
(Λουκ. η’ 41-56)
Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν σ’ ένα βράχο, τον κάνουν να λάμπει. Όταν η φλόγα αγγίξει ένα άκαφτο κερί, το ανάβει. Όταν ο μαγνήτης αγγίξει ένα μεταλλικό αντικείμενο, το μαγνητίζει. Όταν το ηλεκτροφόρο καλώδιο αγγίξει ένα συνηθισμένο σύρμα, και τα δυο τους ηλεκτρίζονται.
Όλες αυτές οι φυσικές ενέργειες δεν είναι παρά εικόνες ή πνευματικά φαινόμενα. Όλα όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, είναι απλά η εικόνα όσων γίνονται στον εσωτερικό. Ολόκληρη η εφήμερη φύση είναι σαν ένα όνειρο, σε σχέση με την εσωτερική πραγματικότητα, σαν ένα παραμύθι, όταν μιλάμε με όρους αιώνιας ζωής.
Η ψυχή είναι η πραγματικότητα του σώματος. Ο Θεός είναι η πραγματικότητα της ψυχής. Όταν ο Θεός αγγίζει την ψυχή, την ζωοποιεί, της μεταδίδει την δράση. Όταν η ψυχή αγγίζει το σώμα, κάνει το ίδιο. Το σώμα λαβαίνει φως, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση από την ψυχή. Όταν η ψυχή αναχωρεί από το σώμα, όλ’ αυτά χάνονται, εξαφανίζονται. Η ψυχή δέχεται από το Θεό έναν ειδικό φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό, δράση, ακοή και κίνηση. Κι όλ’ αυτά χάνονται όταν η ψυχή χωρίζεται από το Θεό.
Υπάρχει άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο που όταν αγγίζει μια νεκρή ψυχή την επαναφέρει στη ζωή, της μεταδίδει φως και θερμότητα, μαγνητισμό και ηλεκτρισμό από την πηγή της ζωής; Υπάρχει κάποιος σ’ ολόκληρο τον κόσμο, από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, που όταν άγγιξε ένα νεκρό σώμα το έκανε να σηκωθεί, να μιλήσει και να περπατήσει; Σίγουρα πρέπει νά ‘χει υπάρξει. Διαφορετικά ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνήτης κι ο ηλεκτρισμός κι όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, θα ήταν η φαντασία κάποιου που δεν υπάρχει, η σκιά κάποιου ανύπαρκτου όντος, ένα όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα. Πρέπει να έχει υπάρξει. Διαφορετικά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δε θα είχε εμφανιστεί στη γη. Εμφανίστηκε για να παρουσιάσει στους ανθρώπους την πραγματικότητα· πως η φύση ολόκληρη, με όλα όσα συμβαίνουν μέσα της, δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα όνειρο, ένα παραμύθι. Ο Κύριος ήρθε για να φανερώσει την αλήθεια όσων φανερώνουν ο ήλιος κι η γη, ο χειμώνας κι η άνοιξη, ο μαγνητισμός κι ο ηλεκτρισμός, η φύση ολόκληρη. Η φύση που δημιουργήθηκε και τοποθετήθηκε μπροστά στον άνθρωπο από το Θεό σαν ένα ανοιχτό βιβλίο, που όμως αυτός δεν μπόρεσε ακόμα να το διαβάσει σωστά.
Ο Χριστός είναι η πύρινη στήλη στην ιστορία του κόσμου. Από Εκείνον οι νεκρές ψυχές παίρνουν ζωή και θερμότητα, κίνηση και ομορφιά. Είναι το Δέντρο της Ζωής, που όταν αγγίζει τα νεκρά σώματα τους μεταδίδει ζωή, τ’ ανασταίνει, τους δίνει κίνηση και λόγο. Είναι το αγνό και ευωδιαστό θεραπευτικό βάλσαμο, που όταν το αγγίζουν οι τυφλοί ξαναβρίσκουν το φως, οι κουφοί την ακοή τους, οι παράλυτοι την κίνηση, οι άλαλοι τη λαλιά τους, οι παράφρονες τη λογική τους, οι λεπροί καθαρίζονται, κάθε αρρώστια θεραπεύεται.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο μας δίνει ένα ακόμα παράδειγμα, για να καταλάβουμε πως όταν κάποιος έρχεται σ’ επαφή με το Χριστό, αν είναι άρρωστος θεραπεύεται κι αν είναι νεκρός ανασταίνεται.
Εκείνον τον καιρό λοιπόν, «ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού· ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν» (Λουκ. η’ 41, 42). Για ποιόν καιρό μας μιλάει εδώ ο ευαγγελιστής; Πότε έγιναν αυτά; Τότε που ο Κύριος διέσχισε τη λίμνη και γύρισε με το πλοίο από τη χώρα των Γαδαρηνών, τότε που θεράπευσε τους δυο δαιμονισμένους και νωρίτερα είχε γαληνέψει την καταιγίδα στη λίμνη. Αφού είχε κάνει τα δυο μεγάλα αυτά θαύματα, τον καλούν τώρα να κάνει ένα τρίτο. Ν’ αναστήσει ένα νεκρό. Κι όλ’ αυτά μέσα σε πολύ περιορισμένο χρόνο, λες και βιαζόταν να κάνει όσα περισσότερα καλά μπορούσε στους ανθρώπους, όσο ζούσε στη γη, και να μας δώσει έτσι παράδειγμα πως πρέπει να βιαζόμαστε να κάνουμε το καλό, πως πρέπει να περπατάμε όσο έχουμε το φως (πρβλ. Ιωάν. ιβ’ 35).
Αν και τα τρία αυτά θαύματα δε φαίνονται να μοιάζουν μεταξύ τους, όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα αποκαλύπτουν την κυριαρχική δύναμη του Χριστού – την κυριαρχία Του στη φύση, στους δαίμονες και στο θάνατο, στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο από τα τρία αυτά θαύματα είναι πιο φοβερό και πιο συγκλονιστικό. Τί είναι πιο δύσκολο: να τιθασεύσεις την καταιγίδα σε θάλασσα και αέρα, να θεραπεύσεις τους ανίατα δαιμονισμένους ή ν’ αναστήσεις νεκρό; για ένα θνητό άνθρωπο και τα τρία αυτά είναι εξίσου δύσκολα. Για το Χριστό όμως είναι και τα τρία εξίσου εύκολα. Όταν ο άνθρωπος εμβαθύνει στο καθένα από τα τρία θαύματα, η ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τη μεγαλοσύνη και την παντοδυναμία της πνοής, που εν αρχή, δημιούργησε τον κόσμο. «Και είπεν ο Θεός…και εγένετο ούτως» (Γεν. α’ 11).
Ο Ματθαίος ονομάζει άρχοντα τον Ιάειρο. Τι είδους άρχοντας ήταν το εξηγούν ο Μάρκος κι ο Λουκάς: Ήταν άρχοντας της συναγωγής, όπου ρυθμίζονται τα θρησκευτικά και εθνικά θέματα. Το μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στο νεκροκράβατο. Αυτό ήταν κάτι τρομερό γι’ αυτόν που, όπως κι οι άλλοι Ιουδαίοι, είχαν μια αμυδρή κι ακαθόριστη πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Για έναν άνθρωπο της εξουσίας αυτό ήταν διπλό χτύπημα: πρώτο ήταν η θλίψη του ως γονιού και δεύτερο το αίσθημα ντροπής και ταπείνωσης μπροστά στους ανθρώπους, καθώς τέτοια φοβερή απώλεια φαινόταν σαν τιμωρία του Θεού. Στην απόγνωσή του ήρθε στο Χριστό «και πεσών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν· αλλ’ ελθών επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν και ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18).
Γιατί γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς πως η κόρη του άρχοντα «απέθνησκεν», ενώ ο Ματθαίος γράφει πως «άρτι ετελεύτησεν»; Ο Λουκάς περιγράφει το περιστατικό όπως έγινε, ενώ ο Ματθαίος μεταφέρει τα λόγια του ίδιου του ικέτη. Δε συνηθίζουν οι άνθρωποι να υπερβάλουν τη δυστυχία τους; Η υπερβολή προέρχεται πρώτα από το γεγονός ότι όταν η δυστυχία έρχεται ξαφνικά, αναπάντεχα, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Δεύτερο, επειδή εκείνος που ζητάει βοήθεια, γενικά παρουσιάζει το πρόβλημά του μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι πραγματικά, ώστε να λάβει τη βοήθεια όσο γίνεται πιο γρήγορα. Όταν καίγεται ένα σπίτι, δεν ακούμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθήστε, το σπίτι μου κατακάηκε»; Το σπίτι βέβαια δεν έχει κατακαεί, καίγεται. Το ότι το κορίτσι δεν είχε πεθάνει ακόμα τη στιγμή που ο πατέρας του μιλούσε στον Κύριο, θα τ’ ακούσουμε λίγο αργότερα από τους υπηρέτες του Ιάειρου.
Μ’ όλο που ο Ιάειρος αυτός είχε κάποια πίστη στο Χριστό, αυτή δε θα μπορούσε να συγκριθεί με κείνην του ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο τελευταίος ζητούσε από το Χριστό να μην πάει στο σπίτι του, επειδή ήταν αμαρτωλός, αρκούσε να πει ένα λόγο: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Ο Ιάειρος κάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του, για ν’ ακουμπήσει το χέρι Του στη νεκρή θυγατέρα του. Η πίστη του είχε και κάτι υλικό μέσα της. Επίθες την χείρα σου επ’ αυτήν! Ο Ιάειρος ζήτησε από τον Κύριο ένα χειροπιαστό τρόπο θεραπείας. Λες κι ο λόγος του Χριστού είχε λιγότερη δύναμη από το χέρι Του! Λες κι η φωνή που γαλήνευε τα κύματα και την καταιγίδα, που έβγαζε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους κι αργότερα ανάστησε το Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετά το θάνατο και την ταφή του, δεν μπορούσε ν’ αναστήσει την κόρη του Ιαείρου! Ο Κύριος ήταν πολύ φιλεύσπλαχνος. Δε θ’ αρνιόταν τη βοήθειά Του προς το θλιμμένο πατέρα επειδή η πίστη του δεν ήταν τέλεια. Έτσι ξεκίνησε αμέσως για να βοηθήσει.
Στο δρόμο προς το σπίτι του Ιάειρου έγινε κι ένα θαύμα σε μια γυναίκα που είχε πολύ μεγαλύτερη πίστη από τον Ιάειρο. Κι αυτό βοήθησε τον Ιάειρο, τον έπεισε πως ολόκληρος ο Χριστός έχει θαυματουργική δύναμη, όχι μόνο τα χέρια Του. Μ’ οποιοδήποτε τρόπο κι αν έρθει κανείς σ’ επαφή με τον παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αυτό είναι πηγή θάρρους σ’ αυτούς που δεν μπορούν να πλησιάσουν το Χριστό με τον ένα τρόπο, μπορούν όμως με κάποιον άλλο. Ο Κύριος άπλωσε τα χέρια Του στο σταυρό για ν’ αγκαλιάσει όλους εκείνους που προστρέχουν κοντά Του, από όποια πλευρά κι αν έρχονται.
Προσέξτε τώρα τι έγινε όταν ο Χριστός πορεύτηκε μαζί με το πλήθος προς το σπίτι του Ιάειρου.
«Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν, και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. η’ 42-44). Από τη στιγμή που ο Χριστός πάτησε το πόδι Του στη στεριά, ερχόμενος από τα Γάδαρα, συνοδευόταν από ένα αμέτρητο πλήθος ανθρώπων. «Συνήχθη όχλος πολύς επ’ αυτόν», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε’ 21). Όλοι ήθελαν να βρεθούν κοντά Του, ν’ ακούσουν τα σπάνια λόγια Του και να δουν τα θαυμαστά έργα Του. Μερικοί τον ακολουθούσαν από πείνα και δίψα πνευματική κι άλλοι από περιέργεια. Μέσα στο πλήθος βρισκόταν κι η άρρωστη γυναίκα, άρρωστη από μια ακάθαρτη αρρώστια. Η ρύση αίματος σε μια γυναίκα, ακόμα κι όταν είναι φυσιολογική, είναι ένα δύσκολο και ταπεινωτικό πράγμα. Μια διαρκής ρύση αίματος όμως, που διαρκεί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ήταν σαν μια ζωντανή κόλαση βασάνων, ντροπής κι ακαθαρσίας. Η γυναίκα αυτή είχε αναζητήσει θεραπεία κι είχε δαπανήσει όλα όσα είχε σε γιατρούς και φάρμακα. Τίποτα όμως δε βοήθησε, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να την γιατρέψει. Φανταστείτε το καθημερινό πλύσιμό της, το καθάρισμά της, τη στενοχώρια και την ντροπή της. Έμοιαζε σα να τη δημιούργησε ο Θεός γι’ αυτό μόνο το λόγο: για να τρέχει το αίμα της και κείνη να περνά τις μέρες της στη γη σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη ρύση, που δε σταματούσε, μ’ έναν πόνο που δε γιατρευόταν και με μια ντροπή ανέκφραστη. Έτσι πιστεύουμε πως γίνεται με κάθε χρόνια ασθένεια. Ο Θεός όμως είχε προβλέψει γι’ αυτήν, όπως προβλέπει και για κάθε πλάσμα Του. Η αρρώστια της συντέλεσε στην ψυχική της σωτηρία και στη δόξα του Θεού.
«Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτόν, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21), είπε μέσα της και πίεζε το πλήθος για να βρεθεί κοντά στο Χριστό. Τόσο μεγάλη ήταν η πίστη της γυναίκας αυτής. Νωρίτερα είχε στηρίξει την πίστη της στους γιατρούς που είχε επισκεφτεί. Η πίστη της αυτή όμως αποδείχτηκε άκαρπη. Από μόνη της η πίστη δεν είναι αρκετή, αν αυτός που πιστεύεις δεν έχει τη δύναμη να βοηθήσει. Γι’ αυτό ας σιωπήσουν όλοι εκείνοι που ισχυρίζονται (είτε από άγνοια είτε από έλλειψη πίστης) πως τα θαύματα του ευαγγελίου έγιναν από υποβολή ή αυθυποβολή. Η ταπεινή και βασανισμένη αυτή γυναίκα δεν είχε ούτε την τόλμη ούτε την ελπίδα να παρουσιαστεί μπροστά στο Χριστό, να του εξηγήσει το πρόβλημά της και να ζητήσει βοήθεια. Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος, όταν μάλιστα ντρεπόταν για την κατάστασή της; Η φύση της «ακάθαρτης» αρρώστιας της ήταν τέτοια, ώστε αν την είχε δημοσιοποιήσει, θα εισέπραττε τη δημόσια αποστροφή, την κατακραυγή και την καταδίκη. Γι’ αυτό και προσέγγισε τον Κύριο κρυφά, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Πώς κατάλαβε πως έπαψε η ρύση του αίματος; «Έγνω τω σώματι ότι ιάται από της μάστιγος», γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (ε’ 29). Όπως ένα ζωντανό σκουλήκι που σπαρταρά ακατάπαυστα γύρω από μια διαπυημένη πληγή, έτσι θα έπρεπε να νιώθει κι η δύστυχη αυτή γυναίκα την ασταμάτητη ρύση του αίματος. Όταν όμως άγγιξε το ιμάτιο του Χριστού, ένιωσε πως η αιμορραγία σταμάτησε. Δεν ένιωθε την αιμορραγία μέσα της, όπως δεν τη νιώθει και κάθε υγιής άνθρωπος. Μέσα της μπήκε η υγεία, όπως ο μαγνητισμός σ’ ένα μαγνήτη ή το φως σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.