Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

«…Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα»…
Φώτης Κόντογλου.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Γεώργιος Κ.Ἔξαρχος
κλασσικός φιλόλογος
ᾨδὴ α´.
Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης Ὑγρὸν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖ δοξάζομεν.


Ὁ Δεσπότης Θεὸς ἔσωσε θαυματουργικὰ τὸν λαὸ (τοῦ Ἰσραήλ), μετατρέποντας σὲ στεριά τὸ κύμα (τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας), θέλησε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένο Κόρη, κάνοντας διαβατὸ σὲ ἐμᾶς τὸν δρόμο (τοῦ Παραδείσου). Ἂς δοξάσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος.
Ἤνεγκε γαστήρ, ἡγιασμένη Λόγον Σαφῶς ἀφλέκτῳ, ζωγραφουμένη βάτῳ Μιγέντα μορφῇ, τῇ βροτησίᾳ Θεὸν Εὔας τάλαιναν, νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι Λύοντα πικρᾶς· ὃν βροτοὶ δοξάζομεν.
Χώρεσε καὶ βάσταξε τὸν Λόγο τοῦ Πατρός ἡ κοιλία τῆς Παναγίας, ποὺ μὲ σαφήνεια προτυπώνεται ἀπὸ τὴν ἄφλεκτη βάτο, καί πῆρε ἀνθρώπινη μορφή γιὰ νὰ λύσει τὴν ταλαίπωρη κοιλία τῆς Εὔας ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη κατάρα. Αὐτὸν ἂς δοξάσουμε οἱ ἄνθρωποι.
Ἔδειξεν ἀστήρ, τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον Ἐλθόντα παῦσαι, τὴν ἁμαρτίαν Μάγοις Σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες Ἶδον τὸν αὐτόν, καὶ βροτὸν καὶ Κύριον.
Ἔδειξε  στοὺς Μάγους ὁ ἀστέρας τὸν Λόγο, ποὺ ὑπῆρξε πρὶν κι ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε νὰ παύσει τὴν ἁμαρτία. Σὲ Σένα τὸν φιλάνθρωπο, τυλιγμένο σὲ σπάργανα μέσα στὸ πενιχρὸ σπήλαιο, ἀναγνώρισαν στὸ ἴδιο πρόσωπο. οἱ Μάγοι καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωπο...
ᾨδὴ γ´.

Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα Ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν· φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως.
Στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε τῶν οἰκετῶν σου, Εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρῦδι (τοῦ διαβόλου) ὑψώνοντας, Ἐσύ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς μελωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους στὴν βάση τῆς πίστεως.
Νύμφης πανάγνου, τὸν πανόλβιον τόκον Ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν, ἠξιωμένος χορὸς Ἄγραυλος ἐκλονεῖτο, τῷ ξένῳ τρόπῳ· Τάξιν μελῳδοῦσάν τε, τῶν Ἀσωμάτων Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον.
Ὁ χορὸς τῶν ποιμένων ποὺ ξαγρυπνοῦσε στοὺς ἀγρούς, συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸν παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τρόπο τοῦ μυστηρίου, γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ τὸν παμμακάριστο τόκο τῆς πανάγνου Νύμφης καὶ τὶς τάξεις τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ποὺ ὑμνοῦσαν Ἐσένα τὸν Βασιλέα Χριστόν, ποὺ σαρκώθηκε χωρὶς σπέρμα ἀνδρός.
Ὕψους ἀνάσσων, οὐρανῶν εὐσπλαγχνίᾳ Τελεῖ καθ᾿ ἡμᾶς, ἐξ ἀνυμφεύτου Κόρης Ἄυλος ὢν τὸ πρόσθεν, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων Λόγος παχυνθείς, σαρκὶ τὸν πεπτωκότα Ἵνα πρὸς αὐτόν, ἑλκύσῃ πρωτόκτιστον.
Ὁ Βασιλέας τῶν ὕμνων στοὺς οὐρανούς, Θεὸς Λόγος, κινήθηκε πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ εὐσπλαχνία, καὶ ἐνῶ ἦταν ἄυλος καὶ ἄσαρκος πρίν, στοὺς ἔσχατους χρόνους ἔλαβε σάρκα καὶ ντύθηκε τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδάμ.
ᾨδὴ δ´.

Γένους βροτείου, τὴν ἀνάπλασιν πάλαι ᾌδων Προφήτης, Ἀββακοὺμ προμηνύει Ἰδεῖν ἀφράστως, ἀξιωθεὶς τὸν τύπον· Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου Ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος.
Τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ψάλλοντας ἀπὸ παλιά Προφήτη Ἀββακοὺμ προφήτευες, γιατὶ ἀξιώθηκες νὰ προειδεῖς μὲ ἄρρητο τρόπο τὸν τύπο τοῦ μυστηρίου: τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε ὡς βρέφος νέο γιὰ ν᾿ ἀναπλάσει τοὺς λαούς, ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Παρθένου.
Ἶσος προῆλθες, τοῖς βροτοῖς ἑκουσίως Ὕψιστε σάρκα, προσλαβὼν ἐκ Παρθένου Ἰὸν καθάραι, τῆς δρακοντείας κάρας Ἄγων ἅπαντας, πρὸς σέλας ζωηφόρον Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων.
Ὦ Ὕψιστε, ἔλαβες μὲ τὴν θέλησή σου σάρκα καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Παρθένο ἴσος μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσεις ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσεις ὅλους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι φύσει Θεός, ἀπὸ τὶς ἀνήλιαγες πύλες πρὸς τὸ ζωηφόρο Φῶς.
Ἔθνη τὰ πρόσθεν, τῇ φθορᾷ βεβυσμένα Ὄλεθρον ἄρδην, δυσμενοῦς πεφευγότα Ὑψοῦτε χεῖρας, σὺν κρότοις ἐφυμνίοις Μόνον σέβοντα, Χριστὸν ὡς εὐεργέτην Ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένον.
Ἔθνη, ἒσεῖς ποὺ εἴσαστε πρὶν βυθισμένα στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψῶστε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστόν, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας συμπάσχοντας νὰ μᾶς σώσει.
Ῥίζης φυεῖσα, τοῦ Ἰεσσαὶ Παρθένε Ὅρους παρῆλθες, τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας Πατρὸς τεκοῦσα, τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον· Ὡς ηὐδόκησεν, αὐτὸς ἐσφραγισμένην Νηδὺν διελθεῖν, τῇ κενώσει τῇ ξένῃ.
Παρθένε, σὺ ποὺ βλάστησες ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ξεπέρασες ὅλα τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ γέννησες τὸν προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ εὐδόκησε νὰ βγεῖ ἀφήνοντάς σε ἐσφραγισμένη, μὲ τὴν παράξενη συγκατάβασή του.
ᾨδὴ ε´.

Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης Ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως Νῦν σοι τελοῦσιν, ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ Ἔλθοις πορίζων, εὐχερῆ τε τὴν τρίβον· Καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος.
Χριστέ, σὲ μᾶς ποὺ πρὶν ἤμασταν σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν πλάνη, τώρα σοῦ προσφέρουμε μὲ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, ὕμνο σὲ σένα τὸν εὐεργέτη μας. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς χαρίσεις ἱλασμὸ καὶ νὰ κάνεις εὔκολο τὸν δρόμο, ποὺ ἄν τὸν βαδίσουμε θὰ βροῦμε τὴν δόξα.
Ἀπηνὲς ἔχθος, τὸ πρὸς αὐτὸν Δεσπότης Τεμὼν διαμπάξ, σαρκὸς ἐν παρουσίᾳ Ἶνα κρατοῦντος, ὤλεσε ψυχοφθόρου Κόσμον συνάπτων, ταῖς ἀΰλοις οὐσίαις Τιθεὶς προσηνῆ, τὸν Τεκόντα τῇ κτίσει.
Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ τὴν σαρκική του παρουσία ἔκοψε ἀπὸ τὴν ρίζα τὸ νοερὸ μίσος ποὺ ἔτρεφαν πρὸς Αὐτὸν οἱ ἐχθροί του καὶ τὴν δύναμη τοῦ κοσμοκράτορα καὶ ψυχοφθόρου δαίμονος ἐξαφάνισε. Καὶ τὸν μὲν κόσμο ἕνωσε μὲ τὶς ἀσώματες ὑπάρξεις, καὶ τὸν Δημιουργὸ ἔκανε προσηνὴ πρὸς τὴν Κτίση.
Ὁ λαὸς εἶδεν, ὁ πρὶν ἠμαυρωμένος Μεθ᾿ ἡμέραν φῶς, τῆς ἄνω φρυκτωρίας· Ἔθνη Θεῷ δέ, κλῆρον Υἱὸς προσφέρει Νέμων ἐκεῖσε, τὴν ἀπόῤῥητον χάριν Οὗ πλεῖστον ἐξήνθησεν, ἡ ἁμαρτία.
Ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πρὶν σκοτισμένος, μετὰ τὴν Ἡμέρα* γνώρισε τὸ φῶς τῆς ἄνω Ἀληθείας. Αὐτὰ τὰ Ἔθνη ποὺ κληρονόμησε ὁ Υἱός, τὰ προσφέρει στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ μοίρασε σ᾿ αὐτὰ πλούσια τὴν χάρη, ἐκεῖ ὅπου πρὶν πλεόναζε ἡ ἁμαρτία.
* Ἡμέρα ὀνομάζεται ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τοῦ νοητοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ.
ᾨδὴ Ϛ´.

Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι. Νυγεὶς ἐγὼ δέ τῷ τυραννοῦντος βέλει, Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην, Θᾶττον μολεῖν σε τῆς ἐμῆς ραθυμίας.
Ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς ὄντας μέσα στοὺς μυχοὺς τῆς θάλασσας ζητοῦσε νὰ ἔλθει πρὸς ἐσένα Κύριε γιὰ νὰ δοθεῖ τέλος στὴν ζάλη ποὺ τὸν συνεῖχε. Ἐγώ, ὅμως, πληγωμένος ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ διαβόλου, παρακαλῶ Χριστέ μου νὰ ἔρθεις ἐσὺ πρὸς ἐμένα γρηγορότερα ἀπὸ τὴν δική μου ραθυμία καὶ νὰ ἀναιρέσεις τὶς ἁμαρτίες μου.
Ὃς ἦν ἐν ἀρχῇ, πρὸς Θεὸν Θεὸς Λόγος Νυνὶ κρατύνει, μὴ σθένουσαν τὴν πάλαι Ἰδὼν φυλάξαι, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οὐσίαν Καθεὶς ἑαυτόν, δευτέρᾳ κοινωνίᾳ Αὖθις προφαίνων, τῶν παθῶν ἐλευθέραν.
Ὁ Θεὸς Λόγος πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα*, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ φυλάξει τὴν πρώτη προσφορά (τοῦ κατ᾿ εἰκόνα), κλίνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ συγκαταβαίνει νὰ ἑνωθεῖ σὲ δευτέρα κοινωνία μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κραταιώνει καὶ δυναμώνει τὴν φύση μας ποὺ πρὶν ἀσθενοῦσε καὶ τὴν ἀναδεικνύει πάλι ἐλεύθερη ἀπὸ πάθη.
*Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο (Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος)
Ἷκται δι᾿ ἡμᾶς, Ἀβραὰμ ἐξ ὀσφύος Λυγρῶς πεσόντας, ἐν σκότει τῶν πταισμάτων Υἱοὺς ἐγεῖραι, τῶν κάτω νενευκότων Ὁ φῶς κατοικῶν, καὶ φάτνην παρ᾿ ἀξίαν Νῦν εὐδοκήσας, εἰς βροτῶν σωτηρίαν.
 Γεννήθηκες ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέσαμε ἀθλιότατα στὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἐγείρεις ὡς πνευματικὰ παιδιὰ. Χριστέ, ποὺ κατοικεῖς στὸ φῶς, εὐδόκησες ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία νὰ ἔλθεις πρὸς ἡμᾶς καὶ νὰ κατοικήσεις στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, ἔξω ἀπὸ κάθε μεγαλοπρέπεια. 
ᾨδὴ ζ´.

Τῷ παντάνακτος, ἐξεφαύλισαν πόθῳ Ἄπλητα θυμαίνοντος, ἠγκιστρωμένοι Παῖδες τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν· Οἷς εἴκαθε πῦρ, ἄσπετον τῷ Δεσπότῃ Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας, εὐλογητὸς εἶ.
Ὦ τρεῖς Παῖδες, ἀφοσιωμένοι στὸν πόθο τοῦ παμβασιλέως Θεοῦ, ἐξευτελίσατε τὴν βλάσφημη γλωσσαλγία τοῦ βασιλιᾶ (Ναβουχοδονόσορα), ποὺ ὀργίζονταν μὲ μένος ἐναντίον σας καὶ γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρέδωσε στὸ φοβερὸ πῦρ τῆς καμίνου. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς εὐχαριστεῖτε τὸν Δεσπότη εὐλογώντας τον εἰς τοὺς αἰῶνες.
Ὑπηρέτας μέν, ἐμμανῶς καταφλέγει Σῴζει δὲ παφλάζουσα, ῥοιζηδὸν νέους Ταῖς ἑπταμέτροις καύσεσι πυργουμένη Οὓς ἔστεφε φλὸξ ἄφθονον τοῦ Κυρίου Νέμοντος εὐσεβείας, εἵνεκα δρόσον.
Ἡ ἀναβράζουσα φλόγα ποὺ ὑψωνόταν σὰν πύργος ἀπὸ τὴν ἑπταπλάσια καύση του, τοὺς μὲν ὑπηρέτες τοῦ τυράννου κατέκαψε μὲ μανία, τοὺς νέους ἔστεψε, γιατὶ ὁ Κύριος χάρισε σ᾿ αὐτοὺς δροσιά ἄφθονη, χάρη στὴν εὐσέβεια τους.
Ἀῤῥωγὲ Χριστέ, τὸν βροτοῖς ἐναντίον Πρόβλημα τὴν σάρκωσιν, ἀῤῥήτως ἔχων ᾜσχυνας ὄλβον, τῆς θεώσεως φέρων Μορφούμενος νῦν· ἧς τινος δι᾿ ἐλπίδα Ἄνωθεν εἰς κευθμῶνας, ἤλθομεν ζόφου.
Ὡς βοηθὸς Χριστέ, παίρνοντας τὴν μορφή μας μὲ τὴν γέννησή σου σήμερα, κατήσχυνες τὸν ἀντίπαλο τῶν ἀνθρώπων διάβολο. Κι ἐνῶ ἔφερες τὸν πλοῦτο τῆς θεότητας μέσα σου, πρόβαλες τὴν σάρκα μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο, αὐτὴν ποὺ ἐμεῖς κατακρημνίσαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὸ σκότος, ἐλπίζοντας νὰ γίνουμε θεοί.
Τὴν ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην Ἄσεμνα βακχεύουσαν, ἐξοιστρουμένου Κόσμου καθεῖλες, πανσθενῶς ἁμαρτίαν· Οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων Σῴζεις δὲ σαρκωθείς, ἑκὼν Εὐεργέτα.
Τὴν ἀγριωπὴ ἁμαρτία τοῦ ἀφηνιασμένου κόσμου, ποὺ ἤταν γεμάτη περηφάνεια καὶ τρελαμένη ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, τὴν γκρέμισες ὁλότελα. Καὶ ἐκείνους ποὺ τράβηξε πρίν, τοὺς σώζεις σήμερα ἀπὸ τὶς παγίδες της, παίρνοντας σάρκα, Εὐεργέτη.
ᾨδὴ η´.

Μήτραν ἀφλέκτως, εἰκονίζουσι Κόρης Οἱ τῆς παλαιᾶς, πυρπολούμενοι νέοι Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην. Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ Λαοὺς πρὸς ὕμνον, ἐξανίστησι χάρις.
Τὴν μήτρα τῆς Παναγίας εἰκόνιζαν οἱ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νέοι, πυρπολούμενοι μὲς στὸ καμίνι, ποὺ ἔτεκε ὑπερφυσικῶς καὶ ἔμεινε σφραγισμένη. Αὐτὰ τὰ δύο (θαύματα) ποὺ τὰ ἐνήργησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θαυματουργικῶς, ξεσηκώνουν τοὺς λαοὺς νὰ ὑμνήσουν τὸν Θεό.
Λύμην φυγοῦσα, τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ Ἄληκτον ὑμνεῖ, τὸν κενούμενον Λόγον Νεανικῶς ἅπασα, σὺν τρόμῳ κτίσις. Ἄδοξον εὖχος, δειματουμένη φέρειν Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.
Τὴν καταστροφὴ τῆς θεοποίησης ἀπὸ τοὺς πλανεμένους διέφυγε ὅλη ἡ κτίση κι ἐνῶ πρὶν φοβόταν καὶ ἔτρεμε τὴν δόξα ποὺ δὲν τῆς ἀνῆκε ὄντας φθαρτή, τώρα ὑμνεῖ μὲ νεανικότητα ἀλλὰ καὶ φόβο, τὸν Λόγο ποὺ μὲ σοφία καρτεροῦσε.
Ἥκεις πλανῆτιν, πρὸν νομὴν ἐπιστρέφων Τὴν ἀνθοποιόν, ἐξ ἐρημαίων λόφων Ἡ τῶν ἐθνῶν ἔγερσις, ἀνθρώπων φύσιν· Ῥώμην βιαίαν, τοῦ βροτοκτόνου σβέσαι Ἀνὴρ φανείς τε, καὶ Θεὸς προμηθείᾳ.
Ἤρθες (Χριστέ), ἡ ἀνάσταση τῶν ἐθνῶν, γιὰ νὰ ἐπαναφέρεις τὴν πλανεμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ ἔρημα βουνά σὲ λιβάδι πλούσιο σὲ ἄνθη. Καὶ γιὰ νὰ ἀφανίσεις μὲ τὴν πρόνοιά σου τὴν βίαιη δύναμη τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου καὶ νὰ φανερωθεῖς ὡς τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεός.
ᾨδὴ θ´.

Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ Ῥᾷον σιωπῇ· τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε Ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους Ἐργῶδες ἐστίν· ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος Ὅση πέφυκεν, ἡ προαίρεσις δίδου.
Εἶναι εὐκολότερο σὲ μᾶς νὰ ἀρκεστοῦμε ἀπὸ φόβο στὴν σιωπή, ποὺ εἶναι καὶ ἀκίνδυνη. Τὸ νὰ πλέκουμε ὅμως ἐγκώμια καὶ ὕμνους ἀπὸ πόθο γιὰ Σένα, Παρθένε, ἁρμονικὰ εἶναι δύσκολο κι ἐπικίνδυνο. Ἀλλά, Μητέρα, ὅση εἶναι ἡ πρόθεσή μας τόση ἀνάλογα δίνε σὲ μᾶς τὴν δική σου δύναμη.
Τύπους ἀφεγγεῖς, καὶ σκιὰς παρηγμένας Ὦ Μῆτερ Ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες Νέου φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος Ἐπαξίως σήν, εὐλογοῦμεν γαστέρα.
Ὦ Μητέρα ἁγνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ νεοφανῶς γεννήθηκε ἀπὸ σένα τὴν κλεισμένη Πύλη, βλέποντας ἐμεῖς νὰ ἔχουν παρέλθει πιὰ οἱ καλυμμένοι τύποι τῶν Προφητῶν καὶ οἱ σκιὲς τοῦ Νόμου μὲ τὴν φανέρωση τοῦ φωτὸς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, εὐλογοῦμε ἐπάξια καὶ μακαρίζουμε τὴν εὐλογημένη σου κοιλία.
Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας Ὁ χριστοτερπής, λαὸς ἠξιωμένος Νῦν ποτνιᾶται, τῆς παλιγγενεσίας Ὡς ζωοποιοῦ· τὴν χάριν δὲ Παρθένε Νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος.


ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Γεώργιος Κ.Ἔξαρχος
Ἀφοῦ ἀξιώθηκε ὁ λαὸς τῶν Χριστιανῶν ποὺ εὐαρεστεῖ τὸν Χριστό, τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Θεοῦ , τώρα παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ προσκυνήσει τὴν δόξα τῆς ζωοποιοῦ ἀναγέννησης. Κι ἐσὺ Ἄχραντε Παρθένε, εἴθε νὰ χαρίσεις αὐτὴ τὴν δόξα στὸν λαό σου.

Ρωμαίικο οδοιπορικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου