Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Το μενταγιόν - Μια ιστορία του 1940


Σβησμένα βογγητά καναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε πότομα τό πλο του π τόν μο καί πρε θέση μάχης. Προχωροσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω πό τίς βαριές ρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά[1]. Κατέβαινε προσεκτικά τήν πότομη πλαγιά νοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του. Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ νθρωπο. ριξε να γύρω τή ματιά ρευνητικά κι γρια. Τούτη τήν ρα το δειλινο δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές πό τά πράγματα. Προχωροσε περισσότερο μέ τήν κοή παρά μέ τήν ραση.

   — Aqua! Aqua! [2] ταλικό ναφιλητό κι κκληση γιά νερό τόν κανε νά σκύψει στή ρίζα νός θάμνου. νάσκελα πεσμένος στίς λάσπες σάλευε –μ σες δυνάμεις το εχαν πομείνει– νας ταλός τς μεραρχίας τν Κενταύρων.
   Ο δύο ντρες κοιτάχτηκαν στά μάτια. Δέν γνώριζε νας τή γλώσσα το λλου. Δέν γνώριζε νας τίς προθέσεις το λλου. Δέν γνώριζε νας τίποτε γιά τόν λλο, κτός πό τό τι ταν χθροί.
   ρα δειλινο, βασιλιάς λιος εχε στεφανώσει μέ πορφυρόχρυσα παχιά σύννεφα τίς κορυφές τς Πίνδου κι εχε πό ρα χαθε πέρα μακριά, μακριά, δυτικά, πρός τήν πατρίδα το πληγωμένου στρατιώτη.
    Κυριάκος στάθηκε μήχανος μπροστά στόν ταλό μέ τό διαπεραστικό γαλανό βλέμμα καί τή μεγάλη σχισμή στόν κρόταφο.
   στερα σκυψε μίλητος κι βγαλε π τό γυλιό του ναν πρόχειρο πίδεσμο καί λίγο ώδιο. Καθάρισε τήν πληγή κι δεσε τό κεφάλι το «χθρο». Ξέσφιξε πό τή ζώνη του μιά μικρή μποτίλια κι σταξε λίγο νερό στά φλογισμένα χείλη το ταλο.
   
ση ρα τόν περιποιόταν, κανένας πό τούς δυό δέν μιλοσε. Κυριάκος μοιαζε νά ερουργε κάποιο μυστήριο κι ταλός προσπαθοσε νά ρπάξει δυό τρες μπουκιές ζως.
   
ποβαστάζοντας νας τόν λλον κατηφόριζαν μέ δυσκολία στή γυμνή, γλιστερή, σκοτεινή βουνοπλαγιά. Κάπου μακριά κρότοι πολέμου τούς καναν νά γυρίζουν τά κεφάλια τους πότε πότε καί νά γναντεύουν τόν σκοτεινό ρίζοντα.
   Κατέβαιναν, κατέβαιναν... καί, κάθε φορά πού τούς φώτιζε τό φεγγάρι
νάμεσα πό τά σύννεφα, μοιαζαν γι δελφικό σύμπλεγμα.
   Κατέβαιναν καί
ταν δυό σκέτοι νθρωποι.
   
φτασαν στόν πρτο σταθμό «Πρώτων Βοηθειν. δρωμένος Κυριάκος καί ματωμένος ς τή φανέλα π τό γερμένο πάνω του κεφάλι το ταλο, εδοποίησε φωνάζοντας μιά νοσοκόμα.
   Λίγο πρίν φήσει τόν ταλό στό φορεο, νιωσε τσάλινο χέρι νά σφίγγει τό δικό του. πόρησε μέ τή δύναμη το ξαντλημένου κορμιο. πόρησε περισσότερο, ταν ταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τς καρδις τράβηξε κι βγαλε πό τό λαιμό να μενταγιόν κρεμασμένο πό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δυό του χέρια, τό φίλησε καί μέ δάκρυα τό πόθεσε στίς χοφτες το Κυριάκου. Ο κινήσεις του, πως καί τό γεμάτο εγνωμοσύνη γαλανό βλέμμα του, δέν σήκωναν ντιρρήσεις.
   — Μπαμπά, νά τό πουλήσουμε, γιά νά γοράσουμε ψωμί.
   — Ναί, μπαμπά, σέ παρακαλομε.
   
μέτρητες φορές εχε ξεκρεμάσει π τό λαιμό του Κυριάκος τό παράξενο ταλικό μενταγιόν κι λλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν ποφάσιζε νά τό πουλήσει. Τό βγαζε πάνω στό δειανό τραπέζι τους καί τό κοίταζαν λοι στό φς τς γκαζόλαμπας. Μικρό βάλ πό κριβή πορσελάνη μέ χρυσό στεφάνωμα καί δυό κριβά πετράδια πάνω καί κάτω. μπηκτα στό κέντρο τς πορσελάνης δυό γράμματα σέ σύμπλεγμα πό λευκή πλατίνα.
   Πόσες
στορίες δέν εχαν πλέξει μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του γιά τά μυστικά πού σως θά κρύβονταν πό πίσω...
   — Νά τό πουλήσουμε, Κυριάκο, μίλησε τρυφερά κι
γυναίκα του. ξι μνες τώρα, μέσα στή μαύρη κατοχή, λειώνουμε πό τήν πείνα μέρα τή μέρα.
   —
χει Θεός, ψιθύρισε καί τό ξανάβαλε στό λαιμό του. χει Θεός, επε ξανά. Καί τρίτωσε τό λόγο φωναχτά, χορταστικά: «χει Θεός».
   Βγ
κε στό δρόμο, νηφόρισε τήν δό Κυδαθηναίων καί στριψε ριστερά στή Φιλελλήνων. πέναντί του, σταματημένο μπροστά στή ρώσικη κκλησία να καμιόνι ταλικό. Σάν πό κάποια ξελογιάστρα δύναμη διέσχισε τό δρόμο καί βρέθηκε πίσω πό τήν κλειστή καρότσα. Περπατοσε σάν πνωτισμένος. βαλε τό χέρι του στό μουσαμά πού φραξε τό νοιγμα. Μόνο σάν ξεπρόβαλαν τά ζεστά χνιστά καρβέλια ψωμί, κατάλαβε τήν ξελογιάστρα δύναμη πού τόν δήγησε σέ τέτοια ποκοτιά. Πόσον καιρό εχαν νά μυρίσουν ζε στό ψωμί! , νά μποροσε νά φωνάξει τά παιδιά του, νά φωνάξει λα τά παιδιά τς Κατοχς νά μυρίσουν λιγάκι...
   Δυό γεροδεμένοι
ταλοί τόν τσάκισαν τήν ρα πού μέ κλειστά τά μάτια σφραινόταν καί νειρευόταν. Τόν σπρωξαν μέ βία τόν «κλέφτη», τόν ριξαν κάτω καί πρότειναν τά πλα τους. Πίσω πό τά κεφάλια τους πρόβαλε  ξιωματικός τους. Κυριάκος μέ συγκλονισμό τένισε τά γαλανά μάτια. βαλε ργά τό χέρι στήν καρδιά καί τράβηξε ξω τό μενταγιόν.
   Στό νε
μα το ξιωματικο ο δύο στρατιτες νοιξαν δρόμο, καί Κυριάκος διατάχθηκε νά κολουθήσει τόν βλοσυρό βαθμοφόρο.
   Χίλιες
πελπιστικές σκέψεις τόν ζωσαν. «Λές νά λάθεψε; Λές νά το στήσαν καμιά δουλειά; Λές νά τόν θεώρησαν δυό φορές κλέφτη; Λές...».
   Τριακόσια μέτρα
ταν λα κι λα ς νά στρίψουν παρακάτω στήν θωνος κι Κυριάκος νόμισε πώς ξαναπερπάτησε λη τήν Πίνδο. καρδιά του χτυποσε νά σπάσει καί χρυσή καδένα μέ τό μενταγιόν χοροπηδοσε πάνω στό στθος του.
   Με
ναν μόνοι στήν πρώτη στοά τς θωνος. ταλός κοίταζε στό σημεο τς καρδις το Κυριάκου. νοιξε  λληνας τό σακάκι κι πιασε τό κόσμημα.
   Σύγκορμος τραντάχτηκε
πό τούς λυγμούς ταλός κι κλεισε στίς χοφτες του τά σκελετωμένα χέρια το Κυριάκου, το σωτήρα του.
   βγαλε μέ ργές κινήσεις Κυριάκος τό κριβό κόσμημα καί τό πέρασε στό λαιμό το ξιωματικοΧάιδεψε στερα τόν χρυσό σταυρό του κι επε «χει Θεός».
   κανε νά φύγει, μά τά χέρια το ταλο δέν τόν φηναν... τά χέρια το Θεο δέν τόν φηναν.
   — Πόσο κόστιζε τό μενταγιόν, παππού;
   —
σο γάπη κι εγνωμοσύνη, παιδιά μου.
   — Μά,
ταν τόσο κριβό, σο λέει  γιαγιά;
   — Ναί, καί περισσότερο
κόμη. φτασε νά μς θρέψει σ λη τή διάρκεια τς Κατοχς. ς τόν χει καλά Θεός, ψιθύρισε παππούς Κυριάκος τελειώνοντας τούτη τήν ληθινή στορία κι κανε τό σημεο το σταυρο.
Η. Ν.
1. τσαλί = ἱερό χόρτο πού χρησιμεύει γιά προσάναμμα / φρύγανο
2. ἰταλική λέξη πού σημαίνει νερό

Ο ΣΩΤΗΡ
θρησκευτικά 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου