Ήταν μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατέρας της ήταν χριστιανός καί εζήτει να την υπανδρεύσει’ εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξει παρθενία. Την έβαλε σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο καί την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχει ως παιδί της.
Καί αφού πέθανε ο πατήρ της, έγινε άλλος αφέντης στην χώρα εκείνη, όστις βγήκε μία ημέρα καί πήγε στο μοναστήρι οπού ήταν η Μαρία. Καί ευθύς οπού την είδε ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικό καί γυρίζοντας στο σπίτι του έστειλε γράμματα στην ηγουμένη καί της έλεγε: Αμέσως να μου στείλεις την Μαρία, διότι την είδα καί με είδε, με ηγάπησε καί την ηγάπησα.
Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία καί της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά καί τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ! Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό καί είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει καί στον άλλον κόσμο; Καί αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία, με υπάνδρευε καί ο πατέρας μου καί έπαιρνα χριστιανό.
Διαβάστε περισσότερα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου