Η Κλίμαξ του Ιωάννου |
Δρ. Τριαντάφυλλος Απ. Σιούλης, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
Σε μια εξαιρετική επιστολή του, έμπλεη θείας χάριτος, ο άγιος Παΐσιος αναδεικνύει την νηπτική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην προσέγγιση του θέματος της ενότητος των «εκκλησιών», σε αντίθεση με τους «μονδέρνους» (κατά Κόντογλου) θεολογούντες, τους έχοντας «επηρμένην την οφρύν»: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ' όλους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε άγιος, ούτε θεολόγος. Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος δια την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην, δυστυχώς, του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζούν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν» (Εν Αγίω Όρει τη 23η Ιανουαρίου 1969).
Η προσπάθεια να επιτευχθεί και ισχυροποιηθεί η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και να προβληθεί παγκοσμίως η Ορθοδοξία, είναι σήμερα αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Η σύγκλιση της Συνόδου στην Κρήτη το καλοκαίρι του 2016, καλώς έγινε, ως προς τούτο, όμως αμφισβητήθηκε έντονα ως προς την μεθόδευση, την οργάνωση και επιμέρους αποφάσεις της.
Τα τελευταία 50 χρόνια παρατηρούμε μια έκρηξη παραγωγής θεολογικού, προφορικού και γραπτού, λόγου. Ξεκινώντας από την Θεολογία της δεκαετίας του ’60, συνεχίζοντας με την νέο-ορθοδοξία και προχωρώντας, μετά την πτώση και του κομμουνισμού, με την ίδρυση Θεολογικών Ινστιτούτων, Θεολογικών Ακαδημιών ΜΚΟ κ.λπ., φτάνουμε στο σημείο να αναπτυχθούν πάρα πολύ οι θεολογικές σπουδές και μελέτες σε όλο τον κόσμο, με καινοτόμες, τολμηρές έως και προκλητικές, πολλές φορές, θεολογικές προσεγγίσεις, που τείνουν να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν στα θεολογικά πράγματα, στα πλαίσια της (μετα-)νεωτερικότητας. Αυτά τα τολμηρά θεολογικά ακαδημαϊκά βήματα και οι θεολογικοί ακροβατισμοί, στο βαθμό που εξυπηρετούν ατομικές ή άλλες εκκλησιαστικές φιλοδοξίες (καριέρες πανεπιστημιακές ή επιδίωξη βαθμίδων κληρικών, ιδιαίτερα όσων «ορέγονται επισκοπής», συμφυρμός πολιτικής και εκκλησιαστικής διπλωματίας, πλήρης εκκοσμίκευση), καταντούν μια «θεολογία» της αναρρίχησης, αφού ο θεολογικός τους λόγος και ρόλος κρύβει σκοπιμότητες και δεν είναι ξεκάθαρος, σε σημείο να μιλούμε φανερά πλέον, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, για μια αμφισβητούμενη νέο-ορθοδοξία. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε πως εγκαταλείπεται η ασφαλής οδός θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και ακολουθούνται άλλου είδους θεολογικές μέθοδοι και προσεγγίσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα στην πορεία αυτή είναι η δημιουργία (πολιτισμικές κατασκευές) και χρήση νεολογισμών (π.χ. βαπτισματική, περιεκτική, συναφειακή, νέο-πατερική και μετά-πατερική κ.λπ. θεολογία) που θολώνουν τα νερά και γίνονται υποστηρικτικά αυτών των θεολογικών ακροβατισμών. Παρατηρούμε για παράδειγμα να γίνεται επιλεκτικά λόγος γενικά για τους χριστιανούς και τον σεβασμό στην ετερότητα και όχι για τους ορθόδοξους χριστιανούς, να γίνεται λόγος γενικά για τις χριστιανικές «εκκλησίες» (ως όρος “terminus tehnicus” ή φιλοσοφικοπολιτικός;) και την ανοιχτότητα (συμπεριλαμβάνοντας και τις αιρέσεις) όχι την Ορθόδοξη Εκκλησία που μνημονεύουμε στο Σύμβολο της Πίστεως, την «μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν».
Όπως και να έχει, παρατηρείται μια προσέγγιση θεολογική περισσότερο ανθρωποκεντρική που διολισθαίνει στην ατομικότητα και λιγότερο χριστοκεντρική ή εκκλησιοκεντρική, αφού έχει εγκαταληφθεί η ασκητική θεολογική μέθοδος των Πατέρων της Εκκλησίας. Έγραφε ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ πως «αν δεν ανέβω στο ιερό βήμα να τελέσω την Θεία Λειτουργία, δεν ανεβαίνω στο καθηγητικό βήμα για να διδάξω ή να κηρύξω». Ανάλογα υποστήριζε και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Συνέπεια: αναμειγνύονται η αλήθεια με το ψέμα, το μέλι με το δηλητήριο, όπως αναφέρει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς και αναδεικνύονται οι αιρέσεις ως «εκκλησίες».
Χαρακτηριστική είναι επίσης η απαξίωση και περιθωριοποίηση ή επιλεκτική χρήση των Πατέρων της Εκκλησίας με ενίοτε επιδιωκόμενη προβολή προσωπικών εργασιών, τίτλων σπουδών και διδακτορικών. Υποτιμώνται για παράδειγμα ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο σύγχρονος άγιος Παΐσίος με το επιχείρημα πως αυτοί είναι νεώτεροι και με μικρότερο κύρος σε σχέση με τους παλαιούς μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας! Νέα μέτρα αγιότητας (μικρή – μεγάλη, κατά το ολίγον έγκυος) για τεκμηρίωση των απόψεων αυτών. Η αγιότης ή υπάρχει ή δεν υπάρχει και αναγνωρίζεται και αναδεικνύεται από το Σώμα του Χριστού, τον απλό πιστό λαό.
Το δόγμα, η λατρεία και το ήθος ως ενότητα της χριστιανικής πίστης, υπακοής και πρακτικής, αξιοποιούνται κατά το δοκούν και μονομερώς. Δηλαδή παρατηρείται το φαινόμενο να προτάσσεται η αρετή της αγάπης (αφού η αλήθεια της πίστεώς μας πάει σε δεύτερη μοίρα) και η εμμονή σε ότι μας ενώνει, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικουμενι(στι)κής πορείας, γεγονός που έχει σαν συνέπεια να διολισθαίνουμε σε έναν θεολογικό σχετικισμό αλλά και σε έναν δογματικό συγκρητισμό, επικίνδυνο και αποδομητικό για την Ορθόδοξη θεολογία. Μπαίνουν «κάτω από το χαλί» οι δογματικές διαφορές ή στρογγυλεύονται και βαδίζουμε ολοταχώς προς μια απροϋπόθετη ένωση των αιρετιζουσών χριστιανικών κοινοτήτων με την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η αξιοποίηση Συνεδρίων με θεματολογία όπως «Εκκλησία και Αριστερά», «Ορθοδοξία και φονταμενταλισμός» κ.ά. ή οι νομοθετικές παρεμβάσεις στα προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών αντί να δημιουργήσουν συνθήκες γνήσιου προβληματισμού, χρησιμοποιούνται (ενίοτε;) να λειάνουν το έδαφος σε αυτή την κατεύθυνση, της εμπέδωσης της άποψης πως οι χριστιανοί, εν τοις πράγμασι, είμαστε ενωμένοι. Και αν τυχόν οι αποφάσεις του ΣτΕ, του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, αρμόδιου να ελέγχει την εφαρμογή της βούλησης του Συνταγματικού νομοθέτη, δηλαδή του λαού, αποφαίνονται πως όλα αυτά είναι αντισυνταγματικά, καταβάλλεται προσπάθεια να υποτιμηθούν και να υποβαθμισθούν ώστε να αποδομηθούν και να προσπεραστούν.
Η αγχώδης προσπάθεια που καταβάλλεται να εναρμονιστούν και συγχρονιστούν όλοι οι χριστιανοί της Ευρώπης με αυτή τη νέα, ενιαιοποιημένη θρησκευτικότητα και να ενωθούν, είναι εμφανέστατη. Οι διάλογοι που ακολουθούν αντί να είναι επί ίσοις όροις, βασισμένοι στην αγάπη και την αλήθεια, στην Ιερά παράδοση και τους Πατέρες της Εκκλησίας, καταντούν ένα παιχνίδι εξουσίας, ερήμην του πιστού λαού, ένας στείρος κληρικαλισμός και εκκοσμίκευση, μια διαδικασία συνθηκολόγησης, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Επίκαιρος όσο ποτέ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Αναφέρει (Λόγος λ΄) πως αν δεν γνωρίσει κανείς τον Θεό με τέλεια αγνότητα και καθαρότητα αφού «οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή», φτάνει δε στο σημείο να «ομιλεί περί θεού ‘στοχαστικώς’». Αλλού γράφει ο ίδιος άγιος πως (Λόγος κστ΄): «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες ... Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά …».
Όταν περιθωριοποιούνται η Ιερή Παράδοση και οι Πατέρες της Εκκλησίας, τότε το αποτέλεσμα είναι να αμβλύνεται και να αλλοιώνεται ο ορθόδοξος λόγος, το oρθόδοξο φρόνημα και αισθητήριο του απλού πιστού λαού, του «αμπελώνα» που αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας, που ακόμη επιμένει να θρησκεύει παραδοσιακά και ουσιαστικά, δηλαδή με ζώσα πίστη και σε συμφωνία με τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρες. Τότε κάτι δεν πάει καλά και ισχύει το: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον» (Ιερεμ. 12, 10).
Για τους Ορθοδόξους χριστιανούς στην πορεία αυτή της αποδοχής του άλλου ή της ενώσεως των χριστιανών, κυρίαρχο ρόλο και μοναδικό έχει το Ευαγγέλιο, η αγάπη και η αλήθεια μαζί, χέρι – χέρι. Το «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» ή η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ή ακόμη και η ζωντανή λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας μας (που είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες) με το υπέροχο τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής «Δος μοι τούτον τον ξένον …». Εννοούμε αυτή την ευαγγελική και χωρίς προϋποθέσεις θυσιαστική αγάπη για τον άλλο, ακόμη και τον εχθρό, που πέρασε δια της ορθόδοξης αγωγής και παιδείας και της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής στον απλό λαό και εκδηλώθηκε ως φυσιολογική έκφραση της πίστης στη ζωή, για παράδειγμα, του Αγίου Διονυσίου ή του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η πρόταξη όλων αυτών δεν είναι παραδοσιολατρεία ή φονταμενταλισμός ή συντηρητισμός, ούτε προκαταλήψεις, όπως αδίκως κατηγορούνται πολλές φορές οι Ορθόδοξοι χριστιανοί σε πολλά Συνέδρια. Πρόκειται για το χριστιανικό ήθος ή πιθανόν και την έκφραση μιας αγωνίας για τα ανοίγματα - «ξεχειλώματα», για έναν γόνιμο προβληματισμό.
Είναι τραγικό και λυπηρό μαζί να παρατηρεί κανείς πώς δι’ αυτών των τακτικών και συμπεριφορών υποτάσσεται η Ορθόδοξη Θεολογία σε έναν πανεπιστημιακό ή ακαδημαϊκό ελιτισμό και σε έναν κληρικαλισμό, που συνεπάγεται την «κατασκευή» της «εκκλησιαστικής ορθότητας», συμπλέουσα αντίστοιχα με την «πολιτική ορθότητα» (political correct), που αμφισβητεί και εγκαταλείπει, στην κυριολεξία, την νηπτική παράδοση και πρακτική της κάθαρσης του νοός, του φωτισμού και της θεώσεως χάριν του ορθού λόγου και της σχολαστικής – δυτικής και στοχαστικής προσέγγισης της θεολογίας.
Θυμίζουν όλα αυτά την εποχή του Ησυχασμού και την διένεξη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό την εποχή του Βυζαντίου (14ος αι.). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διατυπώνοντας την θεολογία του ησυχασμού στον αγώνα του να αντιμετωπίσει τον ορθολογισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, λέγει πως υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η φιλοσοφία, στηριγμένη κυρίως στον ορθό λόγο και στη νοησιαρχία, ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια δίνοντας απαντήσεις σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας διατυπώνοντας κανόνες συμπεριφοράς (καθηκοντολογία, ηθικισμός) η δε θεολογία βοηθά τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το Θεό και να πετύχει τη σωτηρία του με την πίστη, δύναμη υπερβατική και με την άσκηση, καθαίροντας λίγο - λίγο τον εαυτό του, να ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελειώσεως, τη θεοπτία. Η ομοιότητα με τα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι εμφανής. Όπως οι λόγιοι της εποχής εκείνης κινούνταν σε ατομικιστικό επίπεδο, αποκομμένοι από την μυστική και ασκητική θεολογία της Ορθόδοξης παράδοσης (κατά το «δώσε αίμα και πάρε πνεύμα»), έτσι και οι σύγχρονοι θιασώτες του ορθού λόγου, σχολαστικίζουν και ακολουθούν ανάλογη τακτική. Επανέρχεται, υπό άλλη μορφή, το παλιό ερώτημα: Αθήνα ή Ιερουσαλήμ, Ακαδημία ή Ευαγγέλιο, αρχαία σοφία και ορθός λόγος ή αμεσότητα της χριστιανικής μυστικής γνώσης ή ακόμη θα ισχυριζόμασταν, ευρώ-χριστιανισμός και οικουμενισμός ή Ορθόδοξος χριστιανισμός. Μήπως διολισθαίνουμε πάλι σε μια προβολή ενός Θεού των Φιλοσόφων; Μήπως έχουμε μπερδέψει την Ουσία του Θεού με τις Ενέργειες;
Στην ίδια επιστολή του αγίου Παϊσίου, με την οποία ξεκινήσαμε το κείμενό μας, στηλιτεύεται εξίσου και η υποκριτική και ακραία πολλές φορές στάση και συμπεριφορά κάποιων «προασπιστών» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσης κατακριτέα. Αναφέρει χαρακτηριστικά, συνεχίζοντας στην πατερική γραμμή ο άγιος Παϊσιος: «Επίσης, ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ίεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί. Όμως, δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χρίστου και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός, που χτίζεται από πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός. «Και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται, εφ' ον δ' αν πέση λικμήσει αυτόν» (Ματθ. και 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θά παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγόριους Παλαμάδες, δια να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, δια να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.
Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, μοναχοί και λαϊκοί, έχουν, δυστυχώς, αποσχισθή από αυτήν, εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης. Αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν' αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν δια την α ή την β λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες - Θεός φυλάξει! - θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες η και από ένα άτομο ακόμη».
Καθαρός λόγος, ζυγισμένος, πατερικός. Όπως πάντα, όλων των αγίων μας. Μεγάλων και … μικρών. Αυτούς να ακολουθούμε και να μη ανησυχούμε μη τυχόν πέσουμε και εμείς θύματα του … αρχεκάκου όφεως.
Σε μια εξαιρετική επιστολή του, έμπλεη θείας χάριτος, ο άγιος Παΐσιος αναδεικνύει την νηπτική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην προσέγγιση του θέματος της ενότητος των «εκκλησιών», σε αντίθεση με τους «μονδέρνους» (κατά Κόντογλου) θεολογούντες, τους έχοντας «επηρμένην την οφρύν»: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ' όλους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε άγιος, ούτε θεολόγος. Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος δια την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην, δυστυχώς, του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζούν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν» (Εν Αγίω Όρει τη 23η Ιανουαρίου 1969).
Η προσπάθεια να επιτευχθεί και ισχυροποιηθεί η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και να προβληθεί παγκοσμίως η Ορθοδοξία, είναι σήμερα αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Η σύγκλιση της Συνόδου στην Κρήτη το καλοκαίρι του 2016, καλώς έγινε, ως προς τούτο, όμως αμφισβητήθηκε έντονα ως προς την μεθόδευση, την οργάνωση και επιμέρους αποφάσεις της.
Τα τελευταία 50 χρόνια παρατηρούμε μια έκρηξη παραγωγής θεολογικού, προφορικού και γραπτού, λόγου. Ξεκινώντας από την Θεολογία της δεκαετίας του ’60, συνεχίζοντας με την νέο-ορθοδοξία και προχωρώντας, μετά την πτώση και του κομμουνισμού, με την ίδρυση Θεολογικών Ινστιτούτων, Θεολογικών Ακαδημιών ΜΚΟ κ.λπ., φτάνουμε στο σημείο να αναπτυχθούν πάρα πολύ οι θεολογικές σπουδές και μελέτες σε όλο τον κόσμο, με καινοτόμες, τολμηρές έως και προκλητικές, πολλές φορές, θεολογικές προσεγγίσεις, που τείνουν να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν στα θεολογικά πράγματα, στα πλαίσια της (μετα-)νεωτερικότητας. Αυτά τα τολμηρά θεολογικά ακαδημαϊκά βήματα και οι θεολογικοί ακροβατισμοί, στο βαθμό που εξυπηρετούν ατομικές ή άλλες εκκλησιαστικές φιλοδοξίες (καριέρες πανεπιστημιακές ή επιδίωξη βαθμίδων κληρικών, ιδιαίτερα όσων «ορέγονται επισκοπής», συμφυρμός πολιτικής και εκκλησιαστικής διπλωματίας, πλήρης εκκοσμίκευση), καταντούν μια «θεολογία» της αναρρίχησης, αφού ο θεολογικός τους λόγος και ρόλος κρύβει σκοπιμότητες και δεν είναι ξεκάθαρος, σε σημείο να μιλούμε φανερά πλέον, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, για μια αμφισβητούμενη νέο-ορθοδοξία. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε πως εγκαταλείπεται η ασφαλής οδός θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και ακολουθούνται άλλου είδους θεολογικές μέθοδοι και προσεγγίσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα στην πορεία αυτή είναι η δημιουργία (πολιτισμικές κατασκευές) και χρήση νεολογισμών (π.χ. βαπτισματική, περιεκτική, συναφειακή, νέο-πατερική και μετά-πατερική κ.λπ. θεολογία) που θολώνουν τα νερά και γίνονται υποστηρικτικά αυτών των θεολογικών ακροβατισμών. Παρατηρούμε για παράδειγμα να γίνεται επιλεκτικά λόγος γενικά για τους χριστιανούς και τον σεβασμό στην ετερότητα και όχι για τους ορθόδοξους χριστιανούς, να γίνεται λόγος γενικά για τις χριστιανικές «εκκλησίες» (ως όρος “terminus tehnicus” ή φιλοσοφικοπολιτικός;) και την ανοιχτότητα (συμπεριλαμβάνοντας και τις αιρέσεις) όχι την Ορθόδοξη Εκκλησία που μνημονεύουμε στο Σύμβολο της Πίστεως, την «μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν».
Όπως και να έχει, παρατηρείται μια προσέγγιση θεολογική περισσότερο ανθρωποκεντρική που διολισθαίνει στην ατομικότητα και λιγότερο χριστοκεντρική ή εκκλησιοκεντρική, αφού έχει εγκαταληφθεί η ασκητική θεολογική μέθοδος των Πατέρων της Εκκλησίας. Έγραφε ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ πως «αν δεν ανέβω στο ιερό βήμα να τελέσω την Θεία Λειτουργία, δεν ανεβαίνω στο καθηγητικό βήμα για να διδάξω ή να κηρύξω». Ανάλογα υποστήριζε και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Συνέπεια: αναμειγνύονται η αλήθεια με το ψέμα, το μέλι με το δηλητήριο, όπως αναφέρει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς και αναδεικνύονται οι αιρέσεις ως «εκκλησίες».
Χαρακτηριστική είναι επίσης η απαξίωση και περιθωριοποίηση ή επιλεκτική χρήση των Πατέρων της Εκκλησίας με ενίοτε επιδιωκόμενη προβολή προσωπικών εργασιών, τίτλων σπουδών και διδακτορικών. Υποτιμώνται για παράδειγμα ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο σύγχρονος άγιος Παΐσίος με το επιχείρημα πως αυτοί είναι νεώτεροι και με μικρότερο κύρος σε σχέση με τους παλαιούς μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας! Νέα μέτρα αγιότητας (μικρή – μεγάλη, κατά το ολίγον έγκυος) για τεκμηρίωση των απόψεων αυτών. Η αγιότης ή υπάρχει ή δεν υπάρχει και αναγνωρίζεται και αναδεικνύεται από το Σώμα του Χριστού, τον απλό πιστό λαό.
Το δόγμα, η λατρεία και το ήθος ως ενότητα της χριστιανικής πίστης, υπακοής και πρακτικής, αξιοποιούνται κατά το δοκούν και μονομερώς. Δηλαδή παρατηρείται το φαινόμενο να προτάσσεται η αρετή της αγάπης (αφού η αλήθεια της πίστεώς μας πάει σε δεύτερη μοίρα) και η εμμονή σε ότι μας ενώνει, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικουμενι(στι)κής πορείας, γεγονός που έχει σαν συνέπεια να διολισθαίνουμε σε έναν θεολογικό σχετικισμό αλλά και σε έναν δογματικό συγκρητισμό, επικίνδυνο και αποδομητικό για την Ορθόδοξη θεολογία. Μπαίνουν «κάτω από το χαλί» οι δογματικές διαφορές ή στρογγυλεύονται και βαδίζουμε ολοταχώς προς μια απροϋπόθετη ένωση των αιρετιζουσών χριστιανικών κοινοτήτων με την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η αξιοποίηση Συνεδρίων με θεματολογία όπως «Εκκλησία και Αριστερά», «Ορθοδοξία και φονταμενταλισμός» κ.ά. ή οι νομοθετικές παρεμβάσεις στα προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών αντί να δημιουργήσουν συνθήκες γνήσιου προβληματισμού, χρησιμοποιούνται (ενίοτε;) να λειάνουν το έδαφος σε αυτή την κατεύθυνση, της εμπέδωσης της άποψης πως οι χριστιανοί, εν τοις πράγμασι, είμαστε ενωμένοι. Και αν τυχόν οι αποφάσεις του ΣτΕ, του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, αρμόδιου να ελέγχει την εφαρμογή της βούλησης του Συνταγματικού νομοθέτη, δηλαδή του λαού, αποφαίνονται πως όλα αυτά είναι αντισυνταγματικά, καταβάλλεται προσπάθεια να υποτιμηθούν και να υποβαθμισθούν ώστε να αποδομηθούν και να προσπεραστούν.
Η αγχώδης προσπάθεια που καταβάλλεται να εναρμονιστούν και συγχρονιστούν όλοι οι χριστιανοί της Ευρώπης με αυτή τη νέα, ενιαιοποιημένη θρησκευτικότητα και να ενωθούν, είναι εμφανέστατη. Οι διάλογοι που ακολουθούν αντί να είναι επί ίσοις όροις, βασισμένοι στην αγάπη και την αλήθεια, στην Ιερά παράδοση και τους Πατέρες της Εκκλησίας, καταντούν ένα παιχνίδι εξουσίας, ερήμην του πιστού λαού, ένας στείρος κληρικαλισμός και εκκοσμίκευση, μια διαδικασία συνθηκολόγησης, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Επίκαιρος όσο ποτέ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Αναφέρει (Λόγος λ΄) πως αν δεν γνωρίσει κανείς τον Θεό με τέλεια αγνότητα και καθαρότητα αφού «οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή», φτάνει δε στο σημείο να «ομιλεί περί θεού ‘στοχαστικώς’». Αλλού γράφει ο ίδιος άγιος πως (Λόγος κστ΄): «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες ... Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά …».
Όταν περιθωριοποιούνται η Ιερή Παράδοση και οι Πατέρες της Εκκλησίας, τότε το αποτέλεσμα είναι να αμβλύνεται και να αλλοιώνεται ο ορθόδοξος λόγος, το oρθόδοξο φρόνημα και αισθητήριο του απλού πιστού λαού, του «αμπελώνα» που αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας, που ακόμη επιμένει να θρησκεύει παραδοσιακά και ουσιαστικά, δηλαδή με ζώσα πίστη και σε συμφωνία με τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρες. Τότε κάτι δεν πάει καλά και ισχύει το: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον» (Ιερεμ. 12, 10).
Για τους Ορθοδόξους χριστιανούς στην πορεία αυτή της αποδοχής του άλλου ή της ενώσεως των χριστιανών, κυρίαρχο ρόλο και μοναδικό έχει το Ευαγγέλιο, η αγάπη και η αλήθεια μαζί, χέρι – χέρι. Το «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» ή η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ή ακόμη και η ζωντανή λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας μας (που είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες) με το υπέροχο τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής «Δος μοι τούτον τον ξένον …». Εννοούμε αυτή την ευαγγελική και χωρίς προϋποθέσεις θυσιαστική αγάπη για τον άλλο, ακόμη και τον εχθρό, που πέρασε δια της ορθόδοξης αγωγής και παιδείας και της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής στον απλό λαό και εκδηλώθηκε ως φυσιολογική έκφραση της πίστης στη ζωή, για παράδειγμα, του Αγίου Διονυσίου ή του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η πρόταξη όλων αυτών δεν είναι παραδοσιολατρεία ή φονταμενταλισμός ή συντηρητισμός, ούτε προκαταλήψεις, όπως αδίκως κατηγορούνται πολλές φορές οι Ορθόδοξοι χριστιανοί σε πολλά Συνέδρια. Πρόκειται για το χριστιανικό ήθος ή πιθανόν και την έκφραση μιας αγωνίας για τα ανοίγματα - «ξεχειλώματα», για έναν γόνιμο προβληματισμό.
Είναι τραγικό και λυπηρό μαζί να παρατηρεί κανείς πώς δι’ αυτών των τακτικών και συμπεριφορών υποτάσσεται η Ορθόδοξη Θεολογία σε έναν πανεπιστημιακό ή ακαδημαϊκό ελιτισμό και σε έναν κληρικαλισμό, που συνεπάγεται την «κατασκευή» της «εκκλησιαστικής ορθότητας», συμπλέουσα αντίστοιχα με την «πολιτική ορθότητα» (political correct), που αμφισβητεί και εγκαταλείπει, στην κυριολεξία, την νηπτική παράδοση και πρακτική της κάθαρσης του νοός, του φωτισμού και της θεώσεως χάριν του ορθού λόγου και της σχολαστικής – δυτικής και στοχαστικής προσέγγισης της θεολογίας.
Θυμίζουν όλα αυτά την εποχή του Ησυχασμού και την διένεξη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό την εποχή του Βυζαντίου (14ος αι.). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διατυπώνοντας την θεολογία του ησυχασμού στον αγώνα του να αντιμετωπίσει τον ορθολογισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, λέγει πως υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η φιλοσοφία, στηριγμένη κυρίως στον ορθό λόγο και στη νοησιαρχία, ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια δίνοντας απαντήσεις σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας διατυπώνοντας κανόνες συμπεριφοράς (καθηκοντολογία, ηθικισμός) η δε θεολογία βοηθά τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το Θεό και να πετύχει τη σωτηρία του με την πίστη, δύναμη υπερβατική και με την άσκηση, καθαίροντας λίγο - λίγο τον εαυτό του, να ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελειώσεως, τη θεοπτία. Η ομοιότητα με τα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι εμφανής. Όπως οι λόγιοι της εποχής εκείνης κινούνταν σε ατομικιστικό επίπεδο, αποκομμένοι από την μυστική και ασκητική θεολογία της Ορθόδοξης παράδοσης (κατά το «δώσε αίμα και πάρε πνεύμα»), έτσι και οι σύγχρονοι θιασώτες του ορθού λόγου, σχολαστικίζουν και ακολουθούν ανάλογη τακτική. Επανέρχεται, υπό άλλη μορφή, το παλιό ερώτημα: Αθήνα ή Ιερουσαλήμ, Ακαδημία ή Ευαγγέλιο, αρχαία σοφία και ορθός λόγος ή αμεσότητα της χριστιανικής μυστικής γνώσης ή ακόμη θα ισχυριζόμασταν, ευρώ-χριστιανισμός και οικουμενισμός ή Ορθόδοξος χριστιανισμός. Μήπως διολισθαίνουμε πάλι σε μια προβολή ενός Θεού των Φιλοσόφων; Μήπως έχουμε μπερδέψει την Ουσία του Θεού με τις Ενέργειες;
Στην ίδια επιστολή του αγίου Παϊσίου, με την οποία ξεκινήσαμε το κείμενό μας, στηλιτεύεται εξίσου και η υποκριτική και ακραία πολλές φορές στάση και συμπεριφορά κάποιων «προασπιστών» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσης κατακριτέα. Αναφέρει χαρακτηριστικά, συνεχίζοντας στην πατερική γραμμή ο άγιος Παϊσιος: «Επίσης, ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ίεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί. Όμως, δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χρίστου και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός, που χτίζεται από πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός. «Και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται, εφ' ον δ' αν πέση λικμήσει αυτόν» (Ματθ. και 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θά παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγόριους Παλαμάδες, δια να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, δια να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.
Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, μοναχοί και λαϊκοί, έχουν, δυστυχώς, αποσχισθή από αυτήν, εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης. Αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν' αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν δια την α ή την β λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες - Θεός φυλάξει! - θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες η και από ένα άτομο ακόμη».
Καθαρός λόγος, ζυγισμένος, πατερικός. Όπως πάντα, όλων των αγίων μας. Μεγάλων και … μικρών. Αυτούς να ακολουθούμε και να μη ανησυχούμε μη τυχόν πέσουμε και εμείς θύματα του … αρχεκάκου όφεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου