Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Σιωπή μεταξύ των γενεών. Υπερμοντέρνος αυτισμός

 

 – Roberto Pecchioli


Όταν οι κοινωνιολόγοι ενώνουν τις δυνάμεις τους με στατιστικολόγους, ανακαλύπτουν το ζεστό νερό ή το σύρμα για την κοπή του βουτύρου. Η τελευταία αποκάλυψη αυτών των εξερευνητών του λαβύρινθου της κοινωνίας μας είναι ότι οι διάφορες γενιές δεν μιλούν μεταξύ τους και ειδικά οι νέοι, που στο στατιστικό ιστόγραμμα είναι από 18 έως 36 ετών, δεν επικοινωνούν με τις παλαιότερες γενιές.  Καμία είδηση, καμία έκπληξη. Το θέμα μας περιτριγυρίζει από τη δεκαετία του '60 και ένας σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, έκανε την έλλειψη επικοινωνίας το κύριο θέμα των έργων του.

Αυτό είναι η νεωτερικότητα, παιδιά. Η γενιά του '68 γύρισε το τραπέζι, αλλά με τον τρόπο της επικοινώνησε, αμφισβητώντας τους γονείς, την εξουσία, τις συμβάσεις, τον αστικό κόσμο. Μετά τους κλυδωνισμούς της δεκαετίας του 1970, που ήταν μια ακραία μορφή σχέσης, βασισμένη στο σχήμα φίλου-εχθρού και στη χρήση βίας και κατάχρησης εξουσίας, η παλιά εξουσία ανέκτησε τον έλεγχο της κατάστασης. Ο νέος αντιαστικός καπιταλισμός έχει απορροφήσει εύκολα τις νεανικές παρορμήσεις των προηγούμενων χρόνων, προσανατολίζοντάς τες προς την κατανάλωση, την άμεση απόλαυση, το αίτημα για ολοένα καινούργια «δικαιώματα».

Η μόνη «αφήγηση» που επιτρεπόταν ακόμα, να χρησιμοποιήσει το λεξικό του Jean François Lyotard, εφευρέτη του μεταμοντέρνου, ήταν μια δημοφιλής χυδαία μορφή ψυχανάλυσης, με επίκεντρο τον θάνατο του πατέρα και την αρχή της ευχαρίστησης, κατάλληλη για να παρασύρει γενεές σε ένα κενό χωρίς ηθικούς νόμους, εγκλωβισμένους στον υποκειμενισμό, εθισμένους στον φετιχισμό των εμπορευμάτων και σε έναν εγωιστικό ατομικισμό. Για σχεδόν πενήντα χρόνια απαγορεύει να απαγορεύεται, εδώ και άλλα τόσα αποδομεί, απομυθοποιηθεί, χλευάζει κάθε αρχή αλήθειας, κόβει δεσμούς και ρίζες. Η εποχή μας είναι αυτή του θανάτου του πατέρα, άρα του νόμου, της μετάδοσης. Γιατί να μιλάμε μεταξύ μας; Η υπερνεωτερικότητα αποτελείται από νεο-πληβείους που μορφώνονται και αγνοούν το ουσιώδες, επιθυμούν να καταναλώνουν τα πάντα: εμπειρίες, αγαθά, σώματα.

Οι νέοι που περιγράφουν οι κοινωνιολογικές στατιστικές είναι η πρώτη γενιά των παιδιών της μετά το 1968 και των μεγάλων κοινωνικών, οικογενειακών και ανθρωπολογικών ανατροπών των επόμενων ετών. Οι πατεράδες τους σκότωσαν τους παππούδες τους, δεν είναι περίεργο που τα παιδιά τους τους αγνοούνΕίναι ο συνηθισμένος λόγος: όποιος κόβει τη σχέση με το «πριν», αναπόφευκτα αρνείται την πιθανότητα του «μετά». Υπάρχει μόνο ένα «κατά τη διάρκεια», ένα συνεχές και κουραστικό παρόν, ένας πίνακας πουαντινιστικής ζωγραφικής χωρίς την τέχνη του Ζωρζ Σευρά στο «Κυριακάτικο απόγευμα στο νησί Grande Jatte». Το αριστούργημα του «pointillism», ωστόσο, αποκαλύπτει ήδη μια κάποια αμοιβαία αδιαφορία, τη χωρικότητα ατόμων ή μικρών ομάδων που επικοινωνούν μόνο εσωτερικά ή που, το πολύ-πολύ, προσφέρονται στο βλέμμα των άλλων αποκλειστικά μέσω της μόδας ή της στάσης, αυτό θά έλεγε σήμερα η εικόνα.

Η φροϋδική ψυχανάλυση, μια φιλοσοφία της σειράς C, επινόησε το σύμπλεγμα του Οιδίποδα, οι οπαδοί της ισχυρίστηκαν ότι δεν ξεπέρασαν την αντίθεση με τον πατέρα, αλλά ότι κατέβασαν οριστικά τη φιγούρα μαζί με την εξουσία. Ο «Αντι-Οιδίπους» των Ντελέζ και Γκουαταρί χρονολογείται από το 1972, κατηγορώντας τον Φρόιντ για συντηρητισμό και μας καλεί να πάμε μέχρι το τέλος, να κόψουμε κάθε σχέση με το παρελθόν και τους πατέρες. Έτσι έγινε, με την ενδιαφέρουσα συνενοχή εκείνου του νέου φιλελευθερισμού που συνειδητοποίησε το τεράστιο πλεονέκτημα του να δουλεύεις πάνω σε πλαστικές, ξεριζωμένες γενιές, που διακατέχονται από τη «μανία της εξαφάνισης», δηλαδή να απαλλαγούμε από κάθε κληρονομιά, ληφθείσα ιδέα, παράδοση, την οποία ο Χέγκελ, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, την είχε προσδιορίσει ως το θεμέλιο της εκκολαπτόμενης νεωτερικότητας.

Επιπλέον, υπάρχει η τεχνολογία, η οποία έχει διαστρεβλώσει τους τρόπους ζωής, εργασίας, σκέψης με την παρουσία ολόκληρων ανθρώπινων μαζών στον κόσμο. Αυτό το επαληθεύει όποιος εργάζεται για δεκαετίες και έχει να κάνει με νέους συναδέλφους. Η εμπειρία δεν έχει πλέον τη σημασία που είχε πάντα, η μετάδοση γνώσεων και επαγγελματικών μυστικών συχνά καθίσταται μάταιη λόγω της προφανούς αχρηστίας των παρωχημένων, άχρηστων γνώσεων, και κανείς δεν έχει πλέον την εξουσία να διευθύνει ή να οργανώνει, και ακόμη χειρότερα, δ ούτε ξέρει ούτε θέλει να είναι παράδειγμα. Δεν είναι διαφορετικά στην οικογένεια. Οι οικογένειες διχάζονται όλο και περισσότερο και τότε κερδίζουν τα συναισθήματα ενοχής και οι πιο βολικές λύσεις. Οι πατέρες μετατρέπονται σε ΑΤΜ, κανείς δεν μπορεί να προφέρει αυτά τα όχι, τα οποία, μοναδικά, εκπαιδεύουν στη ζωή. Οι μητέρες αντέχουν λίγο ακόμα: το βαθύ ένστικτο της φροντίδας δεν έχει ακόμη υπερνικηθεί από την επιθυμία για ολοκλήρωση ή απόλυτη αυτονομία που ο φεμινισμός, η νεωτερικότητα και οι καιροί έχουν εμπνεύσει στη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών.

Άλλωστε, ο τελευταίος μισός αιώνας είναι αυτός της δολοφονίας του πατέρα, όχι της μητέρας, και της υποτίμησης, αν όχι της γελοιοποίησης του αρσενικού. Στις συναλλαγές χρειάζεται λιγότερη σωματική δύναμη, στις οικογένειες απαγορεύεται να απαγορεύουν, να διδάσκουν, να τιμωρούν ή απλά να αρνούνται. Η βιοτεχνολογία καθιστά περιττή ακόμη και τη σεξουαλική πράξη από την οποία προκύπτει η πατρότητα: αρκούν οι δοκιμαστικοί σωλήνες, οι σύριγγες και μια θλιβερή αυνανιστική ρύπανση σε ένα ασηπτικό περιβάλλον. Πώς μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη ένας τέτοιος πατέρας; Και γιατί να μαλώσει μαζί του, να ρωτήσει, να συνομιλήσει, να υπακούσει, αφού, έχοντας απαξιώσει τον δεσμό αίματος και το ίδιο το γεγονός της αναπαραγωγής (τεκνοποίησης), η μόνη του λειτουργία στον κόσμο ήταν να παρέχει τον σπόρο;
Πάρα πολλοί ενήλικες, όμως, πάρα πολλοί πατέρες, αποδέχονται πρόθυμα τον υποβιβασμό: καμία ευθύνη, κανένα καθημερινό πρόβλημα, αφού η εκπαίδευση, η διδασκαλία, η απλή συζήτηση με τους νεότερους είναι απαιτητική, απαιτεί επιμονή, ενσυναίσθηση, ήττες, ικανότητα να δίνεις απαντήσεις, να βάζεις τον εαυτό σου στο παιχνίδι. Ίσως κάποιος σκεφτεί, με μείωσες σε αυτό, τώρα κράτα με όπως είμαι.

Κι όμως, αν το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ψευδές, και ο ακραίος αντι-Οιδίποδας του ελευθεριακού αναρχισμού είναι παράφρων, ο Τηλέμαχος είναι αληθινός και παρών. Ο γιος του Οδυσσέα δεν γνωρίζει τον πατέρα του, που έφυγε όταν ήταν βρέφος, έχει ακούσει γι' αυτόν, γνωρίζει τη δόξα του, γνωρίζει τη δύναμη και το νόμο που μπόρεσε να επιβάλει. Βλέπει τους μνηστήρες, τους νεαρούς διεκδικητές του θρόνου να τον κυριεύουν πάνω από το σπίτι του, να υπονομεύουν τη μητέρα του Πηνελόπη, να συνωμοτούν ενάντια στη ζωή του. Πηγαίνει αναζητώντας τον πατέρα του, δεν τον βρίσκει, αλλά τελικά ξανασμίγει μαζί του, σε αμοιβαία αναγνώριση ανάμεσα σε δάκρυα, και τον στηρίζει στην επανίδρυση (αποκατάσταση) του Νόμου. Στο βιβλίο XVI της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος δηλώνει: «Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να διαλέξουν τα πάντα μόνοι τους 
 για τον εαυτό τους, πρώτα από όλα θα ήθελα την επιστροφή του πατέρα».

Όταν συναναστρέφεσαι με πολλούς νέους, αυτή η έλλειψη γίνεται αισθητή στους καλύτερους από αυτούς, μια νοσταλγία για τον πατέρα και, ως ένα βαθμό, για το Δίκαιο, το Νόμο. Η πλειονότητα, δυστυχώς, δεν έχει το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου, αλλά του Νάρκισσου και η ζωή τους σημαδεύεται από μόδες, από την εμφάνιση στα κοινωνικά δίκτυα, την αναμονή για τις διάφορες γιορτές και τα βουητά του Σαββατοκύριακου, από την αντανάκλαση της δικής τους εικόνας, τη θλιβερή αγάπη του εαυτού.

Δεν τους ενδιαφέρει ο διάλογος μεταξύ των γενεών, το πολύ-πολύ τους ενδιαφέρει ο πιο επιπόλαιος ή απεχθής ανταγωνισμός με τους συνομηλίκους. Χορτάτοι μέχρι θανάτου, δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τις κακουχίες, χαμένοι, μόνοι. Όλα όμως ξεκινούν από το ίδιο πρόβλημα: την εκ προμελέτης δολοφονία πατεράδων -σε μικρότερο βαθμό μητέρων- που μετατράπηκε σε υποβοηθούμενη αυτοκτονία από τους ενδιαφερόμενους και το επακόλουθο αυτιστικό κλείσιμο.

Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός τυπογράφος και, όπως ο Σωκράτης, ήξερε ότι δεν ήξερε: αλλά έδινε το παράδειγμα. Τις βασικές αρχές της ζωής, την αγάπη για την οικογένεια, τον σεβασμό προς τους άλλους, το άνοιγμα στην υπέρβαση, τη γαλήνια αποδοχή της κούρασης της σκληρής δουλειάς ακόμα και της ήττας, την ικανότητα να κάνει θυσίες, τά εξασκούσε χωρίς μεγάλα λόγια ή διδακτικές συμπεριφορές. Σήμερα κανείς δεν μάς μιλάει για θυσίες, για πίστη σε κάποιον ή κάτι, για αποδοχή ενός πεπρωμένου.

Οι μητέρες της γενιάς μου, οι τελευταίες που μεγάλωσαν πριν ή κατά τη διάρκεια της μεγάλης αντιστροφής/ανατροπής των αξιών, μας δίδαξαν για τη θυσία: ήταν οι ίδιες εικόνες θυσίας. Έχω ακόμα, μετά από τουλάχιστον 45 χρόνια, ένα αγγλικό λεξικό που είναι το πρώτο πράγμα που απέκτησα με τη «δουλειά». Η μητέρα μου έβαλε τιμή στα ψώνια, στο να στρώνει το κρεβάτι της, στο πλύσιμο του αυτοκινήτου της και ούτω καθεξής. Ποτέ δεν ξέχασα την περηφάνια που πλήρωσα –ήταν μερικές χιλιάδες λιρέτες– το Piccolo Orlandi με το σκληρό εξώφυλλο και το Union Jack. Όσο για τον καταναλωτισμό στις πρώτες μέρες του, αρκούσε να πούμε ότι «ήταν πράγματα για κυρίους» και η περηφάνια για την ταυτότητά μας ως γιοι εργατών και τεχνιτών μας έκανε διαφορετικούς, δύσπιστους προς τη μόδα και τα συμβολικά αντικείμενα: έμεινα έκπληκτος από τήν για μένα ανεξήγητη επιθυμία των συντρόφων μου στο Λύκειο για ένα συγκεκριμένο γαλλικό κασκόλ.

Οι σημερινοί πατέρες αυτών των χρόνων είναι ανήσυχες "μαμάδες" που είναι ειδικοί στην αλλαγή πάνας, αλλά δεν είναι πρότυπα, δεν είναι παραδείγματα, κανένας Τηλέμαχος δεν ενδιαφέρεται πραγματικά να περιμένει την επιστροφή τους: το πολύ-πολύ να συμμετάσχουν στο ίδιο βιντεοπαιχνίδι, πιο συχνά απλώς να βάλουν το χέρι στο πορτοφόλι τους.

Αλλά τότε, γιατί να διαφωνεί η νεότερη γενιά με την παλαιότερη;  Ο κοινός προσανατολισμός, που γίνεται αποδεκτός μέσω της αναγκαστικής επανάληψης, είναι ότι οι νέες ιδέες είναι πάντα καλύτερες από τις παλιές, όπως και τα αγαθά. Το παρελθόν είναι ενεργοποιημένο, οι πατέρες και οι μητέρες είναι «γονιός 1» και «γονέας 2», η αρχή της ευχαρίστησης έχει υπερκεράσει αυτήν της πραγματικότητας, ακόμη και οι διανοούμενοι που ανησυχούν ειλικρινά για τη στροφή του χρόνου, όπως ο λακανικός δάσκαλος και κλινικός ψυχαναλυτής Massimo Recalcati, απαγορεύουν την επιστροφή του Οδυσσέα. Το πολύ-πολύ, μετά το ηλιοβασίλεμα του πατέρα, ζητούν μια φιγούρα που να διεγείρει συμβολικά «την επιθυμία», ή, στη γλώσσα τους, κάποιον που μαρτυρεί τη δυνατότητα του νόμου και της μετάδοσης. Ο ίδιος ο Ρεκαλκάτι δηλώνει ότι ο γιος «θα μπορέσει να βρει τον πατέρα του μόνο με το πρόσχημα ενός μετανάστη χωρίς πατρίδα».

Δεν είναι έτσι, δεν μπορεί να είναι. Η σιωπή των γενεών δεν είναι μόνο ο σολιψισμός όσων ζουν τη ζωή με τα ακουστικά του I-Phone, ανταλλάσσουν τη ζωή με τα ψώνια, που χαίρονται με τα «like» στις αναρτήσεις στο Facebook ή με τη φτηνή πτήση που κατάφεραν να κλείσουν online ή, αντίθετα, αυτή η σιωπή εκείνων που πιστεύουν ότι έχουν εξαντλήσει τα καθήκοντά τους με την οικονομική συντήρηση των παιδιών και με τα ναι που λένε μπροστά σε κάθε αίτημα.

Οι νέοι χρειάζονται επίσης δασκάλους, πρότυπα, ακόμη και ήρωες και πρέπει να είναι άνθρωποι που αναγνωρίζουν, με τους οποίους να μπορούν να ταυτιστούν. Πολύ λυπηρό ήταν το αποτέλεσμα της διάσημης και πολύ επιτυχημένης φράσης του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Τυχεροί αυτοί που δεν χρειάζονται ήρωες». Έχοντας εξαντλήσει τα πρότυπα, έχοντας απαξιώσει τους ήρωες, αυτό που μένει είναι το κενό, καί η σιωπή εκείνων που δεν ρωτάνε πια, επειδή ξέρουν ότι δεν θα έχουν απαντήσεις.

Οι πιο εύθραυστοι είναι οι νεαροί άνδρες:  η κυριαρχία του φύλου τους καταργήθηκε από τους πατέρες, οι συνομήλικές τους είναι, ή φαίνονται, πιο συγκεκριμένες και αποφασιστικές, και μεγάλωσαν και μετά εκπαιδεύτηκαν σχεδόν πάντα από γυναίκες: μητέρες, δασκάλες, καθηγήτριες. Μόνο μια φεμινίστρια όπως η Ida Magli, η ανθρωπολόγος που πέθανε πριν από λίγους μήνες, θα μπορούσε να επισημάνει με φλογερά λόγια πόσο δραματικό είναι, για το μέλλον της Δύσης, να έχει εξαλειφθεί ό,τι είναι ειδικά αρσενικό/ανδρικό από τους νεαρούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Γελοία ηθικολογία, γενικευμένη ενοχή, άγχος απόδοσης, ενοχοποιητικές στάσεις, συμπεριφορές, ένστικτα. Μόνο η τρομερή κατηγορία του "ματσισμού" μπορεί να είναι τόσο τρομακτική όσο εκείνη του ρατσισμού.

Ο Άμλετ, ο λογοτεχνικός μύθος της ανασφάλειας, ανίκανος να είναι κληρονόμος, τελειώνει την ανθρώπινη ιστορία του, δηλητηριασμένος από το σπαθί του Λαέρτη, λέγοντας «όλα τα άλλα είναι σιωπή».

Η υπερμοντέρνα σουρεαλιστική σιωπή που είχε υπερυψώσει ο Αντονιόνι στα αλλόκοτα πλάνα και στις ατελείωτες, ενοχλητικές σεκάνς των ταινιών του, δεν είναι πολύ διαφορετική.

Οι γενιές σιωπούν, άλλες από αδιαφορία, άλλες επειδή πραγματικά δεν έχουν τίποτα να πουν, άλλες από αποστροφή ή επειδή δεν υπάρχει κοινός κώδικας κατανόησης, και η έλλειψη επικοινωνίας είναι χειρότερη από τη διαφημιστική εκστρατεία, πιο επιβλαβής από κηρύγματα εκείνων που συνεχίζουν να θεωρητικοποιούν και να νομιμοποιούν τις πιο αφηρημένες, παράλογες και ανόητες ελευθερίες (εφόσον αποτελούν αντικείμενο οικονομικής ανταλλαγής!) που εφηύρε  ποτέ η ανθρωπότητα.

Ανάμεσα σε ανύπαρκτους πατέρες, αγενείς, 
φλύαρους και άθεους ιερείς, άρχουσες τάξεις που ούτε ξέρουν ούτε θέλουν να διευθύνουν/ηγηθούν, αλλά εκμεταλλεύονται μόνο τα προνόμια του ρόλου τους, δασκάλους που περιμένουν το κουδούνι περισσότερο από τους μαθητές, νέους που έλκονται από τα ναρκωτικά, την κατανάλωση και τις ψυχαναγκαστικές εμπειρίες, η μόνη κοινή γλώσσα είναι συμβουλές για ψώνια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου