Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής ἔκπαιδευτικοῦ ἔργου θεολόγων Ἀττικῆς
Οἱ ἀποφάσεις 1749 καί 1750/2019 τοῦ ΣτΕ μέγας θρίαμβος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας καί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν παιδιῶν μας
Στίς 20 Σεπτεμβρίου 2019 γνωστοποιήθηκαν οἱ ἀποφάσεις 1749 καί 1750/2019 τῆς ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες ἀκυρώνουν τά προγράμματα στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τά ὁποῖα τέθηκαν σέ ἐφαρμογή ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τό 2017 καί ἀποτελοῦσαν ἀπομίμηση τοῦ ξενόφερτου ὅσο καί ἀποτυχημένου religious literacy. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές ὁρίζουν ὅτι τό μάθημα τό ὁποῖο δικαιοῦνται οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μαθητές πρέπει νά εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό καί κατοχυρώνουν ἔτσι πανηγυρικῶς τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν παιδιῶν μας.
Τό ἱστορικό τῆς ὅλης ὑποθέσεως
Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή: Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι στά σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος ὀρθόδοξο χριστιανικό ἀπό τό 1821 μέχρι σήμερα. Δυστυχῶς ὅμως ἐδῶ καί ἑξήντα χρόνια τό μάθημα αὐτό ἔχει ἀντιμετωπίσει ποικίλες ἐπιθέσεις ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ναί μέν εἶναι ἐλαχιστότατοι ὡς πρός τόν ἀριθμό, ὅμως βρίσκουν τόν τρόπο καί εἰσδύουν ἄλλοτε στά μέσα ἐνημερώσεως καί ἄλλοτε στήν ἐκτελεστική ἐξουσία. Παρήγορο εἶναι τό γεγονός ὅτι πάντοτε δικαιώνεται ἀπό τή δικαστική ἐξουσία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει πάντοτε διά τῶν ἀποφάσεών της τήν ἀκεραιότητά της.
Οἱ ἀήθεις ἐπιθέσεις εἰς βάρος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας, κατ΄ οὐσίαν ἐπιθέσεις εἰς βάρος τῶν παιδιῶν μας, ἔχουν πραγματοποιηθεῖ μέ παντοειδή μέσα. Ποιός δέν θυμᾶται τούς θεολογικούς ἀγῶνες τοῦ 1962, ὅταν ὁ τότε ὑπουργός παιδείας ἐπιχείρησε νά μειώσει δραματικά μέχρι καί νά ἀπαγορεύσει τήν ὀρθόδοξη παιδεία; Οἱ τότε φοιτητές θεολογίας, ἔγραψαν ὅμως ἱστορία μέ μαχητική διαδήλωση, ὅπου ὑπῆρξαν καί πολλοί τραυματίες. Ἡ δέ περιβόητη δικτατορία (1967-1974) δέν διόρισε ἀπολύτως κανέναν θεολόγο καθηγητή. Ἀργότερα ἐπῆλθε καί ἡ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ λυκείου: στήν πρώτη ἀπό τρεῖς σέ δύο καί ἔπειτα στήν τρίτη ἀπό δύο σέ μία.
Ἡ ἐπίθεση στό λύκειο συνεχίσθηκε μέχρι τό 1998, ὁπότε προτάθηκε ἀρχικά ἡ ἀπάλειψη τῶν ὡρῶν τρίτης καί δευτέρας λυκείου, ἀλλά ἀποτολμήθηκε μόνον ἡ μείωση τῶν ὡρῶν τῆς δευτέρας λυκείου ἀπό δύο σέ μία. Ὅμως, κατόπιν προσφυγῆς γονέων μαθητῶν στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκυρώθηκε διά τῆς ἀποφάσεως 2176/1998 ἡ σχετική ὑπουργική ἀπόφαση καί ἐπανῆλθαν οἱ ὧρες διδασκαλίας στά πρότερα. Μία περίοδος σχετικῆς ἡρεμίας κύλησε γιά μία δεκαετία, χωρίς νά λείπουν ἀπό τά μέσα ἐνημερώσεως καί μερικοί φαιδροί τύποι, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονταν εἰς βάρος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας, διότι τούς ἦταν καί τούς εἶναι ἀδύνατον νά χωνεύσουν ὅτι ὑπάρχει στά ἑλληνικά σχολεῖα μάθημα τό ὁποῖο ἔχει ὡς γενική ἀρχή του τό κέλευσμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ "ἀγαπᾶτε ἀλλήλους".
Καί αἴφνης τό 2008 σέ περίοδο θερινῶν διακοπῶν, ἐξαπολύεται ἐγκύκλιος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἡ ὁποία ἦταν γραμμένη μέ χαρακτηριστική ἀσάφεια ἔτσι ὥστε νά προτρέπει, κατά παράβαση τοῦ Συντάγματος, τούς ὀρθοδόξους μαθητές νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν. Μετά ἀπό διαμαρτυρίες ἐκπαιδευτικῶν καί γονέων ἀκολούθησαν καί ἄλλες ἐγκύκλιοι, οἱ ὁποῖες ἦταν λιγότερο ἀσαφεῖς, ὥσπου ὁμάδα ἐκπαιδευτικῶν προσέφυγε στό Διοικητικό Ἐφετεῖο Χανίων, τό ὁποῖο διά τῆς ἀποφάσεως 115/2012 ὅρισε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί δέν ἀπαλλάσσονται ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν.
Τό ἕνα πρόβλημα ὅμως διαδέχεται ἕνα ἄλλο. Τό 2011 ἐμφανίσθηκε σέ πιλοτική μορφή πρόγραμμα στό μάθημα θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο κάθε ἄλλο παρά ὀρθόδοξο ἦταν. Τό πρόγραμμα αὐτό ἐπιχειροῦσε νά ἀντικαταστήσει τήν ὀρθόδοξη παιδεία διά τοῦ ἤδη ἀποτυχόντος στή χώρα προελεύσεώς του βρεταννικοῦ religious literacy. Προκάλεσε δέ ἄπειρες ἀντιδράσεις: ἡ πιλοτική ἐφαρμογή του ἀπέτυχε παταγωδῶς, ἑπτά συνέδρια συγκλήθηκαν καί ἐπεσήμαναν τά ἀπειράριθμα σφάλματά του, τρεῖς ὀγκώδεις τόμους σχημάτισαν οἰ ἀρνητικές κριτικές οἱ ὁποῖες ἐγράφησαν γι΄ αὐτό. Κι ὅμως, οἱ δημιουργοί του δέν πτοήθηκαν, πέντε ἔτη μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή του βρῆκαν, τό 2016, κυβέρνηση πρόθυμη νά τό ἐπιβάλει καθολικῶς. Ἡ καθολική ἐφαρμογή τοῦ παντελῶς ἀκατάλληλου ἐκείνου δημιουργήματος συνάντησε τήν ἀντίσταση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, κληρικῶν, ἐκπαιδευτικῶν, γονέων, μαθητῶν. Ἀπείλησε μάλιστα καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί κατά συνέπεια τήν ἐπαγγελματική ὑπόσταση τῶν θεολόγων καθηγητῶν, διότι πολλοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί γονεῖς ἀπείλησαν νά ἀπαλλάξουν τά παιδιά τους ἀπό τό μάθημα αὐτό, ἐπειδή δέν ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Κι ἐπειδή οἱ λαϊκές ἀντιρρήσεις δέν λαμβάνονται ὑπ΄ ὄψιν ἀπό ὅποια ἐκτελεστική ἐξουσία ἐπιμένει νά αὐθαιρετεῖ, κατετέθη στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας αἴτηση ἀκυρώσεως εἰς βάρος τῶν προγραμμάτων τοῦ 2016 ἀπό κληρικούς, ὀρθοδόξους χριστιανικούς συλλόγους, τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων καί ὀρθοδόξους χριστιανούς γονεῖς μαθητῶν. Οἱ προσφυγόντες δικαιώθηκαν καί τά ὑπόδικα προγράμματα ἀκυρώθηκαν διά τῶν ἀποφάσεων 660 καί 926/2018 τῆς ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ. Ὅμως τό Ὑπουργεῖο Παιδείας εἶχε σπεύσει νά ἐκδόσει τά ἐν λόγῳ προγράμματα μέ ἐλαφρές λεκτικές παραλλαγές σέ νέες ὑπουργικές ἀποφάσεις! Ἔτσι διατυμπανιζόταν ἐπί ἕνα χρόνο, ὅτι δέν ἀκυρώθηκαν ἀπό τό ΣτΕ τά ἰσχύοντα, ἀλλά τά προηγούμενα καί μή ἰσχύοντα πλέον προγράμματα. Ἡ κίνηση αὐτή ἐπέσυρε νέες αἰτήσεις ἀκυρώσεως, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τίς νέες ἀποφάσεις 1749/2019 καί 1750/2019 τῆς ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ, οἱ ὁποῖες ὁμοίως ἀκύρωναν τά ἐπικίνδυνα, ὅπως τά εἶχε χαρακτηρίσει στίς 3/9/2016 ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κος Ἱερώνυμος, προγράμματα.
Κύρια σημεῖα τῶν ἀποφάσεων 1749/2019 καί 1750/2019 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας
Μελετώντας τίς δύο ἀποφάσεις παρατηροῦμε ὅτι συμπλέουν, ἔχουν τόν αὐτό προσανατολισμό καί τό αὐτό ἀποτέλεσμα καί τοῦτο διότι τά δύο ἀκυρωθέντα ἐν τέλει προγράμματα, μολονότι τό ἕνα ἀφορᾶ τό δημοτικό καί τό γυμνάσιο καί τό ἄλλο τό λύκειο, εἶναι ταυτόσημα ὡς πρός τίς ἐπιδιώξεις καί ὡς πρός τίς μεθόδους τους.
Ἑρμηνεύοντας λοιπόν τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ἐπιτάσσει ὅτι "ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες", ἡ ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἡ ἀπόφαση 1750 παρ. 15 ὁρίζουν ταυτοσήμως: "Εἰδικότερα, ὡς ἀνάπτυξη τῆς "ἐθνικῆς" συνειδήσεως νοεῖται εὐλόγως, ἐφ΄ ὅσον τό ἑλληνικό Κράτος ἰδρύθηκε καί ὑπάρχει ὡς ἐθνικό Κράτος (βλ. ΣτΕ 460/2013 Ὁλομ.), ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς - καί ὄχι ἄλλης - ἐθνικῆς συνειδήσεως, ὡς ἀνάπτυξη δέ τῆς "θρησκευτικῆς" συνειδήσεως νοεῖται, γιά τήν πλειοψηφία, βεβαίως, τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν πού ἀσπάζονται τό δόγμα αὐτό, ἡ ἀνάπτυξη ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ. 2176/1998 7μ., 3356/1995), ἐνόψει τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηριζόμενη ὡς "ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα", ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, ὅπως προεκτέθηκε, ὡς ἡ θρησκεία τῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ."
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τό τί σημαίνει ἡ φράση "ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως" ὁρίζουν ταυτόσημα ἡ ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἡ ἀπόφαση 1750 παρ. 15: "Περαιτέρω, δοθέντος ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση γεννᾶται καί διαμορφώνεται σταδιακά, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ βίου, στό πλαίσιο τῆς οἰκογένειας (ἡ ὁποία, ὡς "θεμέλιο τῆς συντηρήσεως καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους" τελεῖ - ὅπως καί ἡ παιδική ἡλικία - ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους, κατά τό ἄρθρο 21 τοῦ Συντάγματος), ἀπό τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος σέ συνδυασμό μέ τίς διατάξεις τῶν παρ. 1 καί 2 τοῦ ἄρθρου 13 αὐτοῦ καί τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ συνάγεται ὅτι ὡς "ἀνάπτυξη" τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως κατά τά ἀνωτέρω νοεῖται ἡ ἐμπέδωση καί ἐνίσχυση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν μέ τή διδασκαλία τῶν δογμάτων, ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐκ τούτου δέ ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι, ἀνήκοντες στήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀσπάζονται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2016 Ὁλομ.)."
Ἐδῶ θά ἀνοίξουμε μία παρένθεση, ὥστε νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 βάσει τῆς ὁποίας ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ παιδιοῦ διαμορφώνεται πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σχολική ἡλικία καί ἔχει συγκεκριμένο περιεχόμενο - γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές ὀρθόδοξο χριστιανικό - ἀνήκει στόν γράφοντα.
Πολύ πρό τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως τῶν ἀντισυνταγματικῶν προγραμμάτων, ἐπειδή ἀκριβῶς κάποιοι εἶχαν ἰσχυρισθεῖ ὅτι τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος εἶναι τάχα ἀόριστο, εἴχαμε δημοσιεύσει ἐπανειλημμένως ὅτι τό ἐν λόγῳ ἄρθρο: "ἀναφέρει «ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», δέν ἀναφέρει «δημιουργία», πολύ δέ περισσότερο δέν ἀναφέρει καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφέρει «παραποίηση», «διαστρέβλωση» ἤ «βιασμό» τῆς συνειδήσεως. Τόσο ἡ ἐθνική, ὅσο καί ἡ θρησκευτική συνείδηση ὑπάρχουν ἤδη, τό παιδί εἶναι ἤδη Ἕλληνας καί τό γνωρίζει, εἶναι ἤδη χριστιανός ὀρθόδοξος καί τό γνωρίζει καί ἡ βάσει τοῦ Συντάγματος κρατική παιδεία, ἀποσκοπεῖ νά ἀναπτύξει τήν συνείδησή του αὐτή, δέν τήν δημιουργεῖ.
Ἑπομένως, δέν εἶναι δυνατόν ὁ Ἕλληνας νά διαπαιδαγωγεῖται ἀπό τό κράτος ὥστε νά ἀναπτύξει π.χ. βραζιλιανή ἤ ἰαπωνική ἐθνική συνείδηση, τήν ὁποία δέν ἔχει. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ χριστιανός ὀρθόδοξος νά διαπαιδαγωγεῖται ἔτσι ὥστε νά ἀναπτύξει βουδδιστική ἤ ἰνδουιστική θρησκευτική συνείδηση, τήν ὁποίαν ἐπίσης δέν ἔχει, οὔτε νά ἐπιχειρεῖται νάρκωση τῆς θρησκευτικῆς του συνειδήσεως μέσῳ ἀπαγορεύσεως τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος καί ἀντικαταστάσεώς του ἀπό θρησκειολογικό ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄσχετο μέ τήν θρησκευτική του συνείδηση. Ὁ βαπτισμένος ἤ ὁ ἐπιθυμῶν νά βαπτισθεῖ χριστιανός ὀρθόδοξος ἔχει ἤδη τήν ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση, ὅπως καί ὁ ἔχων ἑλληνική ἰθαγένεια καί ἐθνικότητα ἔχει ἤδη τήν ἑλληνική ἐθνική συνείδηση καί αὐτές καλλιεργεῖ ἡ βάσει τοῦ συντάγματος ἑλληνική παιδεία."[1]
Προχωρώντας οἱ δικαστικές ἀπόφασεις ὁρίζουν στά αὐτά ὡς ἄνω ἄρθρα τους ὅτι "Τό κυριότερο μέσο, μέ τό ὁποῖο - ἐκτός τῶν ἄλλων (προσευχή, ἐκκλησιασμός) - ὑπηρετεῖται ὁ ἀνωτέρω συνταγματικός σκοπός εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.). Συνεπῶς, στίς ἀνωτέρω ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος διατάξεις ἀντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ἤ κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων, μέ τίς ὁποῖες, μέσῳ, κυρίως, τῶν προγραμμάτων διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, γιά τούς ἀποτελοῦντες τήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μαθητές, δέν ὑπηρετεῖται ὁ ὡς ἄνω συνταγματικός σκοπός, ἡ ἀνάπτυξη δηλαδή, ὑπό τήν προεκτεθείσα ἔννοια, τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.). Περαιτέρω, ὡς ἀποστολή τῆς Παιδείας, ἡ, ὑπό τήν προεκτεθείσα ἔννοια, "ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως" ἀποτελεῖ συνταγματική ὑποχρέωση τοῦ Κράτους, ἐπιτελεῖται δέ κυρίως μέ τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο γιά νά ὑπηρετεῖ τόν ἐν λόγῳ σκοπό, πρέπει νά διδάσκεται ἐπί ἰκανό ἀριθμό ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995), νά μήν ὑποβαθμίζεται κατά τή διδασκαλία καί τήν ἐξέταση σέ σχέση μέ ἄλλα μαθήματα καί νά περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε, μέ σαφήνεια καί πληρότητα, τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά προκαλεῖ σύγχυση μέ τή διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.) Πρέπει δηλαδή τό μάθημα νά διατηρεῖ ὡς προέχουσα καί κύρια μέριμνα ὄχι τήν παροχή πληροφοριῶν ἤ τήν ἐπεξεργασία γνώσεων ἤ τήν ἀνάπτυξη προβληματισμῶν ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωνιολογικῆς φύσεως (ἀντικείμενο ἄλλωστε καί ἄλλων μαθημάτων) ἀλλά τήν καλλιέργεια τῶν κατάλληλων προϋποθέσεων ὥστε νά μπορεῖ νά μεταδοθεῖ τό προεκτεθέν κατά τό Σύνταγμα περιεχόμενό του."
Τό μάθημα λοιπόν τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κατά τίς δικαστικές ἀποφάσεις τό κύριο μέσο ἀναπτύξεως τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἐντός τοῦ σχολείου καί πρέπει ὡς πρός τό περιεχόμενο νά εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό καί νά διδάσκει τίς ἀλήθειες πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά διδάσκεται σέ ἰκανό ἀριθμό ὡρῶν ἑβδομαδιαίως, νά μή ὑποβιβάζεται σέ σχέση μέ τά ἄλλα μαθήματα ἀλλά καί νά μή συγχέεται ἡ διδακτέα ὕλη του μέ τή διδακτέα ὕλη ἄλλων μαθημάτων. Ἐφ΄ ὅσον δέ διασφαλισθοῦν ὅλα τά ἀνωτέρω, δέν ἀποκλείονται καί θρησκειολογικοῦ περιεχομένου πληροφορίες ἀπό τό ἐν λόγῳ μάθημα[2].
Ἐφαρμοστικός ὅλων τῶν ἀνωτέρω νόμος εἶναι ὁ ν. 1566/1985, ὁ ὁποῖος στό 1ο ἄρθρο του θέτει μεταξύ τῶν σκοπῶν τῆς πρωτοβάθμιας καί τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως καί τό νά διακατέχονται οἱ μαθητές ἀπό τά γνήσια στοιχεία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παραδόσεως[3].
Ὑπενθυμίζουν δέ γιά μία ἀκόμη φορά οἱ δικαστικές ἀποφάσεις[4] τό δικαίωμα τῶν μή ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν νά ἀπαλλάσσονται πλήρως ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν χωρίς καμμία δυσμενή ἐπίπτωση γι΄ αὐτούς τούς ἰδίους.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐνισχύονται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία ἔχει προβλέψει ἰδιαίτερο μάθημα θρησκευτικῶν γιά ρωμαιοκαθολικούς καί γιά ἰσραηλίτες μαθητές, ὅπως καί γιά μαθητές οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στή μουσουλμανική μειονότητα τῆς Δυτικῆς Θράκης[5].
Ἔχοντας οἱ δικαστικές ἀποφάσεις ἤδη παραθέσει διάφορα χαρακτηριστικά ἐπίμαχα σημεῖα τῶν προσβαλλομένων προγραμμάτων[6] ἐξηγοῦν ὅτι τά ἐν λόγῳ προγράμματα παραβιάζουν: α) τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, β) τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, γ) τό ἄρθρο 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ[7], δ) τό ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, ε) τό ἄρθρο 14 σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ[8]. Πολλαπλές ἦταν λοιπόν οἱ παραβιάσεις τοῦ Συντάγματος καί τῆς ΕΣΔΑ στίς ὁποῖες ὑπέπεσαν οἱ συντακτικές ἐπιτροπές τῶν ἀκυρωθέντων προγραμμάτων. Θά εἶχαν ὅμως ἀποφευχθεῖ, ὅπως καί οἱ ἀκυρωτικές διαδικασίες, ἐάν οἱ συντακτικές ἐπιτροπές ἦταν ἀνοικτές σέ διάλογο καί ἔδιναν ἔστω καί ἐλάχιστη σημασία στίς χιλιάδες τῶν σελίδων τίς ὁποῖες συμπλήρωναν οἱ ἀρνητικές εἰς βάρος τῶν προγραμμάτων τους κριτικές ἀντί νά ἐφαρμόζουν μέ θρησκευτική εὐλάβεια τό «οὐ μέ πείσῃς κἄν μέ πείσῃς».
Ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀντιδράσεις εἰς βάρος τῶν ἀποφάσεων
Ὅμως τό πάθημα ὄχι μόνο δέν γίνεται μάθημα, ἀλλά κάποιοι συνεχίζουν τήν ὡς ἄνω τακτική ἀπαρέγκλιτα. Διότι, κατά τρόπο ὅλως παράδοξο, ἀμέσως μόλις ἔγινε γνωστό τό ἀκυρωτικό ἀποτέλεσμα τῶν ἀποφάσεων ἀλλά καί ... πρίν ἀκόμη δημοσιευθοῦν τά πλήρη κείμενα τους, ἄρχισαν νά βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κάποια ἄρθρα, τά ὁποῖα διαστρέβλωναν πλήρως τίς ἐν λόγῳ ἀποφάσεις.
Κυκλοφόρησε ὁ ἀπαράδεκτος καί παντελῶς ἀνυπόστατος ἰσχυρισμός, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ μετατρέπουν τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ... σέ προαιρετικό! Ἀκόμη δημοσιεύθηκε ἡ φήμη, ὅτι διά τῶν ἐν λόγῳ ἀποφάσεων ... ἀπελευθερώνονται οἱ ἀπαλλαγές ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν[9].
Ὅσο καί ἄν μελετήσαμε καί ξαναμελετήσαμε λεπτομερῶς καί ἐπισταμένως τίς ἀποφάσεις, ὅσο καί ἄν ρωτήσαμε εἰδικευμένους δικηγόρους οἱ ὁποῖοι μελέτησαν ἐπίσης ἐπισταμένως τίς ἀποφάσεις, στάθηκε ἀδύνατο νά ἀνακαλύψουμε ποῦ οἱ ἀποφάσεις ὁρίζουν κάτι τέτοιο. Καί ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐν τέλει παντελῶς διαφορετική ἀπό ὅ,τι φαντάσθηκαν μερικοί: Οἱ ἀποφάσεις ὄχι μόνον δέν μετατρέπουν τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν σέ προαιρετικό, ὄχι μόνον δέν ἀπελευθερώνουν τίς ἀπαλλαγές ἀπό αὐτό, ἀλλά εἰσάγουν ἕνα ἀκόμη ἐμπόδιο ὥστε νά ἀποτρέψουν τίς αὐθαίρετες καί ἀδικαιολόγητες ἀπαλλαγές, ἀπαλλαγές οἱ ὁποῖες θά εἶχαν σκοπό ἀποκλειστικῶς καί μόνον τή δημιουργία ἐλεύθερης ὥρας γιά κάποιους μαθητές. Ὁρίζουν λοιπόν, ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ, οἱ δικαστικές ἀποφάσεις, ὅτι γιά τούς δικαιούμενους ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ἐπιβάλλεται ἡ θέσπιση ἰδιαιτέρου μαθήματος, π.χ. μαθήματος ἠθικῆς[10]. Ἡ διάταξη αὐτή δέν εἶναι κάτι νέο, ἀλλά ἁπλῶς ἀποτελεῖ συμμόρφωση μέ τή διεθνή πρακτική.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ αὐτό καθ΄ αὐτό τό ζήτημα τοῦ ἄν οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δικαιοῦνται ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ τό Διοικητικό Ἐφετεῖο Χανίων διά τῆς ἀποφάσεως 115/2012, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι δέν συντρέχει λόγος ἀπαλλαγῆς ὀρθοδόξου μαθητή ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν. Τήν ἀπόφαση αὐτή δέν ἔχει ἀνατρέψει κατά κανένα τρόπο τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖο ὁρίζει διά τῶν ἐν λόγῳ δύο ἀποφάσεών του, ὅτι ἀπαλλαγῆς δικαιοῦνται γιά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ ἄθεοι μαθητές[11].
Ἀντιθέτως, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐπανειλημμένως ἐπισημάνει, τά ἀκυρωθέντα προγράμματα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἦταν ὀρθόδοξα χριστιανικά, ἀπελευθέρωναν πλήρως τίς ἀπαλλαγές, διότι κάθε χριστιανός ὀρθόδοξος μαθητής εἶχε τή δυνατότητα νά ἀπαλλαγεῖ παντελῶς ἀπό ἕνα τέτοιο μάθημα, ὅπως καί ἀπείλησαν ἀρκετοί νά τό πράξουν καί μόνο ἡ προοπτική δικαστικῆς νίκης τούς ἔπειθε νά ἀναβάλλουν μία τέτοια λύση.
Κι ἐπειδή διατυπώθηκε καί ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι "μπαίνουμε σέ μία ἀνεξέλεγκτη κατάσταση κατά τήν ὁποία τό μάθημα θά ὑποτιμηθεί"[12] , διευκρινίζουμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ὑποτίμηση τῶν παιδιῶν μας ἀλλά παιδεία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφόδιο στόν δρόμο τους πρός τή σωτηρία.
Δυστυχῶς ὅμως, οἱ ἀνυπόστατοι ἰσχυρισμοί δέν λήγουν ἐδῶ. Διατυπώθηκαν, καί μάλιστα ἀπό ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τά ἑξῆς ἀπαράδεκτα: «Μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ καθιερώνεται μάθημα ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα καί περιεχομένου καί καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως μέ ἐπίκεντρο τήν ὀρθόδοξη παράδοση τοῦ τόπου. Τό ἑπόμενο βῆμα θά εἶναι ἡ μείωση τῶν θεολόγων καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ ἄλλους “θεολόγους”, οἱ ὁποῖοι θά διδάσκουν συναφή καί ἰσότιμα πρός τά Θρησκευτικά μαθήματα (βλ. γερμανικό μοντέλο), ὑπό τό σκεπτικό νά καλυφθεῖ ἡ ἐλεύθερη ὧρα. Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια θά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια τῆς χώρας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει περιέλθει σέ ἐξαιρετικά δυσχερή θέση, παρά τό ὅτι πολλοί θεωροῦν “νίκη” τήν ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ. Δυστυχῶς ὅμως θά ἀποδειχθεῖ μία πύρρειος νίκη, ἡ ὁποία θά ἔχει δυσμενέστατες συνέπειες ὄχι μόνο γιά τή θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἀλλά καί γιά τήν Ἐκκλησία καί στίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία»[13]
Τά ἀνωτέρω πόρρω ἀπέχουν τῆς ἀληθείας. Κατ΄ ἀρχήν τά ἀκυρωθέντα προγράμματα, παρ΄ ὅλο τόν ἰσχυρισμό τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου, δέν ἦταν ὑποχρεωτικά γιά κανέναν. Ἐξηγήσαμε ἤδη γιατί δέν ἦταν ὑποχρεωτικά γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές καί πῶς ἀπείλησαν θανάσιμα τήν ἐργασιακή ὑπόσταση τῶν θεολόγων ἐκπαιδευτικῶν. Γιά δέ τούς ἀλλοθρήσκους δέν ἦταν ὑποχρεωτικά, διότι οἱ ἀλλόθρησκες οἰκογένειες θέλουν μάθημα σύμφωνα μέ τή δική τους πίστη καί δέν ἐνδιαφέρονται γιά ἕνα ἀλλοπρόσαλλο μεῖγμα ἀξεδιάλυτων πληροφοριῶν γιά τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου ἐν γένει, μεῖγμα ἰκανό νά ἀποπροσανατολίσει ὁποιοδήποτε παιδί σέ ὅποια θρησκεία καί ἄν ἀνήκει - τέτοια ἀκριβῶς ἦταν τά ἀκυρωθέντα προγράμματα στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καί φυσικά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἰσχύει γιά τούς ἀθρήσκους καί ἀθέους, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν ἀπολύτως κανένα μάθημα θρησκευτικῶν, διότι ἁπλούστατα δέν θεωροῦν τή θρησκεία χρήσιμη. Καί πῶς θά μειωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν θεολόγων καθηγητῶν; Ἐπειδή οἱ ἀλλόθρησκοι θά δικαιοῦνται δικό τους μάθημα; Ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως ἀπαλλάσσονταν πάντοτε ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν γιά τούς λόγους τούς ὁποίους ἐξηγήσαμε, πῶς θά ἀλλάξει κάτι τώρα στό ζήτημα αὐτό; Καί γιατί θά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια τῆς χώρας; Πῶς ἀμφισβητήθηκαν ἀπό τό 1837, ἔτος ἱδρύσεως τοῦ πρώτου πανεπιστημίου στήν Ἑλλάδα, κι ἐνῷ παρέμενε ὅλα αὐτά τά χρόνια τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς χώρας ὀρθόδοξο χριστιανικό; Γιατί τώρα, πού ξαναγίνεται ὀρθόδοξο χριστιανικό τό σχολικό μάθημα θά πρέπει νά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια, οἱ ὁποῖες ὡς ὀρθόδοξες δέν ἀμφισβητήθηκαν ἐδῶ καί ἑκατόν ὀγδονταδύο (182) ἔτη; Ἀντίθετα, ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἀκυρωθέντων προγραμμάτων, θά ἦταν δυνατόν νά καταργηθοῦν κατ΄ ἀρχήν ὡς ἄχρηστοι ἀρκετοί θεολογικοί κλάδοι οἱ ὁποῖοι διδάσκονται στίς θεολογικές σχολές τῆς Ἑλλάδας καί νά συρρικνωθοῦν ὁρισμένοι ἄλλοι. Σέ τί θά χρησίμευε πλέον ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στά πανεπιστήμια, ἀφοῦ τά ἀκυρωθέντα προγράμματα δέν τήν περιελάμβαναν; Γιατί θά ἔπρεπε νά διδάσκονται ἐκτενῶς οἱ φοιτητές θεολογίας τήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τά ἀκυρωθέντα προγράμματα μόνο γιά ἕξι ὧρες θά ἔπρεπε νά διδάσκουν στοιχεῖα ἀπό αὐτήν; Γιατί ἐν τέλει θά εἶναι δυσμενέστατες οἱ συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία; Ἀπό τό 1821 μέχρι τό 2016, χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο τό μάθημα θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς Ἑλλάδας ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό, ποιές ἦταν οἱ δυσμενέστατες συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία; Εἶναι φανερό λοιπόν, ὅτι μέ τέτοιους σαθρούς ἰσχυρισμούς δέν εἶναι δυνατόν νά πάμε μπροστά κατά κανένα τρόπο. Γι΄ αὐτό καλοῦμε ὅσους τούς διετύπωσαν, νά τούς ἀνακαλέσουν καί τότε θά ἔχουν τήν ἐκτίμηση ὅλων. Διότι ὅποιος ἀποδέχεται τό σφάλμα του χαίρει ἐκτιμήσεως, ἐνῷ ὅποιος ἐμμένει σέ αὐτό ὄχι.
Ἀς μή ἐπιχειρεῖ λοιπόν κανένας ἀπό τοῦδε νά στρεβλώνει τό νόημα δικαστικῶν ἀποφάσεων. Διότι τότε θά ὁδηγηθοῦμε κατ΄ ἀνάγκην στό συμπέρασμα, ὅτι κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιχειρεῖ νά ἀπενεργοποιήσει τίς δικαστικές ἀποφάσεις καί νά ἐπιβάλει στόν ἑλληνικό λαό ὅσα αὐτός ὁ ἴδιος ἐπιδιώκει. Θά πρέπει ὅμως ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει νά ἔχει ὑπ΄ ὄψη ὅτι τό νά διασπείρεις ψευδεῖς εἰδήσεις στρεβλώνοντας δικαστικές ἀποφάσεις εἶναι ποινικό ἀδίκημα καί θά κινδυνεύσει νά δώσει λόγο στή δικαιοσύνη. Διότι σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 191 παρ. 1 τοῦ ποινικοῦ κώδικα ἡ διασπορά ψευδῶν εἰδήσεων καί φημῶν ἀποτελεῖ ποινικό ἀδίκημα.
Τί δέον γενέσθαι
Πλέον δέν χωροῦν ἄλλες δικαιολογίες, οὔτε περαιτέρω ἀναβολές. Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία εἶναι ὑποχρεωμένη βάσει τοῦ ἄρθρου 95 παρ. 5 τοῦ Συντάγματος νά ἐφαρμόσει τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας.
Πῶς θά γίνει αὐτό:
α) Κατ΄ ἀρχήν ἐπιβάλλεται ἡ ἄμεση ἔκδοση ὑπουργικῆς ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία νά ἀπαγορεύει τή διδασκαλία τῶν ἀκυρωμένων προγραμμάτων, διότι καθένας ὁ ὁποῖος τά διδάσκει κινδυνεύει νά ὑποστεῖ καταγγελία καί ποινική δίωξη.
β) Ἡ ἀμέσως ἑπόμενη κίνηση θά πρέπει νά εἶναι ἡ προκήρυξη συγγραφῆς νέων ὀρθοδόξων προγραμμάτων καί σχολικῶν βιβλίων, τά ὁποῖα δέν θά ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τή φιλοσοφία καί τή διάρθρωση τῶν παλαιῶν, ἀντισυνταγματικῶν καί ἀκυρωμένων ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας προγραμμάτων.
γ) Ἐπειδή ὁ διαγωνισμός συγγραφῆς νέων προγραμμάτων καί νέων σχολικῶν βιβλίων, ἡ συγγραφή τῶν βιβλίων αὐτή καθ΄ αὑτή, ἡ ἔγκριση, ὁ ἔλεγχος, ἡ ἐκτύπωση καί ἡ διανομή τῶν βιβλίων πανελληνίως εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νά ἐπιτευχθοῦν μέχρι τίς ἀρχές τῆς ἑπομένης σχολικῆς χρονιᾶς, θά πρέπει νά δοθεῖ ἄμεσα ἐντολή ἐπανεκτυπώσεως τῶν σχολικῶν βιβλίων τά ὁποῖα ἴσχυαν μέχρι καί τό σχολικό ἔτος 2015-16.
Ἐάν δέν γίνουν ὅλα αὐτά, καί μάλιστα ὡς τάχιστα, τότε ἔχουμε καί νέα παραβίαση τοῦ Συντάγματος, πράγμα τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται σέ δημοκρατούμενη χώρα.
[1] Εὐάγγελος Στ. Πονηρός, Ὑπερασπίζοντας τή διωκόμενη ὀρθόδοξη παιδεία στό ἑλληνικό σχολεῖο", ἐκδ. Πελασγός, Δημοκρατικός Τύπος, Ἀθήνα 2016, σ. 22-23.
[2] Βλ. ὁμοίως ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[3] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 19 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 18.
[4] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[5] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 17 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 16.
[6] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 20 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 19.
[7] τ.ἔ. Εὐρωπαϊκή Σύμβαση γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου.
[8] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 21 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 20.
[9] Καθημερινή 7-10-2019.
[10] Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[11] ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[12] Ἄποψη κου Σ. Γιαγκάζογλου, Καθημερινή ἔ.ἀ.
[13] Ἄποψη σεβ. μητροπολίτου Μεσσηνίας κου Χρυσοστόμου, Καθημερινή ἔ.ἀ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου