Τοῦ Καθηγούμενου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου, Ἀρχιμανδρίτη Γρηγόριου
Τὴν γυναίκα τοῦ Ἀδάμ, τὶς γυναῖκες τῶν
δικαίων τῶν πρὸ τοῦ Νόμου, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ
Ἰακώβ, τῶν δώδεκα πατριαρχῶν, καὶ ὅλες τὶς ἀπ΄ αἰῶνος διαλάμψασες στὴν
σωφροσύνη καὶ τὴν ἀγαθωσύνη, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη πουθενὰ δὲν τὶς γιορτάζει,
οὔτε καὶ ὁ ἀρχαῖος κόσμος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ σατανολατρείας.
Μόνον ὁ πολυγύναιος Σολομῶν πλέκει
πραγματικά το ἐγκώμιο τῆς καλῆς γυναίκας, τῆς ἀγωνιζομένης νυχθημερὸν νὰ
εὐχαριστήση τὸν ἄνδρα της, τὸν ὁμόζυγό της.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως σήμερα, μὲ τὴν γιορτὴ
τῶν Μυροφόρων, τιμᾶ τὴν γυναίκα τῆς κάθε ἡλικίας καὶ διδάσκει πὼς ἡ
γυναίκα, ὅταν εἶναι κοντὰ στὸν Χριστό, γίνεται ἰσχυρότερη τοῦ ἄνδρα,
ἱκανὴ γιὰ τὰ πάντα. Δὲν σκιάζεται καμμιὰ φοβέρα. Στὸ πρόσωπό της
τερματίζεται ἡ γυναικεία φιλαυτία καὶ δειλία καὶ τὰ δίνει ὅλα γιὰ ὅλα
γιὰ τοὺς ἄλλους. Οἱ τολμηρὲς γυναῖκες, ποὺ λέγονται μυροφόρες, εὐθὺς ὡς
εἶδαν τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ, δὲν κοιμήθηκαν, δὲν ἐφτιάχθηκαν, δὲν
ἐμαγείρεψαν, δὲν ἔβαλαν πλυντήρια, ἀλλὰ ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν ἀρώματα,
ἄρχισαν νὰ κάνουν προθέρμανση, γιὰ νὰ τολμήσουν νὰ ἐπισκεφθοῦν, προτοῦ
νὰ φεγγίση ὁ ἥλιος, τὸν τάφο τοῦ ἐσταυρωμένου, τοῦ καταδικασμένου, τοῦ
παραγκωνισμένου, τοῦ ξένου. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ δυναμιτάκια δὲν τὰ πῆραν
ἀπὸ κανένα συμπόσιο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν σταυρὸ
τοῦ Χριστοῦ. Ξεκινοῦν μέσα στὴν μαύρη νύχτα νὰ ἐκτελέσουν τὰ καυσίματα
τῆς καρδιᾶς τους. Καὶ διδάσκουν ὅλο τὸν κόσμο πὼς ἡ γυναίκα μέσα στὴν
Ἐκκλησία εἶναι τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα. Ἀντιθέτως, ἡ γυναίκα ἐκτὸς
Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα πραγματικὸ παλιοκούρελο, ποὺ τὸ βαστᾶ ὁ καθένας στὸ
χέρι του καὶ περιμένει νὰ περάση τὸ ἀπορριματοφόρο τοῦ Δήμου νὰ τὸ
πετάξη μέσα σὰν ἄχρηστο, σὰν κάτι ποὺ τοῦ εἶναι περιττὸ στὴν ζωή του,
σὰν βρώμικο.
Αὐτὸ τὸ μάθημα τῆς πραγματικῆς γυναίκας
μᾶς δίνει σήμερα τὸ τόλμημα τῶν Μυροφόρων. Ἡ γυναίκα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου
καὶ νὰ πάη μυρίζει, εὐωδιάζει καὶ τὴν χαρὰ καταγγέλλει. Πάντοτε ὁ
ἄνθρωπος ἔψαχνε τὴν ὄμορφη γυναίκα, λαχταροῦσε νὰ δὴ μιὰ ὄμορφη γυναίκα,
ὄχι ὅμως τὴν σημερινὴ γυναίκα ποὺ εἶναι μόνον σάρκες καὶ κόκκαλα καὶ
τίποτε παραπάνω.
Ἡ γυναίκα ποὺ παραμένει ἐν τῷ Χριστῷ
ἔχει τρία χαρακτηριστικά: Εἶναι σεμνή. Εἶναι ταπεινή. Εἶναι αὐτάρκης. Ἡ
σημερινὴ γυναίκα τοῦ κόσμου ἔχει τρία χαρακτηριστικά: Εἶναι ἄσεμνη.
Εἶναι ἄπιστη. Θέλει λεφτὰ καὶ σέξ. Τὰ πάντα κάνει, γιὰ νὰ ἑλκύση τὸ
ἕτερο φύλο, τολμῶ νὰ πῶ καὶ τὸ ὅμοιο, στὶς ἡδονὲς τοῦ βίου. Δὲν ζητάει
σπίτι. Θέλει νὰ ζήση ἔξω τῆς αὐλῆς της…
Βρέθηκα στὴν Βοστόνη ἀπὸ τὰ βάσανα τῶν
πολλῶν μου ἀσθενειῶν• ὄχι γιὰ νὰ κηρύξω ἡ νὰ προφητέψω. Συνάντησα μιὰ
γυναίκα. Φοροῦσε ἕνα ἁπλὸ παπούτσι, σὰν κείνη τὴν πολυθρύλητη συρτὴ
παντόφλα, τὴν ἔνδοξη, τῶν γιαγιάδων μας. Τὸ φόρεμά της ἁπλό, λίγο πάνω
ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο. Ἄβαφτη, ἀμπογιάτιστη. Τὸ μαλλάκι της, χτενισμένο απ'
τὰ χέρια της, ἔφτιαχνε μιὰ μικρὴ φουντίτσα πίσω στὸ κεφάλι της. Ρωτῶ:
– Πόσα χρόνια ἔχεις σ' αὐτὴν τὴν ξένη χώρα;
– Τριάντα πέντε.
– Καὶ δὲν ἄλλαξες οὔτε κόμμωση, οὔτε ὑπόδηση;
– Ὄχι, Γέροντα. Ὅπως ἦρθα ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη τὸ χωριό μου, ἔτσι παρέμεινα.
– Δὲν σὲ πῆραν τὰ πυρὰ τοῦ πολιτισμοῦ νὰ σὲ ἀλλοιώσουν; Γεροντοκόρη εἶσαι;
– Ὄχι, Γέροντα. Ὕπανδρος μὲ παιδιά. Κόπιασε ἀπὸ τὸ σπίτι μου τὸ βράδυ νὰ πιάσετε ψωμί.
Σκλαβωμένος ἀπὸ τὴν σεμνότητά της πῆγα.
Σὲ ἀνώγειο μὲ ὑποδέχθηκε. Ὅλα θύμιζαν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Σ΄ ἕνα δωμάτιο ἦταν τὸ προσκυνητάρι μὲ τὶς ἅγιες εἰκόνες, μὲ
τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ λιβάνι καὶ τὸ κερὶ καὶ τὸ καντήλι τῆς
πίστης καὶ τοῦ Γένους ἀναμμένο. Τῆς λέγω:
– Δὲν περίμενα σ΄ αὐτὴν τὴν χώρα, ποὺ γίνεται τὸ μάλε-βράσε, νὰ λικνίζεται μέσα στὸ σπίτι ὁ Χριστός.
Περπάταγα στὴν Θεσσαλονίκη μὲ μοναχὸ ἀπὸ
τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βράδυ. Ἐκεῖ δὰ στὴν Ἀριστοτέλους ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα
παρουσιάστηκε μπροστά μου μιὰ παραδοσιακὴ γυναίκα. Στάθηκα,
σταυροσημειώθηκα καὶ εἶπα: «Δόξα τῷ Θεῷ, σήμερα εἶδα γυναίκα». Μοῦ λέγει
ὁ μοναχός:
– Καλά, ὅλη μέρα, Γέροντα, δὲν ἔβλεπες γυναῖκες;
– Ὄχι, παιδί μου, κούσελα ἔβλεπα. Πόνο
μοῦ δημιουργοῦσαν στὴν ψυχή μου. Πῶς αὐτὴ ἡ κόρη μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ
αὐριανὴ μητέρα; Πῶς ἡ γυναίκα αὐτὴ μ' αὐτὴν τὴν ξεφτίλα στὴν παρουσία
καὶ στοὺς τρόπους μπορεῖ μεθαύριο νὰ γίνη οἰκοδέσποινα; Πῶς αὐτὴ ἡ
ξεγαρισμένη πρωτοφούρνη θὰ μπορέση νὰ κρατήση ἀναμμένο τὸ καντήλι τῆς
πίστης καὶ τοῦ Γένους; Ποιὸς θὰ τὴν δὴ νὰ προσεύχεται γονατιστή; Ποιὸς
θὰ τὴν ἀντικρύση μὲ τὸ λιβανωτὸ στὸ χέρι; Ποιὸς θὰ τὴν δὴ νὰ νανουρίζη
τὸ παιδί της, ὄχι μὲ μπουζούκια, ἀλλὰ μὲ τραγούδια ποῦ δὲν διαφέρουν ἀπὸ
χερουβικὸ ὕμνο; Ποιὸς θὰ τὴν δὴ νὰ δυσκολεύεται νὰ ταξιδέψη, γιὰ νὰ μὴ
σηκωθῆ τὸ φόρεμά της καὶ φανῆ ὁ ἀστράγαλός της;
Ἡ ὡραιότερη εἰκόνα πάνω στὴν γῆ εἶναι ἡ
μάννα ποὺ βαστᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της. Αυτήν τὴν εἰκόνα μᾶς τὴν
δίνει κάθε ἐκκλησιὰ ποὺ πηγαίνουμε νὰ προσκυνήσουμε. Εἶναι ἡ Παναγία μὲ
τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ζεστὴ ἀγκάλη, ποὺ τὴν ζητᾶμε ὅλοι.
Ἄχ, ἃς μᾶς τὴν ἔδινε καὶ ἡ γυναίκα ποὺ νομίζει πὼς βασιλεύει σήμερα στὸν
κόσμο, ἀλλὰ δὲν κατακυριεύει.
Καὶ ὁ ἄνδρας ποὺ πηγαίνει κοντά της,
ἀφοῦ ἁμαρτήση, ἀφοῦ ἱκανοποιηθῆ, αὐτὴν ποὺ πρότερα ἔπνιγε στὰ φιλιά, ἡ
ψυχολογία του τοῦ λέγει: «Δὸς της μιὰ κλωτσιᾶ νὰ τῆς χύσης τὰ ἔντερά
της».
Γυναίκα, ὁ Χριστὸς σὲ τίμησε. Γυναίκα, ἡ
πίστη στὸν Χριστὸ σὲ ἀνέβασε. Γυναίκα, μεγάλης τιμῆς ἀξιώθηκες ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία• γιορτή σοῦ ἔφτιαξε σήμερα. Ἀγάπησε τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ
ζῆσε μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν μυροφόρα, σὰν οἰκοδέσποινα, σὰν μάννα, γιὰ
νὰ εἶσαι πάντοτε ἡ πολυτραγουδισμένη, ἡ σεβαστή, ἡ πανώρια μέσα σ΄ αὐτὸν
τὸν παράδεισο ποὺ ζοῦμε. Νὰ παραμείνης ἡ φιλόκαλη καὶ φιλόστοργη καὶ
σύντροφος τοῦ Ἀδὰμ καὶ οἰκίστρια τοῦ παραδείσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου