Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Κι οι σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά...



Το μνημείο στο Ζάλογγο
Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες, ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις
;

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΖΑΛΟΓΓΟ
Jacob Bartholdy Elson
Πρωσος περιηγητής και διπλωμάτης
«Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 - 1804»
"Καμιά εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν."
William Martin Leake
Βρετανός στρατιωτικός, τοπογράφος, αρχαιολόγος, και περιηγητής στην Ελλάδα και Μικρά Ασία.

«Περιήγηση στη Β. Ελλάδα - 1805»
"Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν.
Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα ".
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
«...Η ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φτάσει στον προορισμό της, όμως οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπιζαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. Ένα σώμα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη επέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Είκοσι δύο γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους από το ψηλότερο μέρος του βουνού στο βάραθρο...»
Χριστόφορος Περραιβός Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας.

Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας - 1815"

«Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν.
Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».
François Charles Hugues Laurent Pouqueville
Γάλλος γιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και σπουδαίος φιλέλληνας.
«Ταξίδι στην Ελλάδα -1821»
«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.»
Claude Charles Fauriel
Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός. Στην Ελλάδα είναι γνωστός κυρίως για τη σημαντική συλλογή δημοτικών τραγουδιών (μεταξύ των οποίων και κλέφτικα) που συγκέντρωσε και μετέφρασε.

«...εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη.
Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό.
Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο.
Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».

Λαμπρινή Θωμάαπόγονος επιζησάσης από τον Ζάλογγο
"Μεγάλωσα ακούγοντας πως, η προγιαγιά της προγιαγιάς της Κούκαινας, ήταν από κείνες που πήδησαν στο Ζάλογγο. Έπεσε τελευταία- προτελευταία, μας έλεγε η γιαγιά η Βέργω, έπεσε πάνω στα πτώματα, έσπασε το πόδι, χτύπησε, μα έζησε, είχαμε προίκα και την παντρέψαμε κι ας ήταν σακάτισσα, κι από κει κρατάμε όλοι.
Χρόνια κοροϊδευαμε τη μαμα- άσε ρε μάνα που τη γλίτωσε, μας την πήδησαν οι τούρκοι, τουρκόσποροι είμαστε όλοι. Θύμωνε η μάνα με τα αυθάδικα – κοκκίνιζε, φούσκωνε από θυμό, αχ βρωμόπαιδα, τίποτα δε σέβεστε, τίποτα…
Η γιαγιά η Βέργω, Βιργινία, ήταν γυναίκα της Πίνδου, η γιαγιάκα μου. Βράχος ηπειρώτικος, ατσάλι και ψυχή μαζί, άκακη σαν το πρόβατο κι άγρια σαν η λύκαινα αν πήγαινες να της πειράξεις το μικρό της.
Ανέβαινε η μικρομάνα στο βουνό, ζαλωμένη τα πυρομαχικά, μαζί με την πεθερά της, και της έλεγε η γιαγια να μη φοβάται όσο ακούει τις σφαίρες, τη δική της δε θα την ακούσει όταν θα έρθει.
Ημουν μεγάλη όταν έμαθα πως εκείνη η γιαγιά που πήδησε στο Ζάλογγο, αυτή ντε που έγινε αφορμή για τόσα γέλια και τόσο θυμό, κρατούσε απ΄το Γιωργάκη το Μπότσαρη. Καθόμασταν οι γυναίκες στην αυλή, στα πεζούλια, καλοκαίρι, τζιτζίκια και ψιλοκελάιδισμα, ήμουν δεν ήμουν 20 χρονώ, τρίβαμε ρίγανη, κι είπε η γιαγιά πως, εκείνο το κορίτσι το σακάτικο, που πόσα δώσαμε να το παντρέψουμε ανάθεμα κι αν ξέρει και καλά που είχαμε, κρατούσε απ’ το Γιωργάκη το Μπότσαρη, από τη φάρα του Τούσια και του Μάρκου και του Κίτσου και του Νότη. Ολη η γενια της γιαγιας της Κούκαινας. Εμεινα καγκελο. Τι λες ρε γιαγια, θα μας τρελλάνεις; φτάσαμε τόσο χρονώ για να το πεις; ότι είμαστε απ’ τη γενιά του Μάρκου και του Γιωργάκη και του Κίτσου και του Νότη;
Κι η γιαγιά μου η μαυρομαντηλού, με το θεόρατο γέλιο, με τις ασπρες κοτσίδες ως τη μέση, που τις τύλιγε στεφάνι δόξας στο κεφάλι το ηπειρωτικο, με κοίταξε και μου πε:
“Γιατί ‘μωρ’ Μπουσω’μ’, τι παραπάνω έκανε ο Μάρκος από μας;”.
Αγαπάω το Ζαπάτα και το Ντουρούτι, τον Λουμούμπα και τον Μπολίβαρ, τον Τσε και τον κομμαντάντε Μάρκος, μίλησαν στην ψυχή μου, γιατί είχε μιλήσει αυτή η γιαγιά πρώτη, γιατί αυτή η γιαγιά, του Όχι και της λεβεντιάς, με έκανε να αναγνωρίζω με ποιούς είμαστε ομόαιμοι και ομόθρησκοι- της θυσίας του ανθρώπου, της λευτεριάς γαλαζοαίματοι.
Κρατάω το κεφάλι μου ψηλά από ευθύνη.
Δε θα είμαι εγώ η πρώτη να προδώσω το αίμα μου, την ιστορία και την παράδοσή μου.
Θυμάμαι:
ω, μωρ’ Μπουσω’μ, τι ειν΄αυτοι, τίποτε δεν είναι! άιντε και τους φάγαμε!
Θυμάμαι που και στο κοριτσιστικο χερι χωρουσε ξυλινο σπαθακι.
Από σεβασμό σε αυτή τη γιαγιά, στη μνήμη και στο παράδειγμα της, δε θα πω όσα σκέφτομαι για την κυρία της ΔΗΜΑΡ, την ίδια που τολμά να αμφισβητεί τη γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων, των Ασυρρίων, που ακόμη είναι δίπλα μας, ανασαίνουν οι άνθρωποι που την έζησαν... Ευτυχώς αναλαμβάνει ο λαός να απαντήσει σε όλους αυτούς- τους με βεβαιότητα ξεχασμένους λίαν συντόμως, ως πρέπει σε απολιθώματα."

Πληροφορίες:
www.e-fungus.gr
«Η γιαγιά που πήδησε στο Ζάλογγο» 31 May 2013 Κατηγορίες: Ιστορία: 1453-Τουρκοκρατία, Λαμπρινή Θωμά Μεγάλωσα ακούγοντας πως, η προγιαγιά της προγιαγιάς της Κούκαινας, ήταν από κείνες που πήδησαν στο Ζάλογγο. Έπεσε τελευταία- προτελευταία, μας έλεγε η γιαγιά η Βέργω, έπεσε πάνω στα πτώματα, έσπασε το πόδι, χτύπησε, μα έζησε, είχαμε προίκα και την παντρέψαμε κι ας ήταν σακάτισσα, κι από κει κρατάμε όλοι. Χρόνια κοροϊδευαμε τη μαμα- άσε ρε μάνα που τη γλίτωσε, μας την πήδησαν οι τούρκοι, τουρκόσποροι είμαστε όλοι. Θύμωνε η μάνα με τα αυθάδικα – κοκκίνιζε, φούσκωνε από θυμό, αχ βρωμόπαιδα, τίποτα δε σέβεστε, τίποτα… Η γιαγιά η Βέργω, Βιργινία, ήταν γυναίκα της Πίνδου, η γιαγιάκα μου. Βράχος ηπειρώτικος, ατσάλι και ψυχή μαζί, άκακη σαν το πρόβατο κι άγρια σαν η λύκαινα αν πήγαινες να της πειράξεις το μικρό της. Ανέβαινε η μικρομάνα στο βουνό, ζαλωμέν τα πυρομαχικά, μαζί με την πεθερά της, και της έλεγε η γιαγια να μη φοβάται όσο ακούει τις σφαίρες, τη δική της δε θα την ακούσει όταν θα έρθει. Ημουν μεγάλη όταν έμαθα πως εκείνη η γιαγια που πήδησε στο Ζάλογγο, αυτή ντε που έγινε αφορμή για τόσα γέλια και τόσο θυμό, κρατούσε απ΄το Γιωργάκη το Μπότσαρη. Καθόμασταν οι γυναίκες στην αυλή, στα πεζούλια, καλοκαίρι, τζιτζίκια και ψιλοκελάιδισμα, ήμουν δεν ήμουν 20 χρονώ, τρίβαμε ρίγανη, κι είπε η γιαγιά πως, εκείνο το κορίτσι το σακάτικο, που πόσα δώσαμε να το παντρέψουμε ανάθεμα κι αν ξέρει και καλά που είχαμε, κρατούσε απ’ το Γιωργάκη το Μπότσαρη, από τη φάρα του Τούσια και του Μάρκου και του Κίτσου και του Νότη. Ολη η γενια της γιαγιας της Κούκαινας. Εμεινα καγκελο. Τι λες ρε γιαγια, θα μας τρελλάνεις; φτάσαμε τόσο χρονώ για να το πεις; ότι είμαστε απ’ τη γενιά του Μάρκου και του Γιωργάκη και του Κίτσου και του Νότη; Κι η γιαγιά μου η μαυρομαντηλού, με το θεόρατο γέλιο, με τις ασπρες κοτσίδες ως τη μέση, που τις τύλιγε στεφάνι δόξας στο κεφάλι το ηπειρωτικο, με κοίταξε και μου πε: “Γιατί ‘μωρ’ Μπουσω’μ’, τι παραπάνω έκανε ο Μάρκος από μας;”. Αγαπάω το Ζαπάτα και το Ντουρούτι, τον Λουμούμπα και τον Μπολίβαρ, τον Τσε και τον κομμαντάντε Μάρκος, μίλησαν στην ψυχή μου, γιατί είχε μιλήσει αυτή η γιαγιά πρώτη, γιατί αυτή η γιαγιά, του Όχι και της λεβεντιάς, με έκανε να αναγνωρίζω με ποιούς είμαστε ομόαιμοι και ομόθρησκοι- της θυσίας του ανθρώπου, της λευτεριάς γαλαζοαίματοι. Κρατάω το κεφάλι μου ψηλά από ευθύνη. Δε θα είμαι εγώ η πρώτη να προδώσω το αίμα μου, την ιστορία και την παράδοσή μου. Θυμάμαι – ω, μωρ’Μπουσω’μ τι ειν΄αυτοι, τίποτε δεν είναι! άιντε και τους φάγαμε! Θυμαμαι που και στο κοριτσιστικο χερι χωρουσε ξυλινο σπαθακι. Από σεβασμό σε αυτή τη γιαγιά, στη μνήμη και στο παράδειγμα της, δε θα πω όσα σκέφτομαι για την κυρία της ΔΗΜΑΡ, την ίδια που τολμά να αμφισβητεί τη γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων, των Ασυρρίων, που ακόμη είναι δίπλα μας, ανασαίνουν οι άνθρωποι που την έζησαν.. Ευτυχώς αναλαμβάνει ο λαος να απαντησει σε ολους αυτους- τους με βεβαιότητα ξεχασμένους λίαν συντόμως, ως πρέπει σε απολιθώματα. Λαμπρινή Θωμά

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/8410, Ἀντίβαρο
«Η γιαγιά που πήδησε στο Ζάλογγο» 31 May 2013 Κατηγορίες: Ιστορία: 1453-Τουρκοκρατία, Λαμπρινή Θωμά Μεγάλωσα ακούγοντας πως, η προγιαγιά της προγιαγιάς της Κούκαινας, ήταν από κείνες που πήδησαν στο Ζάλογγο. Έπεσε τελευταία- προτελευταία, μας έλεγε η γιαγιά η Βέργω, έπεσε πάνω στα πτώματα, έσπασε το πόδι, χτύπησε, μα έζησε, είχαμε προίκα και την παντρέψαμε κι ας ήταν σακάτισσα, κι από κει κρατάμε όλοι. Χρόνια κοροϊδευαμε τη μαμα- άσε ρε μάνα που τη γλίτωσε, μας την πήδησαν οι τούρκοι, τουρκόσποροι είμαστε όλοι. Θύμωνε η μάνα με τα αυθάδικα – κοκκίνιζε, φούσκωνε από θυμό, αχ βρωμόπαιδα, τίποτα δε σέβεστε, τίποτα… Η γιαγιά η Βέργω, Βιργινία, ήταν γυναίκα της Πίνδου, η γιαγιάκα μου. Βράχος ηπειρώτικος, ατσάλι και ψυχή μαζί, άκακη σαν το πρόβατο κι άγρια σαν η λύκαινα αν πήγαινες να της πειράξεις το μικρό της. Ανέβαινε η μικρομάνα στο βουνό, ζαλωμέν τα πυρομαχικά, μαζί με την πεθερά της, και της έλεγε η γιαγια να μη φοβάται όσο ακούει τις σφαίρες, τη δική της δε θα την ακούσει όταν θα έρθει. Ημουν μεγάλη όταν έμαθα πως εκείνη η γιαγια που πήδησε στο Ζάλογγο, αυτή ντε που έγινε αφορμή για τόσα γέλια και τόσο θυμό, κρατούσε απ΄το Γιωργάκη το Μπότσαρη. Καθόμασταν οι γυναίκες στην αυλή, στα πεζούλια, καλοκαίρι, τζιτζίκια και ψιλοκελάιδισμα, ήμουν δεν ήμουν 20 χρονώ, τρίβαμε ρίγανη, κι είπε η γιαγιά πως, εκείνο το κορίτσι το σακάτικο, που πόσα δώσαμε να το παντρέψουμε ανάθεμα κι αν ξέρει και καλά που είχαμε, κρατούσε απ’ το Γιωργάκη το Μπότσαρη, από τη φάρα του Τούσια και του Μάρκου και του Κίτσου και του Νότη. Ολη η γενια της γιαγιας της Κούκαινας. Εμεινα καγκελο. Τι λες ρε γιαγια, θα μας τρελλάνεις; φτάσαμε τόσο χρονώ για να το πεις; ότι είμαστε απ’ τη γενιά του Μάρκου και του Γιωργάκη και του Κίτσου και του Νότη; Κι η γιαγιά μου η μαυρομαντηλού, με το θεόρατο γέλιο, με τις ασπρες κοτσίδες ως τη μέση, που τις τύλιγε στεφάνι δόξας στο κεφάλι το ηπειρωτικο, με κοίταξε και μου πε: “Γιατί ‘μωρ’ Μπουσω’μ’, τι παραπάνω έκανε ο Μάρκος από μας;”. Αγαπάω το Ζαπάτα και το Ντουρούτι, τον Λουμούμπα και τον Μπολίβαρ, τον Τσε και τον κομμαντάντε Μάρκος, μίλησαν στην ψυχή μου, γιατί είχε μιλήσει αυτή η γιαγιά πρώτη, γιατί αυτή η γιαγιά, του Όχι και της λεβεντιάς, με έκανε να αναγνωρίζω με ποιούς είμαστε ομόαιμοι και ομόθρησκοι- της θυσίας του ανθρώπου, της λευτεριάς γαλαζοαίματοι. Κρατάω το κεφάλι μου ψηλά από ευθύνη. Δε θα είμαι εγώ η πρώτη να προδώσω το αίμα μου, την ιστορία και την παράδοσή μου. Θυμάμαι – ω, μωρ’Μπουσω’μ τι ειν΄αυτοι, τίποτε δεν είναι! άιντε και τους φάγαμε! Θυμαμαι που και στο κοριτσιστικο χερι χωρουσε ξυλινο σπαθακι. Από σεβασμό σε αυτή τη γιαγιά, στη μνήμη και στο παράδειγμα της, δε θα πω όσα σκέφτομαι για την κυρία της ΔΗΜΑΡ, την ίδια που τολμά να αμφισβητεί τη γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων, των Ασυρρίων, που ακόμη είναι δίπλα μας, ανασαίνουν οι άνθρωποι που την έζησαν.. Ευτυχώς αναλαμβάνει ο λαος να απαντησει σε ολους αυτους- τους με βεβαιότητα ξεχασμένους λίαν συντόμως, ως πρέπει σε απολιθώματα. Λαμπρινή Θωμά

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/8410, Ἀντίβαρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου