Τοῦ π. Δημητρίου Μπόκου
Χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς
Δαυῒδ καὶ ὀχτακόσια ὁ προφήτης Ἡσαΐας, μὲ τὴν ἔλλαμψη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος προφητεύουν τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός, ποὺ ἡ
ἐκκλησιαστική μας παράδοση ταυτίζει μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ
Κυρίου. Βλέπουν τὸν Μεσσία-Χριστὸ μὲ τὴ μορφὴ ἰσχυροῦ
πολεμιστῆ, νὰ ἐπιστρέφει μὲ γρήγορο καὶ στιβαρὸ βάδισμα -
ἔνδοξος νικητὴς - ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης, ντυμένος μὲ
κόκκινη πολεμικὴ στολή. Ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἐδώμ, τὴν Ἰδουμαία
(συμβολικὸ τόπο τῶν ἐχθρῶν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ) καὶ εἰδικώτερα
ἀπὸ τὴν πρωτεύουσά της, τὴ Βοσόρ.
Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νικητῆ Χριστοῦ
στὸν τόπο του, τὸν οὐρανό, μετὰ τὴ συντριβὴ τῶν ἐχθρῶν του,
περιγράφεται πληθωρικὰ στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς. Οἱ
οὐράνιοι ἄγγελοι ἐκπλήττονται σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ βλέποντας
ἄνθρωπο νὰ ἀνεβαίνει πάνω ἀπὸ αὐτοὺς καὶ διερωτῶνται μὲ τὰ
λόγια τῶν προφητῶν: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν
Ἐδώμ; “Τίς ἐστιν οὗτος ὁ ὡραῖος ἀνήρ;” Καὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος
μόνο, ἀλλὰ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος». Τὴν ἀπάντηση ἀναλαμβάνει νὰ
δώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ ὁμιλῶ γιὰ
δικαιοσύνη καὶ ἔχω τὴ δύναμη νὰ φέρω τὴ σωτηρία».
Οἱ ἄγγελοι ξαναρωτοῦν: «Γιατί τὰ
ἱμάτιά σου εἶναι ἐρυθρὰ καὶ τὰ ἐνδύματά σου σὰν νὰ ἐξῆλθες
ἀπὸ πατητήρι σταφυλιῶν;» Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ: «Ἔρχομαι “ἐκ
Βοσόρ, ὅπερ ἐστὶ τῆς σαρκός”, (ἀπὸ τὴ σάρκα, ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου
ἔδρασα ὡς ἄνθρωπος). Εἶναι ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτιά μου, διότι
“ληνὸν ἐπάτησα μονώτατος”. Τὸ πατητήρι ἦταν γεμάτο καὶ
κανένας ἄλλος δὲν μὲ... βοήθησε νὰ πατήσω τὰ
σταφύλια. Κοίταξα γύρω μου μὲ πολλὴ προσοχή, ἀλλὰ δὲν βρῆκα
βοηθό, κανένας δὲν μοῦ ἔδωκε ἕνα χέρι βοήθειας. Τὸ
παντοδύναμο χέρι μου μόνο του ἔσωσε τὸν λαό μου. Καταπάτησα
στὸν θυμό μου τοὺς ἐχθρούς μου, τοὺς συνέτριψα σὰν χῶμα, ἔκαμα
τὸ αἷμα τους νὰ τρέξει στὴ γῆ» (Ἡσ. 63, 1-6 καὶ ὑμνολογία τῆς
ἑορτῆς). Μὲ τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν ὑποδηλώνεται ἡ
συντριβὴ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λαοῦ του, τῶν δαιμονικῶν
δηλαδὴ δυνάμεων.
«Βλέπουσαι δὲ τὸν οἰκεῖον
δεσπότην» οἱ τάξεις τῶν ἀγγέλων, ὅταν ἀντιλήφθηκαν, ὅτι αὐτὸς
ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Βοσὸρ ὡς ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος
βασιλιάς τους, ἄρχισαν νὰ κραυγάζουν ἔξαλλες πρὸς τὶς
ἀνώτερες ἀγγελικὲς ταξιαρχίες νὰ ἀνοίξουν διάπλατα τὶς
οὐράνιες πύλες, γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ νικητὴς Κύριος: «Ἄρατε
πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ
εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». Στὴν ἐρώτηση δὲ τῶν
ἀνωτέρων ἀγγελικῶν δυνάμεων: «Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς
τῆς δόξης;» οἱ κατώτεροι ἄγγελοι ἀπαντοῦσαν: «Κύριος
κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ, …Κύριος τῶν
δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23, 7-10).
Ἡ παραστατικὴ αὐτὴ περιγραφὴ
θέλει νὰ τονίσει ὅτι κανένας ἄλλος, οὔτε κάποιος ἄνθρωπος
μεσολαβητής, οὔτε ἄγγελος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ («οὐ πρέσβυς, οὐκ
ἄγγελος), ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Κύριος», ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «ἔσωσεν
ἡμᾶς», λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς του ἀγάπης πρὸς ἐμᾶς. Αὐτὸς
λοιπὸν κατέβηκε στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, στὸν ἴδιο τὸν Ἅδη,
ἀναζητώντας τὸ πλάσμα του, τὸν Ἀδάμ. Ἦρθε καὶ βρῆκε τὴν
πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, τὴν πῆρε στοὺς ὤμους του, τὴν ἔκαμε
δηλαδὴ φύση δική του, τὴν ἀνύψωσε πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους,
«ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας», καὶ τελικὰ τὴν ἐκάθισε
στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, τὴν ἔκαμε αἰώνιο συγκάθεδρο τῆς Ἁγίας
Τριάδας. «Ἐπὶ τῶν ὤμων Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν,
ἀναληφθείς, τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγες»,ψάλλουμε
χαρακτηριστικά. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀνθρώπινη φύση ἔφτασε στὸν
ἀρχικό της προορισμό.
«Κοινωνοὶ θείας φύσεως» εἴμαστε
καλεσμένοι νὰ γίνουμε καὶ μεῖς, μέτοχοι δηλαδὴ τῆς φύσεως
αὐτῆς ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀνῆλθε καὶ συνεκάθισε στὰ
δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μέγιστη
καταξίωσή μας. Γένοιτο!
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 395, Ἰούν. 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου