Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Ο οσιακός βίος δύο φωτισμένων τυφλών δια στόματος ενός ιερέα





___
«Τέτοιο πνευματικό συγκλονισμό σπάνια έχω νιώσει. Ήταν άνθρωποι μπολιασμένοι από Χριστό, Παναγία και Εκκλησία!»
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Όρασης (Κατά της Τύφλωσης), η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο τη δεύτερη Πέμπτη κάθε Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Επιτροπής για την Πρόληψη της Τύφλωσης, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, επιχειρήσαμε να δούμε πώς ένας χριστιανός ζει μέσα στο θέλημα του Θεού και το αποδέχεται. Το μεγαλείο του χριστιανού φανερώνεται και στην αποδοχή μιας ασθένειας όταν αυτή είναι μη αναστρέψιμη και όταν αυτή η ασθένεια γίνεται αφορμή να νιώθει ο άνθρωπος μέσα από τον δικό του πόνο, τον πόνο του άλλου πονεμένου αδελφού. Θα αναφερθούμε σε ανθρώπους που μέσα από την θυσία τους πρόσφεραν ωφέλειες στον κόσμο, άνθρωποι που, σαν το κερί, λιώνουν μα παράλληλα φωτίζουν την νύχτα γύρω τους. Κάθε θυσία είναι προσφορά όπως και η εμμονική αυτοαπασχόληση εκμηδένιση. Όπως όταν το νερό είναι στάσιμο μυρίζει, ενώ όταν ρέει χορταίνει υγιώς τον διψασμένο. Στην αναζήτηση των προσώπων αυτών μας βοήθησε ο πατήρ Διονύσιος Ταμπάκης, ο οποίος διακονεί στον ιερό ναό Γενεσίου της Θεοτόκου παλαιού Ναυπλίου.
Για τις ευλογημένες μορφές που γνώρισε όταν ήταν 18 χρονών μιλάει ο π. Διονύσιος Ταμπάκης, με αφορμή την Παγκόσμια μέρα Όρασης. Αντί για φιέστες, ο κυρ Θανάσης και ο γερο-Πέτρος προτιμούσαν το «Κύριε, ελέησον» και τη μετάνοια.
«Θα μιλήσω στους αναγνώστες σας για δύο ευλογημένες μορφές που αξιώθηκα να ανακαλύψω στην ζωή μου όταν ήμουν γύρω στα 18, πριν 27 χρόνια.
Στην εποχή της απο-προσωποποιήσεως του ανθρώπου, θυμάμαι μορφές και πρόσωπα ιερά, που πέρασαν από την ζωή ετούτη και ζωγράφισαν με τον Άγιο και απλό τους βίο τον χλωμό καμβά αυτής της ζωής.


Αναμνήσεις
Θυμάμαι τον κυρ Θανάση τον τυφλό.
Αόμματος εκ γενετής. Από τα μαρτυρικά Δαρδανέλια (Τσανάκ-Καλέ). Μαζί με την γλυκιά αγάπη της μητέρας του είχε συντροφιά στα πικρά παιδικά του χρόνια και την Θεϊκή στοργή της Παναγιάς μας, της οποίας το άγιο εικόνισμα, το πιο ιερό κειμήλιό τους, μαζί με ένα τσουβαλάκι κουκιά, εφέρανε πρόσφυγες από την πατρίδα τους, αφήνοντας εκεί περιουσίες με κτήματα πολλά και αρχοντικά ανώγια. Ο κυρ Θανάσης είχε διατελέσει μάλιστα και πρόεδρος της Ένωσης “Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΔΑΡΔΑΝΕΛΙΟΙΣ”. Μάλιστα από το 1952 που ιδρύθηκε ο Σύλλογος ο κυρ Θανάσης έπαιρνε την κιθάρα του και τραγουδούσε έξω στις φτωχικές γειτονιές του Πειραιά, όπου μάζευε πενταροδεκάρες για να οργανώσει τις γιορτές του συλλόγου, χωρίς ντροπή και με αξιοπρέπεια.
Τον αναπολώ στις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες στον Άγιο Νικόλα στην προσφυγική Νίκαια, όπου ευτύχησα να ζήσω απλά στα παιδικά μου χρόνια, με τους απονήρευτους πρόσφυγες, να διαβάζει βαθύφωνα, ολοκάθαρα και κατανυκτικότατα το «ΠΙΣΤΕΥΩ», λες και έβλεπες διάφανα να περνούν από μπρος σου όλα τα Θεία γεγονότα της σωτηρίας μας.
Αλλά τον αναθυμούμαι να έρχεται και σε όσους Γάμους μπορούσε με το άσπρο μπαστουνάκι του. Έψαλε στο Αναλόγι, και μαζί ηχογραφούσε σε κασέτα την ακολουθία του Γάμου (πριν επικρατήσουν τα βίντεο και τα κινητά) σημειώνοντας παράλληλα και τα στοιχεία του ζευγαριού. Μετά από καιρό τούς επισκεπτόταν στο σπίτι τους και τους παρέδιδε την κασέτα γεμίζοντάς τους συγκίνηση και στερεώνοντάς τους και με άλλες πνευματικές συμβουλές, σαν άλλος πνευματικός Γέροντας, στην πορεία της έγγαμης ζωής τους.
Δεν πρόλαβε
Μάλιστα, δεν ήτανε μάλιστα ολίγα τα ζευγάρια αυτά που είχαν στερεωθεί με τις αγιασμένες και γαλήνιες νουθεσίες του στο στίβο της αγάπης τους όταν αυτή κάποτε πήγαινε να κλυδωνιστεί.
Κάποτε τον είχα επισκεφθεί, όταν ήμουν έφηβος, στο προσφυγικό σπιτάκι του όπου έμενε με τους μακαρίτες γονείς από το 1922.
Πλέον μόνος, ήσυχος, ατάραχος και γαλήνιος στο φτωχό τούτο ησυχαστήρι του, γεμάτο από παλιά λιβανοκαπνισμένα εικονίσματα, και μία κιθάρα, επάνω στην παλιά ξεθωριασμένη ντουλάπα (ήταν και μουσικός και έτσι έβγαζε τα προς το ζην του), τον συνάντησα ανήμπορο και άρρωστο πάνω στο κρεβατάκι του να ακούει στο Ραδιόφωνο την Θεία Λειτουργία.
Μου χε πει για να χαρώ πως θε ’να μου μάθει την τέχνη του συστήματος γραφής των τυφλών μα δεν πρόλαβε διότι τον κάλεσε ο καλός Θεός σε πολύ λίγο καιρό προς τα άνω φωτεινόφωτα Βασίλεια.
Δίδασκε μουσική και κιθάρα τα φτωχά παιδιά
Όλος του ο βίος ήταν μία βία προς τον αναγκεμένο εαυτό του. Βία καλή όπως την ονομάζει ο Χριστός μας στο Ευαγγέλιο. Όλα τα παραγγέλματα της αγίας μας Εκκλησίας και παράδοσης παρά το βάσανο της τύφλωσης τα τελούσε χωρίς συμβιβασμούς και ξεχειλώματα. Άνθρωπος Ορθόδοξος Ανατολίτης «καθ’όλην την εντέλειαν».
Η δε προσ-φυγικιά ψυχή του προσ-έφευγε κάθε μέρα στην προσ-ευχή και φεύγοντας από τα δικά του δικαιώματα εδικαίωνε την ζωή του με το να την κάμει προσφορά με κάθε τρόπο σε κάθε ένα που μπορούσε να βοηθήσει. Έκαμε δωρεάν μαθήματα μουσικής και κιθάρας στα φτωχά παιδιά της προσφυγούπολης Κοκκινιάς και όλοι όσοι μέχρις τώρα τον αναθυμούνται έχουνε ό,τι καλύτερο και σεβαστό λόγο να σου πουν για την γενναιόδωρη ψυχή του. Τον επισκεπτόμουν:
-     Καλημέρα κυρ-Θανάση, είμαι ο Διονύσης.
-    Καλημέρα παιδί μου (έλεγε με την βαριά του στεντόρεια φωνή) δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω, έχει Λειτουργία. Άνοιξε το ψυγείο και στην πόρτα πάρε χυμό για να πιείς, δεν μπορώ να σου σερβίρω. Και μεταρσιωμένος συνέχιζε να αφουγκράζεται απορροφημένος με όλη του την ύπαρξη την Θεία του Λειτουργία.
Θεώρησα αγένεια σε τούτη την ιερή στιγμή να ανοίγω τα ψυγεία και έτσι κάθησα αμήχανα σε μία παλιά καρέκλα.
Η Θεία Λειτουργία προχωρούσε κα όταν έφτασε στο ΛΑΒΕΤΕ ΦΑΓΕΤΕ βλέπω τον τυφλό και ανήμπορο κυρ-Θανάση να συνάζει όσες δυνάμεις είχε στο γερασμένο κορμί του, να ανασηκώνεται με όσο κουράγιο του ’χε απομείνει και να πέφτει μπρούμυτα και ολόσωμα στο παμπάλαιο πάτωμα, ενώπιον της υπέρτατης λογικής θυσίας του Κυρίου μας.
Σαν να είχε διαβεί πλέον τα επίγεια και τα λυπηρά που μετάλαβε σε όλη την πονεμένη ζωή του, στεκόταν τώρα πάνω στο σαρακοφαγωμένο ξυλοπάτωμα, με δέος ως Αγγέλου Χερουβίμ, μπροστά στον ολόφωτο Θρόνο του Υψίστου. Τέτοιο πνευματικό συγκλονισμό σπάνια ένοιωσα στην ζωή μου. Άνθρωποι μπολιασμένοι από Χριστό, Παναγία, Εκκλησία και ιερές παραδόσεις. Άνθρωποι που μόνο η θωριά του εξαγνισμένου τους προσώπου, το βλέμμα τους και ο σεμνός τους λόγος άξιζαν πιότερο από πολλά πνευματικά βιβλία».
Όσοι μαθητεύουν κοντά σε ήρωες θυσίας αναλαμβάνουν με τη θέλησή τους μια διαρκή ευθύνη: Να υπενθυμίζουν τα κατορθώματα των ηρώων στους επόμενους. Έτσι γεννήθηκαν πανέμορφες ιστορίες στους αιώνες… Ο πατήρ Διονύσιος Ταμπάκης θα διηγηθεί για τους αναγνώστες της “Ορθόδοξης Αλήθειας” την ιστορία του γερο Πέτρου του τυφλού, φίλου του κυρ Θανάση:
Ο γερο-Πέτρος ο τυφλός – Άναβε τα καντήλια
«Από γεννησιμιού του και αυτός δίχως μάτια να γροικά το φως έκαμαν μαζί με τον Θανάση στο ίδιο σχολείο των τυφλών και μαθήτευσαν την μουσική από τους ίδιους Δασκάλους.
Τον γερο-Πέτρο τον γνώρισα σε ένα Μοναστήρι της Κρήτης, στις Μοίρες κοντά που το λένε Παναγία Καλυβιανή και τιμούνε την Παναγία Μητέρα του Θεού τον δεκαπενταύγουστο.
Εκεί τον πρωτοείδα γερασμένο πλέον σαν το ώριμο κυδώνι ή σαν το βαρυμεστωμένο πλούσιο αστάχυ που γέρνει έτοιμο να παραδοθεί στον καλό γεωργό Θεό και να τον μεταφέρει άρτο ηδύ στον Παράδεισό του.
Τον είχε προσλάβει το Μοναστήρι να διδάσκει στις μαθήτριες του παιδικού ιδρύματος που με αγάπη συντηρούσε.
Αφού αποτέλειωνε να διδάσκει κάθε απόγευμα τα παιδιά πήγαινε κατά την μεσημβρία στο κοιμητήρι της Μονής που ’ταν λίγο πιο επάνω για να ανάψει τις κανδήλες των αποθαμένων και μάλιστα της τυφλής επίσης γυναικός του που την είχανε θάψει εκεί. Τόσες φορές και είχε μάθει πλέον απ’ έξω τα κατατόπια σε όλα τα μονοπάτια και τους δρομίσκους του ανθηφόρου κοιμητηρίου που έμοιαζε πιότερο με τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνος.
Επότιζε με ένα διάφανο λάστιχο όλες τις γλάστρες, τα λουλούδια και τις πρασινάδες που ήταν παρηγοριά για τους λησμονησμένους αποθαμένους και αφού εδρόσιζε του Θεού την πλάση μετά έστρωνε έναν μουσαμά έξω από το παρεκκλήσι και έκαμε τρεις φορές τον σταυρό του λαμβάνοντας ύπνο ανάλαφρο, ατάραχο κι ευλαβή όπως των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω.
Το μόνο του παράπονο
Τα λόγια του ήτανε πάντοτε αγιωτικά και Θεοτικά που ξεχειλίζανε σοφία και αποφθέγματα ως καρπός από τον πολύμοχθο μεροδούλι της ζωής του και όταν διαλεγόσουν μαζί του όλο και κάτι είχες να πάρεις.
Του έλειπαν πολλά μα και όλα τα είχε. Δεν είχε το εξώτερον φως μα είχε το εσώτερο και όλο μπορούσε να εισχωρεί στα μυστηριώδη που άλλοι βλέποντες αγνοούσαν.
Το μόνο του παράπονο από τούτη την ζωή δεν ήταν τίποτα άλλο από το ότι οι μαθήτριές του εδώ στο Μοναστήρι δεν στοιχούσαν ακριβώς στις νότες που τους εδίδασκε .
-    Μυστήρια πράγματα, έλεγε αστειευόμενος, μάλλον θα φταίει το νερό της περιοχής.
Τελευταία φορά τον είδα κατάκοιτο με βαριά ημιπληγία πάνω σε ένα καγκελόφραχτο κρεβάτι περιποιούμενο από τις φιλότιμες φροντίδες των Μοναζουσών της Καλυβιανής.
Δεν είχε αίσθηση πλέον του έξω κόσμου, του απο-κόσμου, δια-κόσμου και επιπολαίου, μα του αιωνίου που σιγά σιγά ανέτειλε φωταυγής στα τυφλωμένα μάτια του.
Το στόμα του μονάχα σαν μηχανάκι αέναο, αεικίνητον και ασταμάτητο έλεγε ψυθιριστά την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με … Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με … Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με …και τότε ακριβώς αισθάνθηκα πόσο μικρός και παν-τυφλός ήμουνα μπροστά του.
Είθε ο καλός μας Θεός να αναπαύει και ξεκουράζει όλα αυτά τα πονεμένα και περιφρονημένα από τον “διαφωτισμένο” κόσμο παιδιά του στον ευλογημένο λαμπερό του Παράδεισο.
Αμήν»!
Δυο τέτοιους ήρωες γνωρίσαμε από τον πατέρα Διονύσιο Ταμπάκη, που κοιτούν με συγκατάβαση τις παγκόσμιες ημέρες κατά της τύφλωσης. Αντί της φιέστας σκύβουν σε μετάνοια, λένε ένα φωτεινό «κύριε ελέησον» και μας κλείνουν το μάτι από την αιωνιότητα, χαμογελώντας με τις παγκόσμιες φιέστες των διεθνών οργανισμών. Ο κυρ Θανάσης και ο γερο-Πέτρος έχουν την δική τους γιορτή στη γη και στον ουρανό.
___________
Σοφία Χατζή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου