Η ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Κων/νου Γανωτή
Από ομιλία του στο Σεμινάριο Ορθοδόξου Πίστεως, που γίνεται κάθε Κυριακή στο Ενοριακό Κέντρο του Ι. Ναού Αγ. Παρασκευής, του ομωνύμου προαστείου, από 11.30 έως 1 μ.μ.
Φεύγοντας σήμερα από την Θ. Λειτουργία είδα ότι ο κόσμος δεν έφευγε από το ναό μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας. Κι έλεγα: πως να μη κάθονται; Είναι ευχαριστημένοι, αναπαυμένοι, χαρούμενοι οι άνθρωποι. Γιατί; Για σκεφτείτε ότι τον Θεό τον κατέβασαν στη γη και τον πήραν μέσα τους. Πως να μην έχουν χαρά; Μεγάλη χαρά αυτή. Αυτή τη χαρά δεν την είχαν οι πρόγονοί μας.
Οι πρόγονοί μας δεν είναι κάποιοι αρχαίοι ξένοι και αδιάφοροι. Είναι οι παππούδες μας, πριν κάμποσες γενιές και λαχταρούσαν κι αυτοί να χουν αυτή τη χαρά. Όλοι οι άνθρωποι λαχταρούσαν αυτή τη χαρά. Λαχταρούσαν ασυνείδητα ή συνειδητά να έχουν το Θεό μέσα στο σώμα τους, στη ψυχή τους, να ζουν μαζί Του. Και δεν το είχαν οι καημένοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, γιατί δεν το ήξεραν. Και εμείς όταν κάνουμε τους Σταυρούς μας και τις μετάνοιές μας στα εικονίσματα, θα πρέπει να κάνουμε και μερικές μετάνοιες για τους προγόνους μας που δεν ήξεραν να κάνουν το Σταυρό τους. Κι όταν περνούσαν έναν κίνδυνο δεν ήξεραν να πουν: Παναγία μου βόηθα. Δεν ήξεραν την Παράκληση. Γι αυτό είναι αξιοσυμπάθητοι και πρέπει να τους σκεφτόμαστε.
Σκεφτείτε ότι τη διαστροφή που έχουν πάθει πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι να αγνοούν τη θρησκεία και να νομίζουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο και ότι δεν έχει τίποτα πέρα από τις αισθήσεις του, δεν την είχε καμμία εποχή, σε κανένα πολιτισμό του κόσμου. Καμμιά εποχή. Τους 2 τελευταίους αιώνες παρουσιάστηκε αυτή η ρητή αθεΐα, η συνειδητή. Μέχρι τότε οι άνθρωποι κι όταν ακόμα αμφισβητούσαν κάποια θεότητα, την αμφισβητούσαν στο όνομα κάποιας άλλης θεότητας, αλλά δεν είχαν την αθεΐα. Είναι κάτι ανήκουστο αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Έτσι λοιπόν στ’ αρχαία χρόνια, ψάχνοντας στα βιβλία, βλέπω τον ανασασμό των ανθρώπων. Αναπνέω τον καημό τους, τον πόνο τους και τους συμπονώ. Όταν έκαναν τα πανηγύρια προς τιμήν του Απόλλωνα ένα από τα θρησκευτικά μεγέθη που είχαν στην αρχαιότητα μαζεύονταν οι Ίωνες που λάτρευαν τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, μαζεύονταν στους ναούς κι έκαναν πανηγύρια. Εκεί, όπως αναφέρεται, πήγαιναν για να επιδείξουν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα οι άνθρωποι, ο,τι είχε ο καθένας, αλλά πήγαιναν και για να λατρεύσουν το θεό τους. Εκεί έκαναν τον περίφημο ύμνο στον Απόλλωνα, που αποτελούσε λατρευτικό κείμενο, όπως έχουμε εμείς σήμερα την Παρακλητική, κ.λπ. όπου εκεί υπάρχουν κάποιοι στίχοι συγκλονιστικοί. Αναφέρει ότι στο πανηγύρι έρχονταν και οι μούσες κι έλεγαν τραγουδώντας: ‘υμνεύσι ρα θεών δώρ άμβροτα...’ · υμνούν λέει εκεί οι μούσες τα αθάνατα δώρα των θεών, ...ήδ ανθρώπων τλημοσύνας...· και των ανθρώπων τα βάσανα. ...ος έχοντες υπ αθανάτοισι θεοίσι ζώους...· όσα βάσανα έχοντας και σηκώνοντας οι άνθρωποι ζουν κάτω από την εξουσία των αθανάτων θεών, ...αφραδέες και αμήχανοι... · αφραδέες θα πει που δεν μπορούν να κάνουν φράση, να σκεφτούν και αμήχανοι που δεν έχουν τρόπο να κατασκευάσουν... Τι θέλουν οι άνθρωποι να κατασκευάσουν, τι θέλουν να σκεφτούν; Λέει: ...ουδέ δύνανται ευρέμεναι...· κι ούτε μπορούν να βρουν θανάτοιο τ άκος και γήραος άλκαρ...· δε μπορούν να βρουν, λέει, γιατρικό για τον θάνατο και αποτρεπτικό για τα γεράματα. Ο καημός των ανθρώπων, τα βάσανά τους. Και δεν τους φτάνουν αυτά τα βάσανα, αλλά ζουν παράλληλα με τους θεούς, οι οποίοι έχουν άμβροτα, αθάνατα δώρα. Σαν δύο κάστες δηλ., η κάστα των ανθρώπων που έχει όλα τα βάσανα και η κάστα των θεών που τα έχει όλα πλούσια και ωραία και αθάνατα και άνετα και οι άνθρωποι έχουν συνείδηση ότι υπάρχει ωραιότερη ζωή την οποία ποθούν. Δεν είναι σαν τα ζώα που δεν υποπτεύονται ότι μπορούν να ζήσουν καλύτερα άπ’ όσο ζουν. Κι αυτός ο καημός χρωματίζει έντονα όλη την λατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι μέσα στους Ομηρικούς ύμνους, στίχοι 190-193 από τον ύμνο στον Απόλλωνα.