. Θὰ τὸ ποῦμε στὸ Θεό, στὸ μεγάλο Θεό μας. Τὸ δίκιο δὲν θά­βεται. Ὅσο κι ἂν τὸ θάψουν, σὲ χίλια, σὲ δυὸ χι­λιάδες μέτρα, θὰ βγῇ ἐπάνω. Τὸ δίκιο θὰ νικήσῃ, ἡ ἀλήθεια θὰ νικήσῃ, ἡ ἐλευθερία θὰ νικήσῃ, ἡ Ἑλλὰς θὰ νικήσῃ. Τὸ «Χριστὸς ἀ­νέστη» θ᾽ ἀκουστῇ πάλι στὰ βουνά, στὰ λαγ­κάδια καὶ στὰ πελάγη μας· καὶ τότε δόξα τῷ Χριστῷ, δόξα τῷ ἀ­ναστάντι Χριστῷ εἰς αἰῶ­νας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ἡρακλείου – Ἀττικῆς τὴν 17-5-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-3-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 98β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου