Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ

Γράφει ὁ Ἀρχιμ.  Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Δ' Νηστειῶν Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Ἑβρ. στ' 13 – 20)
 Ἀρκετὲς φορὲς γίνεται λόγος περὶ τῆς “εὐλογίας τοῦ Θεού”. Ἡ δὲ φράσις “νὰ ἔχεις τὴν εὐλογία τοῦ Θεοὺ” θεωρεῖται καὶ φυσικὰ εἶναι κάτι τὸ δεδομένο καὶ ἀπολύτως φυσικὸ ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ των καλυτέρων εὐχῶν ποὺ ἐκφράζουν οἱ πιστοί.
Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐλογία; Ἐπὶ τῆς οὐσίας τί ἐννοοῦμε μὲ τὸν ὄρο “εὐλογία Θεού”;
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ στρέψουμε τὴν σκέψη μας, ἀφοῦ ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα τῆς “εὐλογίας” ἀναφέρεται. Βλέπουμε τὸν Θεὸ νὰ ὑπόσχεται ἐνόρκως μάλιστα στὸν πιστὸ Ἀβραὰμ ὅτι θὰ τὸν εὐλογήσει. Θὰ τὸν εὐλογήσει πλουσίως καὶ θὰ τὸν ἀναδείξει γενάρχη τοῦ ἐκλεκτοῦ Του λαοῦ. Τοῦ λαοῦ ὁ ὁποῖος στὸν χῶρο τῆς Χάριτος ἐντάσσεται στὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καὶ ναὶ μὲν ὅπως μελετοῦμε, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ “εὐλογία τοῦ Θεοὺ” καὶ ὡς εὐχὴ ὑπονοεῖ καὶ κυρίως ὡς πραγματικότης ἐμπεριέχει τὸν ὑλικὸ πλοῦτο μὲ τὴν εὐημερία καὶ μάλιστα τὴν μακροζωία. Προσεκτικὴ μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς καὶ ταυτοχρόνως διαφαίνεται πὼς ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ ἐθεωρεῖτο ὡς δεδομένη αὐτὴ ἡ εὐλογία σὲ ὅσους ἀνῆκαν στὸν ἐκλεκτό, δηλ. τὸν ἐκλεγμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Κορύφωμα αὐτῆς τῆς βεβαιότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεολογικὴ θέση ἕνεκα τῆς μοναδικῆς καὶ ἀληθινῆς πίστεως, ἀποτελεῖ ἡ πίστη τοῦ Προφητάνακτος ὁ ὁποῖος στὸν πρῶτο του κιόλας ψαλμὸ μελωδεῖ ὅτι “μακάριος ἀνήρ” καὶ “πάντα, ὅσα ἂν ποιῆ, κατευοδωθήσεται” (Ψάλμ. ἃ' 3).
Ὅμως, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ ἀφοῦ “παρῆλθε ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς Χάριτος ἐλθούσης”, ἡ “εὐλογία” συγκεκριμενοποιεῖται σὲ περισσότερο πνευματικὲς καταστάσεις, δίχως τοῦτο βεβαίως νὰ σημαίνει ὅτι ρητῶς ἀποκλείεται τὸ συναμφότερο τῆς εὐλογίας, στὸν ἄνθρωπο τῆς πίστεως. Τώρα πλέον ὄχι ὁ ὑλικὸς πλοῦτος ἀλλ' αὐτὴ ἡ Χάρις κατέχει τὰ πρωτεῖα στὶς “διεκδικήσεις” τοῦ ἀγῶνος καὶ στὶς προσδοκίες τῶν συνειδητῶν πιστῶν. Ἐὰν δὲ θελήσουμε νὰ μελετήσουμε τὴν εὐλογία αὐτὴ ὅπως καταγράφεται θεοπνεύστως στὰ Καινοδιαθηκικὰ κείμενα, μὲ μεγάλη εὐκολία θὰ παρουσιαστοὺν ἐνώπιόν μας ἡ εἰρήνη, ἡ χαρά, ἡ πίστις, ἡ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς εὐλογίας ποὺ συγκεντρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν “καρπὸν τοῦ Πνεύματος” (Γαλ. Ε΄ 22-23).
Ἡ Χάρις ἐπίσης ποὺ ὡς μοναδικὴ εὐλογία ἐκπήγασε ἐκ τοῦ ξύλου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξαιτίας τῆς ἀπολυτρωτικῆς Θυσίας, μὲ ὅλες τὶς παραμέτρους τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἐπίπεδό της καθάρσεως καὶ τὰ δυσθεώρητα ὕψη τοῦ φωτισμοῦ ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς θεώσεως ποὺ βλέπουμε στὰ πρόσωπα τῶν μεγάλων Ἁγίων μας, τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ “εὐλογία” τοῦ Θεοῦ ποὺ διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μᾶς λαμβάνει ὁ πιστὸς ὡς ἄκτιστη καὶ οὐσιώδη ἐνέργεια αὐτοῦ του Τριαδικοῦ Θεοῦ! Ναί, ἡ ζωὴ τοῦ συνειδητοῦ πστοῦ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες, τὶς ἀδυναμίες καὶ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει, ἐπὶ τῆς οὐσίας καλύπτεται καὶ κινεῖται μέσα σ' αὐτὴ τὴν μοναδικὴ “εὐλογία” τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ εὐλογία δὲν τελειώνει στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ δὲν ὁλοκληρώνεται μπροστὰ στὸν ἀνοιχτὸ τάφο. Ὄχι, ἡ “εὐλογία” ὡς ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ ὡς βεβαίωσις περνᾶ τὰ ὅρια τοῦ προσκαίρου βίου καὶ διαπορθμεύει τὸν πιστὸ στὸν χῶρο τῆς ἐπουρανίου Ἐκκλησίας “ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος”, δηλ. στὸν παράδεισο ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸν πόθο μας καὶ τὴν λαχτάρα μας.
Ἡ πραγματικότης τὴν ὁποία καταγράφει στοὺς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τοῦ τί ἀναμένει ὡς εὐλογία τοὺς πιστούς, προσφέρει τὴν δωρεὰ τῆς ἐλπίδος, ὅπου ὡς ἀρραβώνα δέχεται ἡ ζωὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Ἰησοῦ καὶ λαχταρᾶ τὴν βασιλεία Του. Ἔτσι λοιπόν, μαζὶ μὲ τὴν εὐλογία τῆς πίστεως, βιώνεται καὶ ἡ εὐλογία γὶ΄αὐτὰ τὰ ὁποῖα “ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη” (Α' Κορ. Β' 9).
Εὐλογίες λοιπόν. Εὐλογίες Θεοῦ ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν σωτηρία μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστον ἀγαθὸν ἀλλὰ καὶ τὸ περιεχόμενον καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐλπίδος μας. Ἀλλὰ ἡ “εὐλογία” γιὰ νὰ ἀποδώσει τοὺς εὐκλεεῖς της καρπούς, ἐννοεῖται ὅτι χρειάζεται καὶ τὸ κατάλληλον ἔδαφος τῆς ψυχῆς μὰ καὶ τὸν ἱερὸ ἀγώνα ὥστε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ ἀποδώσει τὸ ποθούμενο. Πῶς τώρα θὰ γίνει αὐτό; Ἃς ἀνοίξουμε τὰ τῆς καρδίας ὦτα στὴν Γραφή, καὶ ἃς ἀκούσουμε στὴν Παλαιὰ μὲν οἰκονομία τὸ “ἐὰν τῆς φωνῆς μου ἀκούσετε τὰ ἀγαθά της γῆς φάγετε”, στὴν δὲ Καινή, στὸ νόμο τῆς Χάριτος καὶ μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας καὶ Θεὸ μᾶς ὁ ὁποῖος μᾶς θέλει ἐγκεντρισμένους μαζί Του καὶ καρποφοροῦντες στὴν πίστη, στὴν πραότητα καὶ στὴν ἐλεημοσύνη. Νὰ εἴμαστε μὲ δυὸ λόγια οἱ “πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην” ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ γευθοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ χορτάσουμε τὴν “δικαιοσύνην τοῦ Θεού”. Τὴν “δικαιοσύνην” ἡ ὁποία συνοψίζει ὁλόκληρό το περιεχόμενο τῆς “εὐλογίας” γιὰ τὴν ὁποία καὶ ἐδημιουργήθη ὁ ἄνθρωπος ὡς “εἰκὼν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεού”, τουτέστιν Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ χρειάζεται νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς γιὰ τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ὅταν φάλαγγα ἀναρίθμητη ἁγίων καὶ ἡρώων τῆς πίστεως ἐπιβεβαιώνει τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ; Δὲν ὑπάρχει ἅγιος ποὺ νὰ ἀγωνίστηκε σὲ αὐτὲς τὶς οὐράνιες προδιαγραφὲς καὶ ποὺ νὰ μὴν ἔζησε καὶ ἀπόλαυσε στὸ ἔπακρο αὐτὰ ποὺ ποθεῖ ὁ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος δηλ. ὁ κάθε πιστός, ὁ ὁποῖος ταυτοχρόνως αἰσθάνεται τὴν καρδιά του ὡς ἡφαίστειο νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν γλυκιὰ λάβα τῆς θεϊκῆς Ἀγάπης.
Ὅμως ἐπιβάλλεται νὰ κλείσουμε μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ποὺ τὴν Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ καὶ γεραίρει τὴν μνήμη του.
Λέγει λοιπὸν μεταξύ των ἄλλων ὁ μεγάλος αὐτὸς πρακτικὸς ἀλλὰ καὶ θεωρητικὸς Ὅσιος: “Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ ἀναπαύει τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθεῖ καὶ νὰ ἀναπαύσει (σεβαστοὺς) ἀνθρώπους. Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς Ἀγάπης στὸν Κύριο”.
Ἀμήν.
Ρωμαίικο οδοιπορικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου