Ο άγιος Αντώνιος, το πρώτο άνθος της Ερήμου, γεννήθηκε περί το 250 στο μικρό χωριό Κόμα (σημ. Κιμάν αλ-Αριάς στην περιοχή Αλ-Ουαστά της Μέσης Αιγύπτου). Οι γονείς του, ευγενείς και πλούσιοι χριστιανοί, τον ανέθρεψαν με πίστη και φόβο Θεού. Ανέλαβαν οι ίδιοι την μόρφωση του γιου τους, γιατί ο Αντώνιος δεν αρεσκόταν να συμμετέχει στα θορυβώδη παιγνίδια των άλλων παιδιών και περιφρονούσε τις θύραθεν επιστήμες. Δεν έβγαινε από το σπίτι παρά για να πάει στην εκκλησία, όπου παρακολουθούσε προσεκτικά την ανάγνωση των ιερών βιβλίων και την εξιστόρηση των άθλων των αγίων. Γύρω στα είκοσί του χρόνια, ο θάνατος των γονέων του τον άφησε κύριο της οικογενειακής περιουσίας και μόνον υπεύθυνο για την ανατροφή της μικρότερης αδελφής του. Μια ημέρα, καθώς πήγαινε στην εκκλησία συλλογιζόμενος την ειρηνική και αμέριμνη ζωή των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανών, άκουσε να διαβάζουν την ευαγγελική ρήση: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό· κι έλα να Με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21). Πεπεισμένος ότι διαβάστηκε ειδικά γι’ αυτόν, πήγε και μοίρασε χωρίς χρονοτριβή όλα τα κτήματα που διέθετε, πούλησε τα υπάρχοντά του, μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς και δεν κράτησε παρά τα απαραίτητα για την αποκατάσταση της αδελφής του. Μια άλλη φορά ακούγοντας να διαβάζουν την ευαγγελική ρήση: «Μην αγωνιάτε για το αύριο» (Ματθ. 6, 34), αποφάσισε να αποταχθεί οριστικά τον κόσμο, να μοιράσει το υπόλοιπο της περιουσίας του, να εμπιστευθεί την αδελφή του σε έναν ενάρετο άνθρωπο, να εγκαταλείψει το σπίτι του και να ασπασθεί τον ασκητικό βίο.
Την εποχή εκείνη δεν είχαν συσταθεί ακόμη μοναστήρια. Συναντούσε κανείς μόνο κάποιους ανθρώπους του Θεού οι οποίοι ζούσαν μοναχικά όχι μακριά από το χωριό τους, νηστεύοντας και προσευχόμενοι. Ένας από αυτούς τους γέροντες έμενε εκεί κοντά. Ο Αντώνιος έβαλε σκοπό να τον μιμηθεί. Εγκασταστάθηκε κι εκείνος σ’ ένα απομονωμένο μέρος, όπου με τον νου απαλλαγμένο από κάθε μέριμνα και κάθε ενθύμηση της περασμένης του ζωής, εργαζόταν με τα χέρια του, μοίραζε τα περισσεύματά του στους πτωχούς, μελετούσε τα ιερά βιβλία και προσπαθούσε να φυλάξει αδιατάρακτη την προσευχή μέσα στην καρδιά. Ωσάν μέλισσα, κάθε φορά που άκουγε να επαινούν την αρετή κάποιου ασκητή, προσέτρεχε σ’ αυτόν, παρατηρούσε την ταπεινοφροσύνη του ενός, την σκληραγωγία του άλλου, την προσήλωση στην προσευχή ή στην μελέτη και, όταν γύριζε στο κελί του, αγωνιζόταν να συγκεντρώσει πάνω του όλες αυτές τις αρετές.
Ο δαίμονας, που φθονεί κάθε αγαθό έργο των ανθρώπων, μη υποφέροντας να βλέπει τέτοιο ζήλο σε τόσο νέο άνθρωπο, αποφάσισε να τον πολεμήσει. Του υπέβαλε αρχικά την ενθύμηση της περιουσίας που είχε αφήσει, της αδελφής που είχε εγκαταλείψει και όλων των απολαύσεων της περασμένης ζωής του. Ύστερα, του παράστησε με φοβερό τρόπο τις δυσκολίες της ασκητικής ζωής, την αδυναμία του σώματός του, τον μακρύ αγώνα που θα έπρεπε να διεξάγει επί πολλά χρόνια, υποβάλλοντάς του πυκνό νέφος σκοτεινών λογισμών. Καθώς ο Αντώνιος αντιστεκόταν στις επιθέσεις του, μένοντας σταθερός στην πίστη, την υπομονή και την αδιάλειπτη προσευχή, ο Πονηρός επιτέθηκε σε άλλο μέτωπο. Τον κατέκλυσε με ακάθαρτους λογισμούς και τον ερέθισε με άσεμνες νύξεις. Και βλέποντας ότι ο Αντώνιος αντιστεκόταν σθεναρά, μία νύχτα μεταμορφώθηκε σε γυναίκα που του έκανε προκλητικές χειρονομίες. Όμως, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού τον απώθησε περιφρονητικά ψάλλοντας: «Ο Κύριος είναι βοηθός και σύμμαχός μου, γι’ αυτό κι εγώ θα δω τους εχθρούς μου νικημένους και ταπεινωμένους μπροστά στα πόδια μου» (βλ. Ψαλμ. 117, 7). Ήταν όντως πεπεισμένος ότι δεν ήταν εκείνος που κατήγαγε αυτή την πρώτη νίκη, αλλά η Χάρη του Θεού που ενοικούσε μέσα του (βλ. Α΄ Κορ. 15, 10). Σοφά κατηχημένος από την μελέτη των αγίων Γραφών για τις διάφορες μηχανεύσεις των δαιμόνων, ο Αντώνιος δεν εφησύχασε. Πάντα γρηγορών, εργαζόταν με ακόμη περισσότερη φροντίδα να καθυποτάξει το σώμα του, από φόβο μήπως, νικητής σε μια μάχη, βρεθεί ηττημένος σε άλλη. Έχοντας εδραιώσει την απόφαση στην οσιακή πολιτεία του, δεν κουραζόταν πια να περνά όλη την νύχτα προσευχόμενος, δεν έτρωγε παρά λίγο ψωμί και αλάτι κάθε δύο ημέρες και αρνιόταν κάθε ανθρώπινη παρηγορία. Χωρίς να συλλογιέται πόσα χρόνια διήγε στην ασκητική βιοτή «έκανε ό,τι μπορούσε για να φτάσει αυτά που ήταν μπροστά του» (βλ. Φιλιπ. 3, 14)· θεωρούσε την κάθε ημέρα ως απαρχή της ασκήσεώς του, οικειοποιούμενος τα λόγια του Προφήτη Ηλία: «Στον ζωντανό Θεό θα παρουσιαστώ σήμερα» (βλ. Γ΄ Βασ. 18, 15).
Με αυτόν τον τρόπο ο Αντώνιος πέρασε στην αντεπίθεση: επέλεξε για κατάλυμα έναν από τους αρχαίους τάφους που είχαν σκάψει οι ειδωλολάτρες. Μη υποφέροντας τέτοια πρόκληση, ο Σατανάς ήρθε να τον πολιορκήσει την νύχτα με ολόκληρη λεγεώνα δαιμόνων. Του κατάφεραν τόσα πλήγματα, ώστε τον άφησαν καταγής καταπληγωμένο. Όταν ο φίλος που φρόντιζε να του πηγαίνει τροφή τον βρήκε σ’ αυτήν την κατάσταση, ημιθανή σχεδόν, τον έφερε εσπευσμένα στον ναό του χωριού. Μόλις όμως ο Αντώνιος συνήλθε, τον παρακάλεσε να τον μεταφέρει ξανά στον τάφο. Ανίκανος να σταθεί όρθιος, προσευχόταν ξαπλωμένος και προκαλούσε θαρραλέα τους δαίμονες, οι οποίοι εισήλθαν στον τάφο με την μορφή κάθε λογής θηρίων και ερπετών. Ο ανδρείος μαχητής πολιορκούμενος από παντού τους απωθούσε φωνάζοντας: «Αν είχατε την παραμικρή εξουσία, θα αρκούσε ένας από σας για να με καταβάλει. Επειδή όμως ο Χριστός σάς αφαίρεσε την δύναμη, προσπαθείτε να με τρομάξετε με την πληθώρα σας. Το γεγονός ότι έχετε υποβιβασθεί να παίρνετε το σχήμα των άλογων ζώων, είναι γνώρισμα της αδυναμίας σας. Αν έχετε κάποια δύναμη εναντίον μου, εμπρός, μη καθυστερείτε άλλο, επιτεθείτε! Αν δεν έχετε δύναμη, σταματήστε να πηγαινοέρχεσθε έτσι. Το σημείο του Σταυρού και η Πίστη αποτελούν τείχος απόρθητο!». Οι δαίμονες στην αδυναμία τους, δεν μπορούσαν παρά να τρίζουν τα δόντια από θυμό. Τέλος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήλθε σε βοήθειά του, η στέγη άνοιξε και μία ακτίνα φωτός έτρεψε σε φυγή τα πνεύματα του σκότους. Ο Αντώνιος ρώτησε: «Πού ήσουν, Κύριε; Γιατί δεν σταμάτησες νωρίτερα αυτή την μάχη;». Ο Χριστός τού αποκρίθηκε: «Εδώ ήμουν, στο πλευρό σου. Ήθελα όμως να παρακολουθήσω τον αγώνα σου. Επειδή αντιστάθηκες με τόση υπομονή, θα είμαι από εδώ και πέρα πάντα ο υπερασπιστής σου και θα καταστήσω το όνομά σου ένδοξο σε ολόκληρη την γη».
Ο Αντώνιος, τριάντα πέντε χρόνων τότε (286), ύστερα από τους αγώνες αυτούς αισθάνθηκε να δυναμώνει ο ζήλος του και αποφάσισε να αποσυρθεί ολομόναχος στην έρημο. Έφθασε στην ανατολική όχθη του Νείλου, βρήκε πάνω στο βουνό ένα παλιό φρούριο εγκαταλειμμένο και, αφού έδιωξε τα ερπετά που το κατοικούσαν, εγκαταστάθηκε εκεί σε απόλυτη ησυχία, απαγορεύοντας την είσοδο σε όλους. Έμεινε επί είκοσι χρόνια στο καταφύγιο αυτό, όπου κάθε έξι μήνες ερχόταν ένας φίλος και του έριχνε ψωμί πάνω από το τείχος. Ωστόσο, πολλοί ήσαν εκείνοι που πήγαιναν, παρακινημένοι από την φήμη του οσίου. Κάθονταν έξω από το τείχος και άκουγαν να έρχεται από το εσωτερικό του φρουρίου μεγάλη βοή και αναταραχή και τις φωνές των δαιμόνων να αντηχούν μανιασμένες εναντίον εκείνου που τόλμησε να κατοικήσει στο άντρο τους. Μία ημέρα, οι επισκέπτες παραβίασαν την θύρα και αντίκρισαν τον άγιο Αντώνιο ακτινοβολούντα ωσάν να έβγαινε από κάποιο μυστικό θυσιαστήριο και με την όψη αναλλοίωτη ύστερα από είκοσι χρόνια, παρ’ όλες τις κακοπάθειες της σαρκός. Έκτοτε, συμφώνησε να δέχεται μαθητές, ο αριθμός των οποίων συνεχώς μεγάλωνε. Ίδρυσε δυο μοναστήρια: το ένα ανατολικά του Νείλου, στο Πισπίρ (σημ. Νταγιάρ-αλ-Μαϊμούν), το άλλο στην αριστερή όχθη, όχι μακριά από την Αρσινόη. Με ειρηνική καρδία και νου ακλόνητα προσηλωμένο στον Θεό, ο άγιος Αντώνιος είχε την δύναμη να συμφιλιώνει τους εχθρούς μόνο με την παρουσία του, να κάνει να βασιλεύει η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και να θεραπεύει τους αρρώστους με την προσευχή. Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος δίδασκε στους μαθητές του την πνευματική επιστήμη. Τους συνιστούσε να μην αφήνουν ποτέ να τους αποθαρρύνουν οι δοκιμασίες ή να ψυχραίνεται ο αρχικός τους ζήλος, αλλά απεναντίας να τον αυξάνουν, σαν να άρχιζαν κάθε μέρα για πρώτη φορά, συλλογιζόμενοι τα λόγια του Αποστόλου: «κάθε ημέρα εγώ πεθαίνω» (Α΄ Κορ. 15, 31).
Έλεγε: «Ας προσπαθήσουμε να μην κατέχουμε παρά μονάχα ό,τι θα πάρουμε μαζί μας στον τάφο: προπαντός την αγάπη, την πραότητα, την δικαιοσύνη. Η αρετή, δηλαδή η Βασιλεία των Ουρανών, δεν έχει ανάγκη παρά μόνον της βουλήσεώς μας, γιατί «είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21) και από εμάς τους ίδιους αποκτάται (Ματθ. 11, 12). Στην πραγματικότητα η αρετή έγκειται στην διατήρηση της ψυχής μας στην καθαρότητα και την ωραιότητα με την οποία επλάσθη. Φυλάσσοντας άγρυπνα την καρδιά μας από κάθε μολυσμό κακού λογισμού, από φιλήδονους ερεθισμούς και παράφορο θυμό, θα μπορούμε να αντιστεκόμαστε στις επιθέσεις των δαιμόνων που μας περιτριγυρίζουν και μηχανεύονται τα πάντα με σκοπό να εμποδίσουν τους χριστιανούς να ανεβούν στον ουρανό και να καταλάβουν την θέση από την οποία εκδιώχθηκαν εξαιτίας της αλαζονείας και της ανυπακοής τους. Μόνο προσκαρτερώντας με σταθερή άσκηση και πολλή προσευχή, μπορούμε να λάβουμε από το Άγιο Πνεύμα το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, για να αντιμετωπίσουμε τις μηχανεύσεις τους. Στην αρχή επιτίθενται υποβάλλοντας ακάθαρτους λογισμούς· κατόπιν, εάν τους αποδιώξει κανείς με πίστη, νηστεία και προσευχή, επιτίθενται εκ νέου υποβάλλοντας διάφορες φαντασιώσεις με σκοπό να μας τρομάξουν. Διωγμένοι γι’ άλλη μια φορά με την δύναμη του Χριστού, επιχειρούν τότε να μας εξαπατήσουν παριστάνοντας ότι προλέγουν τα μέλλοντα να συμβούν, ενώ μόνον ο Θεός τα γνωρίζει ως Παντογνώστης. Χάρη στην ελαφρότητα και κινητικότητα της ασώματής τους φύσεως, μπορούν να εξαπατήσουν τους αστήρικτους. Εάν μένουμε ακλόνητοι, τότε ο ίδιος ο αρχηγός τους, ο Σατανάς, παρουσιάζεται μέσα σε πομπή περιβαλλόμενος με απατηλό φως, απεικόνιση του πυρός που ετοιμάζεται γι’ αυτόν στην αιωνιότητα, και υποβάλλει οράσεις, αποκαλύψεις, ασκητικά ανδραγαθήματα και κάθε λογής παγίδες, για να μας ρίξει στην έπαρση και την πλάνη. Να μη φοβηθείτε όλες αυτές τις επιθέσεις. Έχοντας χάσει την δύναμή τους από την Ενσάρκωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μη μπορώντας διόλου να ησυχάσουν, δεν τους μένει άλλο παρά να μας απειλούν με λόγια, με θορύβους και με μάταιες εμφανίσεις. Εάν είχαν κάποια εξουσία, δεν θα ήταν ανάγκη να στήσουν τέτοια παράσταση και θα είχαν από καιρό ανακόψει την ανάπτυξη και την πρόοδο των χριστιανών. Μονάχα τον Θεό πρέπει να φοβόμαστε και, όχι απλώς να μην δειλιάζουμε απέναντι στους δαίμονες, αλλά να τους περιφρονούμε. Τίποτε δεν φοβούνται περισσότερο από την νηστεία των μοναχών, την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή, την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς. Αν σας φανερωθεί κάτι, μην ταραχθείτε, αλλά ρωτήστε αυτόν που παρουσιάσθηκε, ποιος είναι και από πού έρχεται. Εάν η εμφάνιση είναι αγία, θα διαλυθούν πάραυτα οι αμφιβολίες σας και θα μεταβληθεί ο φόβος σας σε χαρά. Εάν προέρχεται από τον διάβολο, αυτός θα τραπεί σε φυγή μόλις δει την σταθερότητά σας. Όλες αυτές οι δοκιμασίες είναι προς όφελός σας: αν λείψουν οι πειρασμοί, κανείς δεν θα σωθεί. Χάρη στον άγιο Αντώνιο, «η έρημος μεταβλήθηκε σε πόλη που κατοικήθηκε από πλήθος μοναχών, οι οποίοι αποτάχθηκαν τον κόσμο ώστε να μιμηθούν την αγγελική ζωή» (βλ. Άγιος Αθανάσιος· «Βίος και πολιτεία του οσίου Αντωνίου», 14, 7, ΕΠΕ 11, 47). Όλες αυτές οι κοινότητες μοναχών έμοιαζαν με ναούς, όπου άνθρωποι ενωμένοι σε γλυκιά αρμονία λόγω του ενός, μοναδικού και κοινού σκοπού, εγκαταβίωναν ψάλλοντας ύμνους, μελετώντας τις άγιες Γραφές, νηστεύοντας και προσευχόμενοι με την χαρά και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών.
Την εποχή εκείνη ο Μαξιμίνος Δάιας είχε εξαπολύσει ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών στην Αίγυπτο και έπνιξε την Αλεξάνδρεια στο αίμα (308). Ο Αντώνιος, φλεγόμενος από τον πόθο να κατακτήσει τον στέφανο του μαρτυρίου, ήλθε στην Αλεξάνδρεια και θαρραλέα ριψοκινδύνευσε την ζωή του διακονώντας τους ομολογητές της Πίστεως. Παρά τον διάπυρο πόθο του να συμμεριστεί το μαρτύριό τους, ο Θεός τού επεφύλαξε άλλους αγώνες. Δεν τον συνέλαβαν και, έτσι, ο Αντώνιος επέτρεψε στην μοναστική του κοινότητα, όπου συνέχισε το αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως, διπλασιάζοντας τον ασκητικό του κανόνα. Εξακολουθούσε να επιτελεί θαύματα και, μολονότι παρέμενε έγκλειστος, δεν έπαυαν να συρρέουν επισκέπτες στο ερημητήριό του. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε να αποσυρθεί ακόμη πιο βαθιά μες στην έρημο. Ακολούθησε ένα καραβάνι βεδουίνων και έφθασε οδοιπορώντας μέχρι το όρος Κοζλίμ (Κουολζούμ ή Όρος Αγίου Αντωνίου) που βρισκόταν προς το μέρος της Ερυθράς Θάλασσας στην έρημο, τρεις ημέρες απόσταση από τον Νείλο, όπου εγκαταστάθηκε κατόπιν θείας πληροφορίας. Καλλιεργούσε λίγα οπωροκηπευτικά για να τρέφεται. Αγρίμια και θηρία έρχονταν να πιουν στην πηγή εκεί κοντά και χαλούσαν το περιβόλι. Ο άγιος τα επέπληξε και τα ζώα δεν ξαναπλησίασαν. Σπάνιες ήταν οι επισκέψεις των μαθητών του και ο Αντώνιος μπορούσε πλέον να αφοσιωθεί χωρίς περισπασμούς στην θεωρία και στον αγώνα κατά της μανίας των δαιμόνων. Ο νους του έμεινε ακλόνητος και ατάραχος όπως το όρος Σιών, και η παρρησία του προς τον Κύριο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έφευγαν οι δαίμονες και τα θηρία συμβίωναν ειρηνικά μαζί του.
Ύστερα από πολλά χρόνια ο Αντώνιος, σε προχωρημένη ήδη ηλικία, συγκατένευσε να επισκεφθεί τους μαθητές του στο Πισπίρ, στην δεξιά όχθη του Νείλου. Καθ’ οδόν έκανε να αναβλύσει νερό στην έρημο, για να πιουν οι συνοδοιπόροι του που υπέφεραν από δίψα. Με πολύ μεγάλη χαρά υποδέχθηκαν στην κοινότητα τον άνθρωπο του Θεού και για όλους τους μοναχούς η επίσκεψή του έγινε αφορμή να αναζωπυρωθεί ο ζήλος τους για τον αγώνα της αρετής. Μέγα πλήθος τον ακολούθησε όταν επέστρεψε στο όρος του: άλλοι τον παρακαλούσαν να θεραπεύσει τις σωματικές τους ασθένειες, άλλοι έρχονταν για να λάβουν πνευματική παρηγορία και καθοδήγηση. Ο άγιος έδινε στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, όπως ο Θεός ο Ίδιος. Δεν διέκοπτε την σιωπή του παρά μόνον από το Άγιο Πνεύμα και μιλούσε τότε με λόγια της Αγίας Γραφής σαν να ήταν εκείνος ο συγγραφέας τους. Έλεγε με ένθεη παρρησία: «Δεν φοβούμαι πλέον τον Θεό, αλλά Τον αγαπώ! Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο!». Για τον λόγο αυτό στην διδασκαλία του υπογράμμιζε προπαντός την αγάπη προς τους αδελφούς και την ανάγκη καθάρσεως της καρδίας. Έλεγε ακόμη: «Η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται από τον πλησίον. Εάν κερδίσουμε τον αδελφό μας, κερδίζουμε τον Θεό. Εάν όμως είμαστε αφορμή αμαρτίας για τον αδελφό μας, αμαρτάνουμε ενώπιον του Χριστού». Ως πατέρας φιλεύσπλαχνος, ήξερε να μετριάζει στην κατάλληλη στιγμή την άσκηση των μαθητών του, διδάσκοντάς τους αυτό που είχε μάθει από έναν άγγελο: να εναλλάσσουν με διάκριση την νοερά προσευχή, την ψαλμωδία και το εργόχειρο ώστε να αγωνίζονται κατά της ακηδίας. Επωμιζόταν σαν να ήταν δικές του τις συμφορές όσων κατέφευγαν σ’ αυτόν και προσευχόταν για τον καθένα τους. Όταν ο Θεός επιτελούσε δι’ αυτού μια ίαση, Τον ευχαριστούσε· και όταν του την αρνιόταν, πάλι Τον ευχαριστούσε και παρακινούσε τον πάσχοντα να συνεχίζει να ελπίζει.
Μια ημέρα, την ώρα της προσευχής, ο άγιος Αντώνιος αρπάχτηκε με το πνεύμα του και υψώθηκε σωματικά στον αέρα από αγγέλους που απομάκρυναν την ορδή των δαιμόνων, οι οποίοι απαιτούσαν να απολογηθεί για όλη την διαγωγή του από τότε που γεννήθηκε. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε τέτοια λάμψη καθαρότητας και όλες οι κινήσεις του σώματος πρόδιδαν τέτοια απάθεια ψυχής, ώστε καταύγαζε γύρω του φως ειρήνης, χαράς και πραότητας. Χωρίς να δηλώσει καν ποιος είναι, όλοι όσοι τον έβλεπαν ελκύονταν ακατάσχετα προς εκείνον. Μπορούσε να διαβάσει την καρδιά τους σαν ανοιχτό βιβλίο ωσάν έμπειρος ιατρός, και τους έδινε πάντα το κατάλληλο φάρμακο. Όλη η Αίγυπτος τον θεωρούσε πατέρα και ιατρό της, προσωπικότητες από τις πλέον υψηλά ιστάμενες έφτασαν στην μακρινή έρημο για να συνομιλήσουν μαζί του ή απλώς για να λάβουν την ευλογία του. Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος και οι γιοι του έγραψαν επιστολές στον ταπεινό μοναχό ωσάν προς τον πατέρα τους.
Χωρίς να αποσπάται από όλες αυτές τις τιμές και με τον νου αδιάκοπα στραμμένο στην παρουσία του Θεού εντός του, ο Αντώνιος είχε επιπλέον διδαχθεί από τον Θεό όλη την γνώση που χρειαζόταν για να αποστομώνει τους σοφούς του κόσμου. Έλληνες φιλόσοφοι, επαιρόμενοι για την μάταιη γνώση τους, ήλθαν να επισκεφθούν με περιφρόνηση αυτόν τον αγράμματο μοναχό για τον οποίο μιλούσε όλη η Αίγυπτος. Με λίγα λόγια του ο άνθρωπος του Θεού κλόνισε την αλαζονεία τους. Κατέδειξε πώς η σοφία τούτου του κόσμου κατέστη μωρά από την μωρία του Σταυρού, αποδείχνοντάς τους την ανοησία των μύθων τους που καταβιβάζει τον Θεό σε ομοιώματα ζώων ή άψυχων αντικειμένων, ενώ η Διδασκαλία του Χριστού ανεβάζει τον άνθρωπο σε άχραντη κοινωνία με την θεία φύση. Τους έκανε να αναγνωρίσουν ότι αυτό που οι χριστιανοί γνωρίζουν με την πίστη και την δύναμη του βιώματος, εκείνοι μάταια επιχειρούν να το φθάσουν με τις συζητήσεις και τους συλλογισμούς. Επισφράγισε, τέλος, την νίκη του λυτρώνοντας δαιμονισμένους με την δύναμη του Χριστού και οι επισκέπτες του αποχώρησαν αποσβολωμένοι.
Ο άγιος Αντώνιος σεβόταν ιδιαίτερα τους κληρικούς και τους ταγούς της Εκκλησίας. Ήταν βέβαια ξένος από κάθε εκκλησιαστική υπόθεση, όμως υποστήριζε σθεναρά την Ορθόδοξη Πίστη, που κινδύνευε σε εκείνους τους ταραγμένους καιρούς. Όταν οι οπαδοί του Αρείου στην Αλεξάνδρεια διέδωσαν ότι ο ξακουστός ερημίτης συμμεριζόταν την ανόητη διδασκαλία τους, ο άγιος δεν δίστασε να αφήσει το ησυχαστήριό του, να έλθει στην τύρβη της μεγαλούπολης και να ομολογήσει καθαρά και απερίφραστα, ενώπιον του λαού που έτρεξε να τον δει, την πίστη του στην θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, την ακράδαντη προσήλωσή του στο δόγμα της Συνόδου της Νικαίας και την αμέριστη υποστήριξή του στον άγιο Αθανάσιο τον Μέγα (338).
Όταν έφθασε σε ηλικία εκατόν πέντε ετών, πήγε κατά την συνήθειά του να επισκεφθεί τους μοναχούς που είχαν εγκατασταθεί σε ένα βουνό ακόμη πιο βαθειά μες στην έρημο και να τους αναγγείλει με χαρά ότι ο Θεός θα τον καλούσε σύντομα στην αληθινή πατρίδα, την Άνω Ιερουσαλήμ. Τους εμψύχωσε παρακινώντας τους να επιμένουν στην άσκηση, σαν να επρόκειτο να πεθάνουν την επόμενη μέρα, να μιμούνται το παράδειγμα των αγίων και να τηρούν με επιμέλεια την παράδοση των θεόπνευστων Πατέρων, αποφεύγοντας κάθε σχέση με αιρετικούς. Ύστερα επέστρεψε στην βαθειά έρημο με δύο υποτακτικούς: τον Μακάριο [19 Ιαν.] και τον Αμάτα. Πριν παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, έδωσε εντολή να μη μεταφέρουν την σορό του στην Αίγυπτο, από φόβο μήπως την ταριχεύσουν σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά έθιμα που ίσχυαν ακόμη. Διέταξε να τον ενταφιάσουν σε μέρος άγνωστο σε όλους. Κληροδότησε ένα μέρος από τα ενδύματά του στους δύο μεγάλους ομολογητές της Ορθοδοξίας: τον άγιο Αθανάσιο [18 Ιαν και 2 Μαΐ.] και τον άγιο Σεραπίωνα Θμούεως [21 Μαρτ.] και την μάλλινη μηλωτή του στους δύο υποτακτικούς του, ώστε να προστατεύονται αοράτως από αυτόν. Ύστερα, άπλωσε τα πόδια και με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά, σαν να συναντούσε φίλους, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Θεό (17 Ιανουαρίου του 356).
Η φήμη του ως Πατήρ των μοναχών και ως Πατήρ πατέρων απλώθηκε ως τα πέρατα της οικουμένης και εδώ και πολλούς αιώνες ο «Βίος» του, γραμμένος με αγάπη και αφοσίωση από τον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, προσφέρει ένα τέλειο πρότυπο της οδού που πρέπει να ακολουθήσουν κατά την οικεία τους έφεση και δύναμη οι πραγματικοί εραστές του Θεού για να φθάσουν στην ζωογόνα τελειότητα της Χριστιανικής ζωής. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος [25 Ιαν. και 30 Ιαν.] γράφει ότι ο «Βίος» του αγίου Αντωνίου είναι «μια νομοθεσία για τον μοναχικό βίο μέσα από την πλοκή της διηγήσεώς του» (Λόγος 21, 5, PG 35, 1088).
Το λείψανο του αγίου Αντωνίου φαίνεται πως αποκαλύφθηκε ύστερα από όραμα το 561 και μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Γύρω στο 635, λόγω της απειλούμενης αραβικής εισβολής, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, περί το 1070, σύμφωνα με μαρτυρία της δυτικής παράδοσης, ένας άρχοντας της Ντωφινέ μετέφερε το τίμιο λείψανο στην Γαλλία (Άγιος Αντώνιος της Ντωφινέ) όπου αποτελεί μέχρι και σήμερα σεβάσμιο αντικείμενο ονομαστού προσκυνήματος.
Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος), σελ. 173–181.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου