Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Satan sum et nihil humanum a me alienum puto


 Χρονογραφίες


Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, οἱ ἀστοὶ βαρέθηκαν αὐτὲς τὶς φρικτὲς τιμωρίες μὲ τὶς ὁποῖες ἀπειλοῦσε ἡ χριστιανικὴ κοσμοθέαση τοὺς πλούσιους, καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ εἶναι ἐπὶ γῆς θεοί, νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Μετά, κι οἱ πεπαιδευμένοι εὐγενεῖς σκάρωναν γιορτὲς-παρωδίες τῶν χριστιανικῶν τελετῶν, μὲ τὶς ὁποῖες κορόιδευαν τοὺς βαρετοὺς παπάδες τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ ἀνέχονται. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ἐποχὴ τῆς Λογικῆς καὶ τῶν Φώτων, καὶ ξεμπέρδεψαν μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ παπαδίστικα, τοὺς ἔπιασε μιὰ κάποια ρομαντικὴ μελαγχολία. Καὶ δώσ’ του οἱ δράκουλες καὶ οἱ διάβολοι καὶ τὰ πνεύματα στὰ μυθιστορήματα. Ἀλλὰ κι ὅταν πέθαναν οἱ γιοί τους στὸν Α’ Π.Π. τὸ ρίξαν στὸν πνευματισμό (ὄχι στὸν Χριστιανισμό, ἀλίμονο) γιὰ νὰ δοῦν τὸ πνεῦμα τοῦ γιοῦ (;) τους, γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν. Κι ἀπὸ τὴν πολὺ κατάθλιψη ἢ τὸ κενὸ ἢ τὴν διαστροφή, σκέφτηκαν διάφορα ὡραῖα καλλιτεχνικὰ καὶ λογοτεχνικά. «Τὸ πολὺ γὰρ τῆς θλίψεως…». Κι ὅλα αὐτὰ τὰ πνεύματα καὶ οἱ διάβολοι τῆς μοδέρνας λογοτεχνίας καὶ τέχνης δὲν ἦταν ὅ,τι ἦταν τὰ πνεύματα στὰ παραμύθια τῆς ἀμόρφωτης γιαγιᾶς, ἀλλὰ πνεύματα μὲ ἀξιώσεις ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας καὶ κυριαρχίας. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀθῶοι «βουρκόλακες» (ἢ τὸ ἀρχικὰ χριστιανικὸ Χάλογουιν) ποὺ συνυπῆρχαν σὲ μιὰ χριστιανικὴ κοινωνία δὲν εἶναι οἱ βρυκόλακες τῆς τηλεόρασης καὶ μιᾶς ἀντιχριστιανικῆς κοινωνίας (καὶ τοῦ ἀντίστοιχου, σημερινοῦ Χάλογουιν). Ὅσο τὸ «χθόνιο» (ἂς τὸ πῶ ἔτσι) στοιχεῖο δὲν εἶχε πάρει τὸ πάνω χέρι (σὲ ἐπίπεδο κουλτούρας καὶ λογιοσύνης), ἦταν κάτι διαφορετικό, εἶχε διαφορετικὴ ἐπίδραση. Τώρα, ποὺ ἔγινε «λογοτεχνία», εἶναι ἀλλιῶς.

Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ δοῦμε ὅλα αὐτὰ σὰν παγκόσμια λογοτεχνία, αὐτὰ τὰ «Νὰ τὸ δοῦμε κι ἀλλιῶς» καὶ τὰ γνωστικιστικὰ «Κι ἂν ὁ Διάβολος δὲν εἶναι κακός;», σὰν ἀριστουργήματα, σὰν τὴν ἀφρόκρεμα τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ τὴν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας. Ἐνῶ εἶναι κατάπτωση καὶ ἐπιστροφὴ σὲ ἐποχὲς Καλιγούλα, μὲ μάγισσες καὶ χαρτορίχτρες, καὶ στὰ τὰμ-τάμ, πολὺ πιὸ πίσω κι ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. Μερικὰ πράγματα (τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, τὸν Χριστιανισμό) κακῶς τὰ παίρνουμε ὡς δεδομένα, σὰν λουλούδια ποὺ φυτρώνουν κάθε Ἄνοιξη καὶ θὰ συνεχίσουν νὰ φυτρώνουν, ἐνῶ δὲν εἶναι. Καὶ γι’ αὐτό, ὅποιος ἐπιτίθεται σὲ αὐτά, εἴτε μέσῳ τῆς Τέχνης εἴτε τῆς Πολιτικῆς, δὲν ἀξίζει παρὰ νὰ τοῦ ἐπιτιθέμεθα -ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ ἀφανισμὸς τῶν πραγμάτων αὐτῶν δὲν εἶναι ἱστορικὰ ἀδιανόητος κι ἀδύνατος.

Πράγματι, κι ὁ Λόρδος Βύρων εἶχε κάποιες τάσεις δρακουλέ. Ἀλλὰ αὐτοθυσιάστηκε καὶ πέθανε στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ Πεσσόα ὄχι. Πράγματι, οἱ ἰδέες ἐντάσσονται στὴν ἐποχή τους. Ἀλλὰ ὅσο ὑπάρχει διαχρονικὸς ἐχθρὸς τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, ὁ Χριστιανισμός, ὁποιαδήποτε ἐπικαιροποίησή τους δὲν εἶναι παρὰ ἡ συνέχεια μιᾶς παλιᾶς καλῆς διαμάχης, ποὺ ἀναβίωσε τὸν 17ο-18ο αἰ. Δὲν εἶναι ἁπλῶς «ὁ Μεσοπόλεμος» ἢ ἡ «Ἑταιρεία τῆς Θούλης» καὶ ἡ Μπλαβάτσκυ καὶ ἡ Θεοσοφία. Εἶναι πράγματα χιλιοειπωμένα, ἐπιχειρήματα χιλιοπαιγμένα, χιλιοαπαντημένα καὶ ξανὰ χιλιοτεθέντα στὸ τραπέζι τῶν φιλοσοφικῶν συζητήσεων. Βεβαίως, ἡ κασσέτα θὰ ξαναπαιχτεῖ καὶ τώρα. Τὸ λάθος ἔγκειται νὰ νομίζουμε ὅτι πρόκειται γιὰ μοντέρνα καὶ στιγμιαῖα πνευματικὰ συμβάντα. Σαφῶς ἐντάσσονται στὴ σύγχρονη προβληματική, τοῦ καιροῦ τους, μὲ ἀφορμὲς τωρινὲς κι ὄχι τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ. Ὅμως, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὴν σύγχρονη προβληματικὴ τὴν ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα ὁ Χριστιανισμός (κι ἡ χριστιανικὴ ἀντίληψη περὶ Διαβόλου, καὶ ὄχι ἀντίστοιχα ζητήματα λ.χ. τῆς θρησκείας τῶν Ἴνκας ἢ τοῦ Δωδεκάθεου), γι’ αὐτὸ ἡ «σύγχρονη προβληματικὴ» ἐπαναφέρει ἕνα κάρω ἀπόψεις τῶν Γνωστικῶν, τοῦ Ἰουλιανοῦ, τοῦ Κέλσου, κι ἄλλων. Κι ἔτσι, τὶς νομιμοποιεῖ πλαγίως, ἐνῶ ὑποτίθεται ὅτι τὶς ἔχει ξεπεράσει.

Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι τὸ ζήτημά μας, ἡ τελικὴ αἰτία, δὲν εἶναι ὁ Μεσοπόλεμος τῶν ἀπογοητευμένων ψυχῶν κι ἡ ἀντίδραση στὸν ὑλισμὸ τῶν μπολσεβίκων καὶ τῶν πληβείων. Μιὰ χαρὰ προετοιμαζόταν τέτοιες ἰδέες ὅλον τὸν 19ο αἰ., ὅταν καμμιὰ «ἐπανάσταση» καὶ καμμιὰ «μελαγχολία τοῦ Μεσοπολέμου» δὲν ὑπῆρχαν.

«Ἑωσφορισμός». Τί νὰ κάνουμε, αὐτό εἶναι. Νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴ Γένεσι Γ’ 4-5; Τὸ ζουμὶ εἶναι τὸ ἴδιο, «λογοτεχνικοὶ» πειραματισμοὶ μὲ ἀντιχριστιανικὲς ἰδέες. Γιὰ πλάκα, γιὰ ἀστεῖο ἢ «πρόκληση», γιὰ «τροφὴ γιὰ σκέψη», ξέρω γώ, καὶ καλά. Λὲς καὶ ζοῦμε τὸν 1ο αἰ. μ.Χ. καὶ πρέπει νὰ τὰ ξαναδοῦμε ὅλα –καί, μάλιστα, ὄχι (πρὸς θεοῦ) φιλοσοφικὰ (ποὺ θὰ εἶχε καὶ νόημα) ἀλλὰ μόνο λογοτεχνικά. Ἀπέραντη κούραση. Καὶ ὅλα αὐτά, μάλιστα, συνταιριασμένα μὲ τὴν αὐτοθεοποίηση τοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου. Τί ὡραῖα.

Ὅποιος βάζει τὴν ἀξία τῶν πειραματισμῶν αὐτῶν πάνω ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀντίστοιχες πρέπει νὰ ξέρει τί θέτει καὶ πρῶτο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀκτιβισμὸ, σημαίνει μὴ σεβασμὸ γιὰ τὸ περιεχόμενο κάποιων ἰδεῶν κι ἐκφράσεων. Ἐλευθερία ἔχουμε, καὶ δὲν ζοῦμε σὲ χριστιανικὴ κοινωνία. Ἄλλο ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθερίας κι ἄλλο τοῦ κάθε παράγωγου τῆς ἐλευθερίας, ἀκόμη κι ἐκείνου ποὺ ἐπαναφέρει ἀπόψεις Γνωστικὲς καὶ τῶν Ἀπόκρυφων Εὐαγγελίων, ἔστω κι ἀπὸ σπόντα.

Τώρα, βέβαια, ὁμολογῶ ὅτι ἴσως φταίει ὅτι δὲν μ’ ἄρεσε τόσο πολὺ ἡ λογοτεχνία. Βαριόμουνα ἀπίστευτα τὸν Φάουστ. Ἡ κακιὰ φαντασία, ποὺ λέει κι ὁ Πλωτίνος κι οἱ Πατέρες. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς: Τίποτε λογοτεχνικὸ δὲν εἶναι σκέτα λογοτεχνικό, ἀκριβῶς ὅπως κανένα θρησκευτικὸ κείμενο δὲν εἶναι μόνο μεταφυσικὴ πραγματεία (κι ὄχι λογοτεχνία). Κι ἐφόσον δὲν εἶναι «μόνο λογοτεχνία», ἐγείρει κι ἄλλα ζητήματα, ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά. Ἄλλο ἂν ἡ «πρόκληση» ἑνὸς τέτοιου θεάτρου στὴν Ἑλλάδα, δεκαετίες μετά, ἔχει σαφὴ πολιτικὴ στόχευση, τὴν Ἐκκλησία.

«Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπάω εἰλικρινά -ὤ, πόσο μ’ ἔχουν συκοφαντήσει!», ποὺ λέει κι ὁ Διάβολος στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου