Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

«Πάτερ Μωυσῆ τὴν ἀρετὴ δὲν τὴ μαζέψαμε μαζί. Μὴν μοῦ φέρνεις κόσμο νὰ μὲ τιμᾶνε. Ζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ τιμήσει στὴν ἄλλη ζωή, ὄχι σ΄αὐτὴ τὴν ψεύτικη»





Ταπεινὸς ὑπεράνω σκανδαλισμοῦ

Συγκλονιστικὴ διήγηση ἑνὸς Γέροντα

Ἕναν τέτοιο γέροντα ἀμέριμνο, ἁπλό, ταπεινό, μὲ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, γνωρίσαμε.Ἦταν ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασο τῆς σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ἦλθε στὸ Ἅγιον 'Ὅρος ὅταν κι αὐτὸ ἦταν Τουρκοκρατούμενο. Ἐκοιμήθη πρὶν δώδεκα ἔτη σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἔξι ἐτῶν. Εἶχε στὸ Ἅγιον 'Ὅρος ὀγδόντα ἔξι ἔτη. Ἐξῆλθε αὐτοῦ μία δύο φορές, γιὰ νὰ πάει προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὀγδόντα ἔξι ἔτη εἶχε νὰ φάει κρέας. Ὀγδότα ἔξι ἔτη εἶχε νὰ δεῖ γυναίκα. Εἴκοσι πέντε ἔτη εἶχε νὰ πλύνει τὸ πιάτο του. Ὑγιέσταστος, ἐγκρατέστατος, ἐξυπνότατος , ἀγαθότατος.
Ἑκατὸν τριῶν ἐτῶν ἀνέβηκε στὴ σκέπη τοῦ κελλιοῦ του νὰ διορθώσει τὰ κεραμίδια. «'Ὅτι ζητάω ἀπὸ τὴν Παναγία μου τὸ στέλνει» ἔλεγε. «Ἔχω τὴν εἰκόνα της, τῆς Οἰκονόμισσας, καὶ μὲ οἰκονομεῖ ἡ Ὑπερευλογημένη... Νά, τώρα ἤθελα νερὸ καὶ ἦλθες νὰ μοῦ φέρεις». Μία φορὰ ἦλθαν δύο φίλοι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, νεαροὶ οἰκογενειάρχες, καὶ μὲ ρωτοῦσαν ἂν ὑπάρχουν γέροντες τοῦ Γεροντικοῦ καὶ τῆς Φιλοκαλίας. Ὑπάρχουν τοὺς εἶπα καὶ τοὺς πῆγα στὸν γέροντα αὐτόν, τὸν μοναχὸ Ἰωσὴφ τὸν Κύπριο.
Ἦταν τότε ἑκατὸν πέντε ἐτῶν. Ἦταν ξαπλωμένος κι ἔκανε κομποσχοίνι. «Οἱ κύριοί» τοῦ λέγω, «εἶναι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἤθελαν νὰ πάρουν τὴν εὐχή σου». Τὸν εἶδαν πὼς δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ κουβέντα. Ἀφοῦ εἶπαν δύο-τρία λόγια, τοὺς ἔκαμε νόημα νὰ φύγουμε. Φεύγοντας λένε στὸν γέροντα: «Γέροντα, εἴμαστε μὲ πολλὰ προβλήματα, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ προσεύχεσθε». «Θὰ προσεύχομαι» τοὺς ἁπαντά, «ἀλλὰ γιὰ νὰ προσεύχομαι θέλω καὶ λεφτά»! Ντράπηκα πολύ, τὰ ἔχασα, δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ. Προσπαθοῦσα νὰ δικαιολογήσω τὴν κατάσταση. Ἀποροῦσα γιατί νὰ τὸ κάνει αὐτό. Τοὺς πῆγα σ' ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο κι αὐτὸς νὰ ζητάει χρήματα γιὰ νὰ προσευχηθεῖ; Αὐτὸς ποὺ δὲν γνώριζε καλὰ-καλὰ τὴν ἀξία τῶν χρημάτων καὶ δὲν τοὺς ἔδινε μεγάλη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν καὶ λυπήθηκα.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ πῆγα νὰ τὸν δῶ, μοῦ λέει: «Πάτερ Μωυσῆ τὴν ἀρετὴ δὲν τὴ μαζέψαμε μαζί. Μὴν μοῦ φέρνεις κόσμο νὰ μὲ τιμᾶνε. Ζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ τιμήσει στὴν ἄλλη ζωή, ὄχι σ΄αὐτὴ τὴν ψεύτικη». Ἐξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στοὺς ξένους ζητώντας χρήματα, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε καὶ ποτὲ δὲν τ' ἀγάπησε, μὲ ντροπίασε κι ἐμένα. Ποῦ νὰ τολμήσω νὰ ξαναπάω κόσμο. Χάλασε τὴν εἰκόνα του, ὡς σπουδαίου ἀσκητοῦ. Κατέστρεψε τὴν πρόσοψή του. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς τὸ κάνει αὐτό; Ἦταν ταπεινός. Ὑπεράνω καὶ τοῦ σκανδαλισμοῦ. Τὸν ἐνοίαζε τί θὰ πεῖ γὶ αὐτὸν ὁ Θεὸς κι ὄχι οἱ ἄνθρωποι. 'Ὅταν τὸ εἶπα στοὺς φίλους ἔμειναν ἄφωνοι...


Μοναχὸς Μωυσῆς Ἁγιορείτης, Ἡ εὔλαλη σιωπή, ἔκδ. «Ἐν πλῶ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου