Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Οι συνέπειες του περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή



Το τελευταίο κομμάτι από την νέα του μελέτη με τίτλο : Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία που μπορείτε ολόκληρη να διαβάσετε εδώ

Eπισκόπου Ναυπάκτου π.Ιεροθέου


Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρό­σεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία της ελευθερίας του προσώπου.
Η μεταφορά της συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία του προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία της χριστιανικής Δύσης έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία του προσώπου».
Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η εσφαλμένη δογματική άποψη οδηγεί σε ποικίλες ερμηνευτικές παρεκτροπές που έχουν συνέπεια στην εκκλησιαστική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο ζή ο Χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας.
Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία της βούλησης ή της θέλησης και της ελευθερίας του προσώπου.
Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη των πραγμάτων, ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση της ελευθερίας και της αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές της Εκκλη­σίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες της πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας.
Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως.
Είναι βέβαιο ότι με τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιούνται και υπονομεύονται Πατερικά έργα, όπως τα Αρεοπαγητικά συγγράμματα, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ότι δήθεν κατοπτρίζουν άκαμπτες εκκλησιαστικές δομές που έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τον Κλήρο.
Δεύτερον, η ασκητική του ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική της ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία του προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως των παθών χωρίς αναφορά στον Άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη του «υπάρχειν προσωπικώς».
Έτσι, διασπάται η ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκητικής ζωής, η οποία στην πράξη είναι η ευαγγελική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η ασκητική θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ως ωριγενική και νεοπλατωνική, αλλά υπονομεύεται ύπουλα και η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «πνευματοκρατική».
Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές της θεωρίας «τής ελευθερίας του προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού βιώματος».
Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» της πρώτης Εκκλησίας!
Τέταρτον, η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα κρίνεται ως κολόβωση της «ελευθερίας του προσώπου» και απέκδυση της ευθύνης της ύπαρξης, «τού υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής της «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα.
Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από Πνευματικούς Πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία του ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γή της Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση του Μωϋσέως.
Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί της «ελευθερίας της βούλησης-θέλησης» και της «ελευθερίας του προσώπου» και περί συνδέσεως της θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέ τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή της Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις του αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη βούληση του προσώπου από θεολογικής πλευράς, διότι η θέληση-βούληση είναι χαρακτηριστικό της φύσης και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή από τον άνθρωπο γίνεται με την προαίρεση, η οποία συνιστά μεν ατέλεια της φύσης, αλλά οι άγιοι αποκτούν εν Χριστώ και την ατρεψία της προαίρεσης.
Τα περί οντολογίας και ελευθερίας του προσώπου για να αποφευχθή δήθεν η αναγκαιότητα της φύσης είναι δυτικός περσοναλισμός, μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία, είναι η πεμπτου­σία της λεγόμενης «μεταπατερικής θεολογίας».
Πηγή : Τρελο-Γιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου