.
Ιωάννης Μάζης
Πλανάται εις τους Έλληνες η πεποίθησις ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα ψηφισθεί, όταν έλθει στην Βουλή, με οριακή πλειοψηφία. Ταυτοχρόνως, η πλειονότητα των Ελλήνων (εντός της επικράτειας και στην αλλοδαπή) αισθάνεται απόγνωση και οργή δια το ενδεχόμενον αυτό, το οποίον θα κληθεί να επωμισθεί στην συνέχεια, ως τετελεσμένο, μαζί με τις άκρως αρνητικές εθνικώς συνέπειές του.
Θεωρεί εαυτόν εξαπατηθέντα, εφόσον η συγκεκριμένη αυτή επιλογή της κυβερνήσεως Τσίπρα ουδέποτε εκρίθη δια της λαϊκής ψήφου. Τουναντίον, οι συγκυβερνώντες των ΑΝΕΛ είχαν σαφώς και ανέκαθεν διακηρυγμένη, μάλιστα, με τρόπο που συνιστούσε τη μία εκ των δύο βασικών πολιτικών της αναφορών (η ετέρα ήτο η αντιμνημονιακή θέσις των), αντίθετον άποψη.
Επίσης, αισθάνεται δυσαρεστημένος ο ελληνικός λαός διότι θεωρεί, και δικαίως, ότι οι ΑΝΕΛ είχαν δώσει άλλες εντυπώσεις αναφορικώς με την στάση τους στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και αυτό διότι εάν οι ΑΝΕΛ δεν παρείχαν, μέχρι τις προηγούμενες ημέρες, την στήριξή των εις την παρούσαν κυβέρνηση, και την είχαν άρει ήδη από τον Ιούνιον του 2018, ο Πρωθυπουργός ουδεπόποτε θα ηδύνατο να οδηγήσει την χώρα ενώπιον αυτού του τετελεσμένου.
Το μόνιμο ερώτημα, λοιπόν, του οποίου γίνομαι συχνότατα δέκτης είναι: «Εάν η Συμφωνία κυρωθεί εις το Ελληνικό Κοινοβούλιο, είναι δυνατόν να ακυρωθεί;» H απάντηση, κατά την κρίση μου, είναι καταφατική. Τι είδους, λοιπόν, πολιτικοί χειρισμοί απαιτούνται προς τούτο, εάν η
κυβέρνησις Τσίπρα εξασφαλίσει, όπως προβλέπεται, ψήφο εμπιστοσύνης; Απαιτείται σθεναρά πολιτικήν απόφαση από την επομένη κυβέρνηση (μέσω διευρυμένης κοινοβουλευτικής συνεργασίας και συνθέσεως από κόμματα της σημερινής αντιπολιτεύσεως), ενεργό και σύντονη διπλωματικήν δράση, πίστη εις τον στόχον και αξιοποίηση κάποιων σημαντικών παραλείψεων και σφαλμάτων που ενετοπίσθησαν κατά την διάρκεια της διαδικασίας της διαπραγματεύσεως και της υπογραφής και τα οποία θα εντοπισθούν κατά τα επικείμενα στάδια, ήτοι της κυρώσεως αυτής της Συμφωνίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η καταστροφολογία από την πλευρά των υποστηρικτών της Συμφωνίας ήτις χαρακτηρίζει τον αντίλογον εις μίαν ανάλογον σκέψη, έχει ιστορικήν, αλλά και στρατηγικής οπτικής, απάντηση.
Η ιστορική απάντηση αφορά εις την υπενθύμιση της αντιστοίχου καταστροφολογίας για την Κυπριακή Δημοκρατία όταν οι Ελληνοκύπριοι εκαλούντο να επιλέξουν ή όχι το Σχέδιον Ανάν. Τότε ηκούσθησαν τα πλέον φρικτά και απαίσια δεινά, τα οποία θα επέπιπτον επί της κεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε το Σχέδιον Ανάν. Τίποτε, όμως, το τοιούτον δεν συνέβη! Απεναντίας έκτοτε η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ, οριοθέτησε ΑΟΖ, απέκτησε ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους (Ισραήλ, Αίγυπτος) και αναβάθμισε τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Επίσης, εξεχώρησε βυθοτεμάχια της ΑΟΖ της προς εκμετάλλευση εις ενεργειακούς κολοσσούς, οι οποίοι μέχρι σήμερον λειτουργούν και ως στρατηγική ασπίδα εναντίον των τουρκικών προκλήσεων. Εάν, αξιοποιώντας την συγκυρία, υιοθετήσει και πλέον νευρώδη πολιτική έναντι των τουρκικών απαιτήσεων (π.χ. αίτημα εντάξεώς της εις το ΝΑΤΟ, αναθεώρηση της Δικοινοτικής-Διζωνικής με στόχευση σε μια Ευρωπαϊκή Λύση δια μίαν ενιαία και αδιαίρετη Κύπρο) θα δυνηθεί να επιτύχει πολλά περισσότερα.
H, στρατηγικής οπτικής, απάντηση αφορά εις το δεδομένον του τουρκικού στρατηγικού και στρατιωτικού αδιεξόδου της Τουρκίας εις την Συρίαν. Επίσης, τις κάθε άλλο παρά καλές αμερικανοτουρκικές, τουρκοαραβικές και τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, τις άριστες τουρκοϊρανικές και τουρκορωσικές σχέσεις, οι οποίες δημιουργούν τεράστιες αντιδράσεις στην Δύση (Ουάσιγκτον και ΕΕ). Τέλος, την ιδιαιτέρως οχληρά δια την Δύσιν ανάμειξη της Άγκυρας εις το ιδιαιτέρως ασταθές και μεταβαλλόμενον, εθνογεννετικώς, περιβάλλον των Κεντροδυτικών Βαλκανίων (1).
Συνεπώς, η αντίστοιχος καταστροφολογία στην περίπτωσιν της επιδιώξεως ακυρώσεως της ζημιογόνου Συμφωνίας των Πρεσπών από την μελλοντικήν κυβέρνηση δεν ευσταθεί. Το μόνο, όμως, που αποδεικνύει είναι αδυναμία γεωπολιτικής αντιλήψεως του νέου Ευρωμεσογειακού Συστήματος και πλήρη άγνοια των δυναμικών γεωστρατικών τάσεων εις το εν λόγω γεωπολιτικό Σύμπλοκον.
Αυτά τα αρνητικά γνωρίσματα ευχόμεθα να μην χαρακτηρίζουν την επομένη κυβέρνηση. Ορισμένες επισημάνσεις της Ακαδημίας Αθηνών και του «Διπλωματικού Κύκλου» επί του θέματος της ονομασίας της Μακεδονίας και των εξ αυτής εκπηγαζόντων εθνικών κινδύνων είναι χαρακτηριστικές (θα τις βρείτε μαζί με τις άλλες υποσημειώσεις στο PDF που βρίσκεται στο κάτω μέρος του κειμένου).
Στόχοι του παρόντος κειμένου
Εις το παρόν κείμενο, θα προσπαθήσουμε να αναδείξομε σειράν επιχειρημάτων δυναμένων να αποτελέσουν βάση επαναδιαπραγματεύσεως της Συμφωνίας των Πρεσπών από πλευράς μιας επομένης ελληνικής κυβερνήσεως, εάν αυτή κυρωθεί με τις υποδεικνυόμενες και συντελεσθείσες ατέλειες και παραλήψεις από τα Σκόπια και την Αθήνα. Τα επιχειρήματα αυτά κατανέμονται εις δύο μέρη. Το πρώτον μέρος εξετάζει τα επιχειρήματα από την παραβίαση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913. Το δεύτερον μέρος εξετάζει παραλείψεις και σφάλματα προερχόμενα από το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών (και της συναφούς διαπραγματεύσεως) κρινόμενον βάσει της Συνθήκης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969.
Η, από πλευράς της επομένης κυβερνήσεως, εξέταση της δυνατότητος ακυρώσεως της διατρήτου ήδη Συμφωνίας των Πρεσπών (συνταγματικώς αλλά και από πλευράς παραβάσεων των προβλεπομένων από την Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969) με ευρεία κοινοβουλευτική συμμετοχή και ευρεία συναίνεση είναι επιβεβλημένη.
Και τούτο διότι, μόνον δια της επιδείξεως αυτής της σθεναρώς προσανατολισμένης, προς τα εθνικά συμφέροντα, κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής βουλήσεως θα αποτρέψει σημαντικό μέρος του 80% περίπου των Ελλήνων (εντός και εκτός Ελλάδος) των εχόντων ηυξημένες εθνικές ευαισθησίες από το να καταστούν έρμαια λαϊκιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων υποθηκεύοντας το μέλλον του Ελληνισμού και της Ελλάδος. Ιδιαιτέρως όταν το φάσμα του ευρωσκεπτικισμού έχει αρχίσει εδώ και αρκετόν καιρό να πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Μιαν Ευρώπη οφείλουσα επιτακτικώς να αναστοχαστεί το μέλλον της και να ανασυγκροτηθεί κατά τις αρχές των Ντ’ Εσταίν, Χέλμουτ Σμιτ και Βίλλυ Μπραντ.
Iστορικά-διπλωματικά σημεία ακυρότητος της Συμφωνίας των Πρεσπών
Σε πρόσφατα κείμενά μου είχα αναφερθεί εις τον βασικόν λόγον νομικής ακυρότητος abinitio της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο οποίος συνίσταται εις το ότι οι προβλέψεις της αντίκεινται ευθέως εις την Συνθήκην Ειρήνης του Βουκουρεστίου του 1913, η οποία τελεί ακόμη εν ισχύι και των Συμφωνητικών που την συνοδεύουν. Το σχετικό σκεπτικόν έχει ως εξής:
Κατά την συζήτηση επί της Συμφωνίας των Πρεσπών, της 16ης Ιουνίου 2018, εις το Ελληνικό Κοινοβούλιο, o τότε ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιάς, ανεφέρθη μετ’ επιτάσεως, προς στήριξιν της Συμφωνίας των Πρεσπών, ως αναγκαίας (sic) δια τη συμβατικήν ρύθμιση και ιστορικήν αποκατάσταση του καθεστώτος τριπλού διαμοιρασμού των εδαφών της περιοχής της Μακεδονίας, εις τα ποσοστά μάλιστα που (κατά Κοτζιά) προβλέπει(!) και άρα επιτάσσει η Συμφωνία του Βουκουρεστίου της 10ης Αυγούστου του 1913 (ΦΕΚ Α’, 217/2, 8/10/1913). Αυτό όμως περιέργως δεν ισχύει και δεν ίσχυε ποτέ. Ο Υπουργός ή δεν το κατενόησε, ή δεν εμελέτησε μετά προσοχής την Συμφωνίαν του Βουκουρεστίου του 1913, ούτε τους συνοδούς χάρτες. Θα το πράξομε, λοιπόν, εμείς για λογαριασμό του.
Χάρτης 1-2
Εις τον Χάρτη ο οποίος ακολούθησε το επίσημο κείμενο της εν λόγω Συνθήκης (βλέπε Χάρτης 1 και 2) εμφανίζεται ο όρος «Μακεδονία» αλλά πώς; Εμφανίζεται με την ακριβώς αντίθετη σημασία από ότι του έδωσε ο πρώην ΥΠΕΞ. Δηλαδή, μάλλον ευνοώντας την ελληνική πλευρά, με ακριβώς καθορισμένα τα ελληνοσερβικά σύνορα (Χάρτης 2), νοτίως της γραμμής Αχρίδος-Μοναστηρίου-Γευγελής. Συγκεκριμένα, στον Χάρτη αποτυπώνεται ο όρος «Μακεδονία», ως τοπωνύμιον της περιοχής της εξολοκλήρου ευρισκομένης εις τα εδάφη τα προσδιοριζόμενα ως ελληνικά εκ της συνοριογραμμής. (Οι Χάρτες αυτοί ευρίσκονται και εις την οικίαν Ελευθερίου Βενιζέλου εις την Χαλέπα Χανίων).
Εδάφη προσδιοριζόμενα και τοπογραφικώς επί του Χάρτη ως «ελληνικά», όπως αυτά διευθετήθησαν άλλωστε από το Πρωτόκολλον των Αθηνών Κορομηλά-Μπόσκοβιτς της 5ης Μαίου 1913 και από το Πρακτικό προσδιορισμού της ελληνοσερβικής μεθορίου γραμμής της 21ης Ιουλίου 1913, επτά μόλις ημέρες πριν από την εν λόγω Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Εκεί, εις το Άρθρον 3, αναφέρεται ρητώς και χωρίς καμμία αναφορά εις τον όρο Μακεδονία το εξής:
«ARTICLE 3: The two high contracting parties, considering that it is to the vital interest of their kingdoms that no other state should interpose between their respective possessions to the west of the Axios (Vardar) river, declare that they will mutually assist one another in order that Greece and Serbia may have a common boundary line. This boundary line, based on the principle of effective occupation (Σ.Σ.: uti possidetis)[1], shall start from the highest summit of the mountain range of Kamna, delimiting the basin of the Upper Schkoumbi, it shall pass round the lake Achris (Ochrida), shall reach the western shore of the Prespa lake in the Kousko village and the eastern shore to the Lower Dupliani (Dolni Dupliani), shall run near Rahmanli, shall follow the line of separation of the waters between the Erigon (Tserna) river and Moglenica and shall reach the Axios (Vardar) river at a distance of nearly three kilometers to the south of Ghevgheli, according to the line drawn in detail in Annex I of the present treaty».
Η λεζάντα του Χάρτου 2 είναι σαφής: «Boundaries according to the Treaty of Bucarest», δηλ. «Σύνορα [χαραχθέντα] κατά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου». (Βλ. Χάρτες 1 και 2). Οι κατωτέρω είναι οι επίσημοι χάρτες της «Εκθέσεως της Διεθνούς Επιτροπής για την αναζήτηση των Αιτιών και της Συμπεριφοράς των Βαλκανικών Πολέμων» του 1914.
Κατεβάστε εδώ ολόκληρη την ανάλυση του καθηγητής Ιωάννη Μάζη, Ακυρώνεται η Συμφωνία των Πρεσπών μετά την κύρωσή της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου