Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν ὁποία
πήραμε τροφὴ γιὰ πνευματικὴ κουβέντα, προέρχεται ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιον
καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ ΙΓ΄ κεφάλαιο, στίχοι 31-37 καὶ τὸ ΙΔ΄ κεφάλαιο, στίχοι
1-2.
Μελετώντας στὸ σύνολό της τὴν ἐν
λόγω Εὐαγγελικὴ περικοπή, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μία σαφῆ ἀναφορὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ
Μάρκου γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐφιστᾶ πρὸς ὅλους
τὴν ἀνάγκη πνευματικῆς ἐγρήγορσης, διότι ὅπως ἀναφέρει, «οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ
κύριος τῆς
οἰκίας ἔρχεται» (Μρκ 13, 35). Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Δευτέρα ἔλευση τοῦ Κυρίου, δὲν ὑπόκειται
σὲ χρονικοὺς καθορισμούς, καθὼς καὶ πάλι μᾶς βεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος:
«περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν», (Μρκ 13, 32).
Συσχετίζεται ὅμως μὲ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καθενός μας, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν
γνωρίζουμε, παρ΄ ὅλο ποὺ εἴμαστε σίγουροι πὼς θὰ ἔρθει. Ὁ Ἱερὸς λοιπὸν Εὐαγγελιστής,
μᾶς παροτρύνει, νὰ ἔχουμε νήψη, ὥστε ἡ ὥρα, εἴτε τοῦ θανάτου μας εἴτε τῆς
Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας νὰ μὴ μᾶς βρεῖ «καθεύδοντας».
Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἐσχατολογικὰ
γεγονότα, ἐννοοῦμε κυρίως ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν μὲ τὴ Δευτέρα ἔλευση τοῦ
Χριστοῦ, γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους.
Κατὰ συνέπεια, καὶ ἐνῶ ἀναμένουμε
αὐτὰ τὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα, οὐσιαστικὰ ἐξ ἐπόψεως τρόπου ζωῆς τὰ ἔσχατα ἤδη
εἶναι παρόντα, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι ἀπολαμβάνουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπὸ τὴν
παροῦσα ζωή. Ὅπως θὰ διαπιστώσουμε στὴν συνέχεια, οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τώρα προγεύονται
ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθοῦν. Τὰ ἔσχατα, δὲν ἀναμένονται χρονικῶς, ἀλλὰ
φωτίζουν λειτουργικῶς ἀπὸ σήμερα τὸν ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρη τὴν
κτίση.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς
μαθητές Του νὰ ἔχουν τὰ μάτια τους ἀνοιχτά. Και νὰ προσεύχωνται. Τοὺς
εἶπε: «Βλέπετε. Ἀγρυπνεῖτε. Προσεύχεσθε. Οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρὸς ἐστίν». Ἡ
προσευχὴ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ χρειάζεται πάντοτε στὸν ἄνθρωπο, καθὼς εἶναι ὠφέλιμη.
Γιατί αὐτὴ τὸν κρατεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὑπὸ τὴν σκέπη Του. Αὐτὴ τὸν
φυλάει ἀπὸ τὴ φιλαυτία, τὴν αὐτοπεποίθηση καὶ ἀπὸ τὸ παραστράτημα τῆς
ματαιοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας.
Σὲ περίοδο θλίψης καὶ κινδύνων, ὁρατῶν
καὶ ἀοράτων, ἡ προσευχὴ χρειάζεται ἀκόμη πιὸ πολύ. Γιατί εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀπάρνησης
τῆς αὐτοπεποίθησης καὶ ἔκφραση τῆς ἐλπίδας στὸ Θεό. Εἶναι λοιπόν, γεγονὸς ὅτι ἡ
προσευχὴ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἰδιαιτέρως στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ
πληρότητα καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναμένονται νὰ βιωθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν
μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴ μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου
Χριστιανοῦ, προσανατολίζεται πρὸς τὴν ἀναμενόμενη καινὴ πραγματικότητα, τὴ ζωὴ
τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὅλη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία του, ἀπὸ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ
νοηματοδοτεῖται.
Γνωρίζουμε, ἄραγε, οἱ σημερινοὶ
χριστιανοί, τί εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσευχή, ποιὰ τὰ χαρακτηριστικά της καὶ ποιοὶ οἱ
καρποί της; Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπῆρξαν οἱ κατεξοχὴν προσευχόμενοι ἄνθρωποι,
μᾶς ἔχουν παραδώσει τὴν ἱερή τους ἐμπειρία μὲ τρόπο ἐκφραστικὸ καὶ
κατηγορηματικό. Ἡ προσευχή, μᾶς λένε, εἶναι ἀνύψωση τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ
συνομιλία μαζί Του. Αὐτὴ μᾶς κρατᾶ σὲ συνεχῆ νήψη καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνακαινιζομένου πιστοῦ,
κατευθύνεται ταυτοχρόνως στὸ «νῦν» καὶ στὴ μέλλουσα Βασιλεία, ἡ ἐμπειρία τῆς ὁποίας
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ «νῦν». Ὁ ἀνακαινισμὸς βιοῦται ὡς ἀραβώνας
πνευματικὸς καὶ ἡ μέλλουσα ζωὴ ὡς γάμος ἐν πνεύματι. Ἡ βίωση ἢ ὄχι τῶν ἐμπειρικῶν
πραγματικοτήτων, θὰ εἶναι ἀνάλογη ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ προετοίμασε κανεὶς τὸν ἑαυτό
του καὶ ἀγρύπνησε πνευματικά, ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος
μὲ τὶς ἐπιλογὲς του καθορίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του στὸ μέλλον. Γιατί, ἡ ἕνωση
τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, εἶναι πραγματικότητες ποὺ ἀρχίζουν νὰ βιώνονται ἀπὸ
τώρα καὶ αὐξάνονται κατὰ τὸ πνευματικὸ μέτρο τοῦ καθενός, ὅμως, ἡ πληρότητά
τους θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὴν ἄλλη ζωή.
Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀδιαλείπτως,
στραμμένος πρὸς τὸν Θεό, ταπεινά, διὰ τῆς προσευχῆς, εἶναι ἐνεργὸς μέσα του ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκφραζόμενη ὡς ἁγιοπνευματικὴ ζωή. Γι΄ αὐτό, χριστιανὸς ποὺ
δὲν προσεύχεται, δὲν εἶναι ἀληθινὸς χριστιανός. Καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξέρει νὰ
προσευχηθεῖ, δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος.
«Ὅπως τὸ σῶμα», λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος, «χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι νεκρό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, χωρὶς τὴν προσευχή,
εἶναι νεκρή».
Ὁ ἀνακαινισμὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς
τοῦ πιστοῦ, ἐνεργεῖται μέσα στὴν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». (Β Κορ. 6,2). Γι΄ αὐτὸ
ἐπιβάλλεται ἀφ΄
ἑνὸς μὲν νὰ προφυλασόμαστε διὰ τῆς προσευχῆς, ἀφ΄ ἑτέρου δὲ νὰ γίνουμε ἀπὸ αὐτὴ
τὴ ζωὴ κοινωνοὶ καὶ μέτοχοι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ νὰ βιώσουμε μέσα μας τὴ
Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «φύεται ἐν
τῶδε τῷ βίῳ
καὶ τὰς ἀρχὰς ἐντεῦθεν λαμβάνει, τελειοῦται δὲ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος», δηλαδή, (ὁ ἀνακαινισμὸς)
ἐμφυτεύεται στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ, τελειοποιεῖται ὅμως κατὰ τὸν
μέλλοντα αἰώνα, ὅταν θὰ φθάσει κανεὶς σ΄ ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ
Καυσοκαλυβίτης τόνιζε συχνά: «Νὰ προσεύχεσαι χωρὶς ἀγωνία, ἤρεμα, μὲ ἐμπιστοσύνη
στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μὴν κουρασθεῖς νὰ προσεύχεσαι. Νὰ
γονατίζεις μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ προσεύχεσαι ταπεινὰ
καὶ μὲ ἀγάπη, ὅσο μπορεῖς. Θὰ βρεῖς μεγάλη βοήθεια».
Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ταυτοχρόνως ἀρρωστημένη καὶ ὑγιαίνουσα φύση. Ἢ εἶναι
ὑγιὴς ἢ εἶναι ἀσθενής. Ἡ θεραπεία ἄλλωστε, τόσο ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ
τὴν προσωπικὴ ἁμαρτία, δὲν ἀναμένεται στὸ μέλλον, ἀλλὰ παρέχεται πλήρως μέσα στὸ
πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν παροῦσα ζωή. Διότι, δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν δύο
βασιλεῖες καὶ δύο κυρίαρχοι ταυτοχρόνως (θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγωκεκτρικὸ
θέλημα). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσει μέσα μας τέτοια «οἰκουμενικὴ
κυβέρνηση». Ὅταν συμβαίνει πάντως νὰ ὑπάρχει κάτι τέτοιο, δὲν εἶναι σίγουρα «οἰκουμενική»,
ἀλλὰ γνήσια οἰκουμενιστική, δηλαδή, συγκρητιστική.
Ἀμέσως, μόλις ταπεινωθοῦμε,
ζητώντας μόνον αὐτὴ τὴ Βασιλεία ἐνεργὸ μέσα μας, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ βιοτικά, θὰ μᾶς
τὰ διασφαλίσει ὁ Χριστός, ὡς τεκμήρια τῆς ἀξιοπιστίας τῶν λόγων του: «Ζητεῖτε
πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα
προστεθήσεται ὑμίν». (Μτθ. 6,33).
Ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν πιστῶν
στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἀπεριόριστη, καθὼς μποροῦν νὰ φθάσουν μέχρι τοῦ
σημείου νὰ γίνουν κατὰ χάριν ὅ,τι ὁ Χριστὸς εἶναι κατὰ φύσιν. Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι
ὁ σκοπὸς καὶ ἡ προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία, ἀέναος προσευχὴ γιὰ τὴν
αὔξηση τῆς δεκτικότητας τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τὴν «ἡμέρα
Κυρίου». Τότε ποὺ θὰ λάμψει ὁ Θεὸς μὲ τὴ δόξα τῆς θεότητός Του, θὰ γίνει ἡ ἀνέσπερη
καὶ ἀτελεύτητη ἡμέρα χαρᾶς τῶν Ἁγίων. Γιατί ἐνῶ ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Κυρίου
στὸν κόσμο ἦταν φανέρωση ἀνακαινίσεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔνδοξη
Δευτέρα Παρουσία Του θὰ εἶναι παρουσία κρίσεως κόσμου.
Νὰ τί λέει ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης
σχετικὰ μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα: «Μὲ τὴν ἐγρήγορση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη
προσευχή, προσέχεις καὶ φέρνεις καλοὺς λογισμούς. Ἐνῶ, ἂν δὲν βρίσκεσαι σὲ ἐγρήγορση,
μπορεῖ ὁ νοῦς σου νὰ πάει σὲ διάφορα μὴ πνευματικὰ πράγματα ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ἐλεεινά.
Γι΄ αὐτὸ προσπάθησε νὰ μὴ μαζεύεις σαβούρα λογισμῶν καὶ ὕστερα παλεύεις νὰ τοὺς
διώξεις. Νὰ λὲς τὴν εὐχὴ καὶ νὰ συγκεντρώνεσαι. Μὴν ἀφήνεις τὸ νοῦ σου νὰ
γυρίζει».
Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἔγινε ἤδη
στοὺς πιστοὺς καὶ γίνεται πάντοτε σὲ ὅσους τὴν δέχονται. Ἑπομένως, ἡ «ἡμέρα
Κυρίου» πρόκειται νὰ αἰφνιδιάσει μόνο τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ γιὰ τοὺς δικαίους
καὶ ἁγίους εἶναι ἤδη παροῦσα. Ὅσοι εἶναι ἀνακαινισμένοι πνευματικά, ἀγρυπνοῦν
καὶ προσεύχονται ἐν μετανοία, αὐτοὶ δὲν κρίνονται στὴ μέλλουσα κρίση, οὔτε ἐλέγχονται
μὲ τὸ φῶς γιατί ἔχουν προφωτισθεῖ καὶ εἶναι τέκνα φωτὸς καὶ υἱοὶ τῆς μελλούσης
Βασιλείας. Δηλαδή, ἡ «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθεῖ αἰφνιδίως καὶ
θὰ εἶναι παρουσία καὶ «ἀνάστασις κρίσεως», γιὰ ὅσους βρίσκονται μέσα στὸ σκότος
τῶν παθῶν καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀνακαινισθεῖ καὶ ὄχι βεβαίως γιὰ ἐκείνους ποὺ ἑλλάμπονται
ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
Ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Θεία Εὐχαριστία,
δὲν εἶναι τίποτε λιγότερο ἀπὸ φανέρωση τοῦ καινοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως τῶν μελῶν
τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀναμενόμενης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν εἶναι διαφορετικὴ
ἀπὸ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅταν ὁ πιστὸς γίνεται «κοινωνὸς» ἤδη ἀπὸ ἐδῶ, τῆς
Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέσω τῆς προσευχῆς, γίνεται συγχρόνως συμμέτοχος καὶ
κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ
Θεολογία, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνεται πὼς εἶναι, ἀλλὰ ὅ,τι πρόκειται νὰ
γίνει, ἀφοῦ ἔχει κληθεῖ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός. Ἑπομένως, ἡ ἁγιοπνευματικὴ
ζωή, εἶναι ἄκτιστη ζωὴ καὶ παρέχεται, χαρισματικῶς, μόνον μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐντοπίσει σὲ καμμιὰ ἄλλη θρησκεία ἢ στοὺς ἑτεροδόξους
αἱρετικοὺς χριστιανούς.
Ὡς ἀπαύγασμα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωή, κυριαρχεῖ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις
τοῦ πιστοῦ, στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ὀρθότητα
τοῦ βίου συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν εὐσέβεια τῶν πιστῶν. Ἡ σωστὴ θεωρητικὰ πίστη
καθεαυτὴν ἀπὸ μόνη της, δὲν ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτήρα ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι διεφθαρμένη, γιατί δὲν ἐνεργεῖ μαγικά, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἄρρηκτη σύνδεση μὲ τὴν
ἁγιοπνευματικὴ ζωή, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «οὐδὲν γὰρ
ὄφελος ἠμὶν εἰς σωτηρίαν, δογμάτων ὑγιῶν, διεφθαρμένης ἠμὶν τῆς ζωῆς».
Στὶς ἐπερχόμενες δοκιμασίες θὰ μᾶς
θρέψει καὶ θὰ μᾶς στηρίξει μόνο ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» κοινωνία μὲ τὸν ὄντως
Ὄντα Θεό, τὸν Παντοκράτορα Κύριο. Ὁ δικός Του αἰώνιος λόγος ἀκούγεται σήμερα, ὅσο
ποτὲ ἄλλοτε, ἀφυπνιστικὸς καὶ σωτήριος: «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ
προσεύχεσθε...», γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἕτοιμους πνευματικά, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε
τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του. Ἀμήν.
Ἰ. Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου