Η Ήπειρος είναι Μία, Ενιαία και Αδιαίρετη. Το αδιαίρετο αυτό της Ηπείρου διασπάστηκε και τεμαχίστηκε από τους ισχυρούς της γης.
Το 1913 η Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και ενσωματώθηκε με τον εθνικό κορμό. Όμως, το βόρειο τμήμα της, το οποίο για διπλωματικούς λόγους έμελλε να λέγεται «Βόρειος Ήπειρος», υπήχθη στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Συμπληρώνονται 105 χρόνια από την κήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Η «αποκοτιά» των Βορειοηπειρωτώννα αντισταθούν στη διχοτόμηση της Ηπείρου, διατρανώνοντας ενόπλως την αντίθεσή τους, αποτελεί το αποκορύφωμα της πικρίας και της απογοήτευσής τους.
Για να πάρουμε μια γεύση των γεγονότων εκείνης της εποχής είναι ανάγκη να διατρέξουμε, έστω και επιγραμματικά, στα γεγονότα που σηματοδότησαν την ίδρυση του αλβανικού κράτους και την παραχώρηση σ’ αυτό ηπειρωτικών εδαφών.
Η ίδρυση του αλβανικού κράτους είναι απόρροια των Βαλκανικών Πολέμων, όταν Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι, μετά τους νικηφόρους πολέμους, μοιράστηκαν τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η πλειοψηφία των Αλβανών παραμένει και σήμερα μουσουλμανική. Στους Βαλκανικούς Πολέμους ταυτίστηκε με τον κυρίαρχο και μάλιστα βοήθησε τους πολιορκημένους Τούρκους των Ιωαννίνων με εφόδια και συνέχισε να τους βοηθάει ως την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό. Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι Αλβανοί κέρδισαν την ανεξαρτησία τους στηριζόμενοι, από το ένα μέρος στο αίμα που έχυσαν οι αντίπαλοί τους νικητές και από το άλλο στη στήριξη και βοήθεια των τότε Μεγάλων Δυνάμεων.
Η αντίθεση της Αυστροουγγαρίας προς τις βλέψεις των Σέρβων στα Βαλκάνια και η φιλοδοξία της Ιταλίας να εποπτεύει στην Αδριατική ευνόησαν τους Αλβανούς, οι οποίοι δεν είχαν καμιά δυνατότητα να ασκήσουν πολιτική για εδαφικές διεκδικήσεις. Η διχοτόμηση της Ηπείρου οφείλεται στη μισελληνική πολιτική της Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, οι οποίες «στραγγάλισαν» τα ελληνικά δικαιώματα σε περιοχές, που εθνολογικά, ιστορικά, πολιτικά, θρησκευτικά, αποτελούν αδιαίρετο κομμάτι του ελλαδικού κορμού. Ο ανταγωνισμός τους είχε ως αποτέλεσμα τον «παρά φύση τοκετό» του αλβανικού κράτους.
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 ο Ισμαήλ Κεμάλ μπέης Βλιώρα κήρυξε στην Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου (7 Δεκ. 1912) αναγνώρισε την αυτονομία της Αλβανίας και όρισε Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη των συνόρων μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας.
Γιορτάζουμε οι Ηπειρώτες τα «Ελευθέρια» της πόλης και της Ηπείρου. Να θυμηθούμε πως, πριν από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε, από τον Μάρτιο του 1912 μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το Δέλβινο, τη Χιμάρα, τους Αγίους Σαράντα και στις 7 Δεκεμβρίου την Κορυτσά. Ως τον Μάρτιο του 1913 είχαν απελευθερωθεί το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή και το Αργυρόκαστρο.
Δυστυχώς, οι απελευθερωθείσες αυτές ηπειρωτικές περιοχές δεν χάρηκαν την ελευθερία τους. Η Διεθνής Επιτροπή, με τη συναίνεση της ιταλικής διπλωματίας, κατέληξε στο «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» (Δεκέμβριος 1913), σύμφωνα με το οποίο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, προσκυρώνεται στο αλβανικό κράτος. Αποκόβονται από τον εθνικό κορμό περιοχές που έδωσαν τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες, χρήμα και αίμα, αναγκάζοντας τους κατοίκους να ζήσουν κάτω από τον άλλον αφέντη.
Μπροστά στο διεθνές έγκλημα που διαπράχτηκε, οι Ηπειρώτες αντέδρασαν και αποφάσισαν να υπερασπίσουν την ελευθερία τους. Έκριναν ότι ήταν αποκλειστικά δικό τους δικαίωμα να αποφασίσουν για την τύχη τους. Στο Πανηπειρωτικό Συνέδριο που συνήλθε στην Αθήνα αποφασίστηκε ένοπλη αντίσταση. Η αρχηγία του Αγώνα ανατέθηκε στον εξέχοντα Ηπειρώτη Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου. Ο Γ. Ζωγράφος παραιτήθηκε από τη θέση του Γενικού Διοικητή Ηπείρου και έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της ιδιαίτερης πατρίδας του. Στις 15 Φεβρουαρίου 1914 φθάνει στο Αργυρόκαστρο και σχηματίζει την προσωρινή κυβέρνηση της «Αυτονόμου Ηπείρου».
Στις 17 Φεβρουαρίου η προσωρινή κυβέρνηση με τον Γεώργιο Ζωγράφο, τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, τον Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Καραπάνο, με σημαιοφόρο τον φλογερό δημοσιογράφο Χατζή Πελερέν, ένοπλοι ιερολοχίτες και σύσσωμος ο λαός της περιοχής, συγκεντρώνονται στη γέφυρα του Δρίνου, κάτω από το Αργυρόκαστρο και υψώνουν τη σημαία της Αυτονομίας με τον δικέφαλο αετό. Ο Βορειοηπειρωτικός λαός ανέλαβε αγώνα ευγενικής άμυνας για δικαίωση. Η κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου, με την ανάληψη των ευθυνών του αγώνα, απηύθυνε στο λαό προκήρυξη, η οποία κατέληγε: «…Ελευθέρα ήδη παντός δεσμού, μη δυναμένη δε να συμβιώσει και δη υπό τοιούτους όρους μετά της Αλβανίας ΚΗΡΥΣΣΕΙ η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της, από πάσης προσβολής».
Και ο αγώνας αρχίζει. Ο αυτονομιακός στρατός βαδίζει από νίκη σε νίκη, ενώ οι Αλβανοί υποχωρούν άτακτα.
Οι θριαμβευτικές νίκες των Ηπειρωτών καθιστούν τη θέση τους ευνοϊκή και βλέπουν να δικαιώνεται ο αγώνας τους. Η Διεθνής Επιτροπή, μετά τις νίκες των Ηπειρωτών και την απώθηση των Αλβανών πέρα από τα βορειοηπειρωτικά όρια, αναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου. Εμήνυσε στον Πρόεδρο Γεώργιο Ζωγράφο ότι είναι έτοιμη να υποβάλει κείμενο παραχωρήσεων προς τους Ηπειρώτες, με την προϋπόθεση να σταματήσει η προέλαση του αυτονομιακού στρατού.
Ο Γ. Ζωγράφος δέχτηκε και ακολούθησε πενθήμερη ανακωχή, κατά την οποία διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις που κατέληγαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στις 17 Μαΐου 1914 υπογράφτηκε το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», οι όροι του οποίου τροποποιούσαν ή καλύτερα ανέτρεπαν τελείως τις συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας.
Οι συμφωνίες έγιναν δεκτές σε όλα τα σημεία και χωρίς όρους από την Αλβανία. Περιελάμβαναν δε και τα εξής: 1) Η Βόρειος Ήπειρος γινόταν αυτόνομη και εξασφαλιζόταν ειδική διοικητική οργάνωση των Επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Αναγνωριζόταν ο ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και το δικαίωμα να αυτοδιοικείται. 2) Επίσημη γλώσσα η ελληνική και στα σχολεία, η αλβανική προαιρετική. 3) Αποκτούσε το δικαίωμα δική της στρατιωτικής δύναμης και δικό της σώμα ασφαλείας.
Όμως, οι εξελίξεις που ακολούθησαν επεφύλαξαν διαφορετική τύχη στην περιοχή. Τα γεγονότα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανέτρεψαν τα δεδομένα των συμφωνιών της Κέρκυρας και η Βόρειος Ήπειρος παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και μετά τον καθορισμό της μεθοριακής γραμμής Ελλάδος και Αλβανίας το 1923, οι βορειοηπειρώτες ζουν και επιβιώνουν κάτω από συνεχείς πιέσεις και κατατρεγμούς. Τα κατοχυρωμένα από διεθνείς συνθήκες μειονοτικά δικαιώματα καταπατούνται. Η εγκαθίδρυση της «Σοσιαλιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας» στην Αλβανία από τον Ενβέρ Χότζα σημάδεψε για 45 χρόνια τη ζωή των Ελλήνων της Βορ. Ηπείρου. Στα χρόνια αυτά ο αφελληνισμός κορυφώθηκε. Οι Έλληνες ζούσαν τη ζωή του στιγματισμένου, του «θιγμένου», του «κολιάκου».
Αλλά και μετά την πτώση των ειδώλων και την επανάκαμψη της Δημοκρατίας στη χώρα, τα πράγματα δεν διαφοροποιήθηκαν. Οι ψυχολογικές και άλλες καταπιέσεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου συνεχίζονται από όλες τις αλβανικές κυβερνήσεις. Γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά από πράξεις και ενέργειες εναντίον των μειονοτικών. Οι καταπατήσεις ιδιοκτησιών στη Νίβιτσα και πρόσφατα στην πόλη της Χιμάρας και οι ιδιοποιήσεις περιουσιών που ανήκουν στους Έλληνες κατοίκους, δεν έχουν τέλος.
Ακόμη η δολοφονία του Αριστοτέλη Γκούμα στη Χιμάρα και η εν ψυχρώ εκτέλεση του Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Μπουλιαράτες, αποδεικνύουν τον ανθελληνισμό των Αλβανών και το μίσος εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της Βορείου Ηπείρου.
Παρόλα αυτά, οι Βορειοηπειρώτες για έναν αιώνα, μετά από απίστευτους κατατρεγμούς και κλυδωνισμούς, κρατούν όρθια την εθνική τους συνείδηση και την ορθόδοξη πίστη τους και αναμένουν δικαίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου