Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
Ἡ ἀλείψασα μὲ μύρο τὸν Κύριο καὶ ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἰούδα.
Λίγες μέρες πρὶν τὴν προδοσία τοῦ
Κυρίου, τὴν ὥρα ἐκείνη πού ἡ Μαρία Τὸν μύρωνε («ἡ οὒν Μαρία, λαβοῦσα
λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ
ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ•», Ἰω. 12, 3 - βλέπε στὸ
τέλος Μετάφραση 1), ὁ Ἰούδας μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς φτωχούς:
«λέγει οὒν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ
μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι• “διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων
δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; ”», Ἰω. 12, 4-5 (Μτφρ. 2). Ἔτσι, μὲ τὴν
πρόφαση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς φτωχούς, στὸ ὄνομα αὐτῆς, ὁ Ἰούδας ἔκφραζε
τὴν ἀγανάκτηση πού ἔκρυβε πρὸς τὸν διδάσκαλό του, καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ
τὴν ἐκφράσει εὐθέως καὶ ἀπροκάλυπτα ὡς ἄδικη πού ἦταν, ἀντὶ τῆς
εὐχαριστίας του σὲ Ἐκεῖνον πού τοῦ ὄφειλε εὐγνωμοσύνη, καὶ ἡ θάλασσα τῆς
κακίας μέσα στὴν ὁποία πνιγόταν δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀνασάνει καὶ νὰ τὴν
ἀποδώσει αὐτήν. Καὶ ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε νὰ εὐχαριστήσει ὁ ἴδιος τὸν
Εὐεργέτη του, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄντεχε νὰ τὸν εὐχαριστοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ γιὰ
αὐτὸ ἡ ἐνέργεια τῆς Μαρίας νὰ μυρώσει τὸν Κύριο, ὡς Σωτήρα τοῦ ἀδελφοῦ
της, πού τὸν ἀνάστησε ἐκ τῶν νεκρῶν πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, καὶ ὡς Κύριο
καὶ Λυτρωτή της, πού μπορεῖ νὰ τῆς δώσει τὴν συγχώρεση καὶ
νὰ τῆς χαρίσει ζωὴν αἰώνια, τὸν ἔκανε, αὐτὸν πού λίγο ἀργότερα θὰ
προδιδε τὸν δίκαιο διδάσκαλο, νὰ ξεσπάσει μὲ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ
φαινομενικοῦ ἐνδιαφέροντος πρὸς τοὺς φτωχοὺς («εἶπε δὲ τοῦτο οὒχ ὅτι
περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῶ, ἂλλ ὅτι κλέπτης ἥν, καὶ τὸ γλωσσόκομον
εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.», Ἰω. 12, 6 - Μτφρ. 3), ὁ ὁποῖος
στρέφεται ὅμως μὲ ἀχαριστία καὶ θράσος κατὰ τῆς εὐχαριστίας τοῦ Κυρίου
καὶ τῆς προσφέρουσας αὐτὴν ὡς εὐγνωμονοῦσα αὐτόν, καὶ τελικὰ πρὸς τὸν
ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐκεῖνος πού σύντομα θὰ πρόσφερε τὴν ζωὴ
Του θυσία ὑπὲρ ὑμῶν («εἶπεν οὒν ὁ Ἰησοῦς• ἅφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ
ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.», Ἰω. 12, 7 - Μτφρ. 4).
Ἡ προσπάθεια τοῦ Ἰούδα γιὰ διάκριση τῆς
ἀγάπης πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν διδάσκαλό του, τὸν
Κύριο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἄστοχη καὶ ἀτυχὴς ἐκ
προοιμίου, λόγω τοῦ γεγονότος καὶ μόνο, ὅτι καὶ ὃ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς
ἄνθρωπος - καὶ ὁ Ἰούδας ὡς ἄνθρωπο Τὸν βλέπει, μὴ πιστεύοντας στὴν
θεότητά Του, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ τὸν προδιδε - ἦταν πάμφτωχος («αἳ
ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει πού τὴν κεφαλὴν κλίνη.», Μτ. 8, 20- Μτφρ. 5,
«καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ
ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνη», Λκ. 2, 7 – Μτφρ. 6).Ἐὰν πάλι μποροῦσε νὰ
διακρίνει ὁ Ἰούδας τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν πιστέψει μπροστὰ στὰ
θαύματα πού εἶχε δεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια, καὶ μάλιστα τὰ θαύματα
τοῦ χορτασμοῦ τῶν πληθῶν, («λαβῶν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας,
ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς
τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ
ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους
πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἤσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικὼν
καὶ παιδίων.», Μτ. 14, 19-21 – Μτφρ. 7), τότε θὰ ἀντιλαμβανόταν ὅτι τὸ
καλύτερο πού μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε
ἄλλο ἄνθρωπο ἐν ἀνάγκη εἶναι νὰ στραφοῦμε μὲ πίστη στὸν Κύριο, πού εἶναι
Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νὰ κάνει τὶς πέτρες ἄρτους («εἰ υἱὸς εἰ τοῦ Θεοῦ,
εἰπὲ ἴνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται.», Μτ. 4,3 – Μτφρ. 8) καὶ μᾶς
δίδαξε νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἄρτον πού χρειαζόμαστε («τὸν ἄρτον ἠμῶν
τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν σήμερον•», Μτ. 6,11 – Μτφρ. 9), καὶ νὰ μοιράζουμε
σὲ αὐτοὺς ὅτι μᾶς δίνει νὰ τοὺς δώσουμε, καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦμε κατὰ τὴν
δυνατότητα πού μᾶς δίνει νὰ τὸ κάνουμε. Θὰ συνειδητοποιοῦσε ὅτι κοντὰ
στὸν Κύριο μποροῦμε νὰ ἔχουμε περισσότερα ἀπὸ ὅλα ὅσα μπορεῖ νὰ μᾶς
δώσει ὁ κόσμος πού ζοῦμε τώρα, καὶ ἔτσι δὲν θὰ κατέληγε στὴν προδοσία
γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, πού στὴν πραγματικότητα ἦταν προδοσία κατὰ τοῦ
ἐαυτοῦ του, ἀφοῦ ἀποστερήθηκε ὄχι μόνο τὴν μέλλουσα ζωή, ὅπως καὶ τὴν
ἐδῶ μὴ ἀντέχοντας τὸ βάρος τῆς συνείδησης μὲ μετάνοια καὶ καταλήγοντας
στὴν αὐτοχειρία, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστο δυνατὸ ἀξίωμα, τὸ ἀποστολικό, στὸ
ὁποῖο εἶχε κληθεῖ κατὰ τὰ ἄρρητα κρίματα τοῦ Κυρίου.
Ἡ προδοσία τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Ἰούδα.
Ἐρχόμενοι στὶς μέρες μᾶς λοιπὸν ἀκοῦμε
τόσους νὰ μᾶς μιλᾶνε γιὰ φτωχούς, καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς δυστυχεῖς
μετανάστες καὶ πρόσφυγες, ὑποστηρίζοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ
ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας μὲ τὸν ἐρχομό τους. Θὰ πρέπει μᾶς
διδάσκουν νὰ δείχνουμε ἀγάπη στοὺς χρείαν ἔχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς
μετανάστες πού εἰσέρχονται στὴν χώρα, ἔστω καὶ ἂν τὸ κάνουν παράνομα, νὰ
κάνουμε αὐτὰ τὰ ἔργα ἀγάπης ἀδιακρίτως, ‘χωρὶς ἐθνικισμούς’. Ἄλλοι πάλι
μᾶς διδάσκουν ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε πιὸ ἀνοιχτοὶ στὰ ἀνθρώπους ἄλλων
δογμάτων καὶ θρησκειῶν, νὰ μὴν τοὺς περιφρονοῦμε καὶ ἀδιαφοροῦμε νὰ τοὺς
δείξουμε ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀνησυχοῦμε τόσο νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς
πίστεώς μας, μπορεῖ λένε νὰ τὰ διδάσκανε αὐτὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀλλὰ οἱ
καιροὶ ἀλλάζουν καὶ ἃς κοιτᾶμε νὰ προσαρμοζόμαστε, ‘χωρὶς
φονταμελισμούς’. Καὶ ἀναφέρουν πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὰ
λεγόμενά τους αὐτοὶ πού θέλουν νὰ κάνουν τοὺς διδασκάλους τῆς ἀγάπης ὅτι
ὁ Θεὸς ζητάει ἔργα πρὸς τὸν πλησίον, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἴδιου: «τότε
ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ• δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός
μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατε μέ, ξένος
ἤμην, καὶ συνηγάγετε μέ, γυμνός, καὶ περιεβάλετε μέ, ἠσθένησα, καὶ
ἐπεσκέψασθε μέ, ἐν φυλακὴ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρὸς μέ. τότε ἀποκριθήσονται
αὐτῶ οἱ δίκαιοι λέγοντες• κύριε, πότε σὲ εἴδομεν…καὶ ἀποκριθεῖς ὁ
βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς• ἀμὴν λέγω ὑμίν, ἒφ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν
ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.», Μτ. 25, 34-40 (Μτφρ. 10).
Ὡστόσο αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται τὸ Εὐαγγέλιο,
πού εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἔχει περιεχόμενο καὶ ἀξία ἡ ζωή μας,
προϋποθέτουν κάτι, στὸ ὁποῖο ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν αὐτοὶ πού
ἀναφέραμε παραπάνω, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸ τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, ἢ
ἂν ἀναφερθοῦν σ' αὐτὸ τὸ κάνουν μὲ τρόπο ἀσαφῆ, διφορούμενο ἢ καὶ
δίνοντας διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ τὸ πραγματικό. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη,
πού γιὰ νὰ εἶναι ζωντανὴ καὶ νὰ πετυχαίνει τὸ σκοπό της, εἶναι ἀναγκαῖο
νὰ εἶναι ἀληθινή, καὶ γι' αὐτὴ γράφει ὅλο το Εὐαγγέλιο. Καὶ ἐνῶ ἡ
ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπαιτεῖ ἀπαραβίαστη ἄκρα ἀκρίβεια, ὅπως διατυπώνεται
μέσα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, πού θεσπίστηκαν στὶς Οἰκουμενικὲς
Συνόδους ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ μαζὶ
καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες πού τοὺς θέσπισαν, ὀριοθετώντας τὴν πίστη καὶ
διαφυλάττοντας τὴν καθαρὴ καὶ ἀκέραια ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς ἐμφανιζόμενες
κακοδοξίες καὶ διαστροφὲς τῆς ἀλήθειας, οἱ παραπάνω ‘διδάσκαλοι τῆς
ἀγάπης' τοὺς περιφρονοῦν καὶ τοὺς ἀποσιωποῦν, τὴν στιγμὴ πού
ἀμφισβητοῦνται καὶ παραβιάζονται ἀπὸ ἄλλους, ἢ καὶ τοὺς ἀμφισβητοῦν οἱ
ἴδιοι, ἢ τοὺς παρερμηνεύουν, χωρὶς ἐρείσματα στὴν ὀρθόδοξη ἁγιοπατερικὴ
παράδοση, προξενώντας σύγχυση. Μόνο μὲ ἀληθινὴ πίστη ὅμως, ὅταν ἔρθει ἡ
ὥρα, θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ κάποιος μπροστὰ στὸν Κύριο γιὰ νὰ ἀκούσει το:
«ἒφ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ
ἐποιήσατε.», Μτ. 25, 40 (Μτφρ. 10).
Ὅσοι μιλοῦν γιὰ ἀγάπη στὸν πλησίον χωρὶς
νὰ τὴν ἐννοοῦν μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀποκεκαλυμμένης
ἀληθινῆς πίστης, δηλαδὴ ἀγάπη ἀνθρωπιστική, πού εἶναι μὴ Χριστιανική,
ἔστω καὶ ἂν καλεῖται ‘Χριστιανική’, ἀφοῦ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὴν
ἀλήθεια καὶ ἔτσι μένει χωρὶς Χριστό, καθὼς ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τὴν
ἀλήθεια, τὴν καθαρή, μοναδικὴ ἀλήθεια, μιλώντας γιὰ μιὰ τέτοια ἀγάπη
χωρὶς εὐσέβεια εἶναι σὰν νὰ ἐπαναλαμβάνουν το: “διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ
ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; ”», Ἰω. 12, 4-5 (Μτφρ.
2). Καὶ αὐτὸ ἐπειδή, ἡ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴν εὐσέβεια τῆς ἀλήθειας τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη κενή, χωρὶς ὑπόσταση, δηλαδὴ δὲν εἶναι πραγματική,
εἶναι χωρὶς φύση, ἀφύσικη, τεχνητή, τελικὰ ὑποκριτική, ἀφοῦ
παρουσιάζεται ὡς ἀγάπη, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ πού φαίνεται. Καὶ ἔτσι
τελικὰ αὐτὴ μιμεῖται τὴν ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι
ἐκεῖνος πού ὡς Ἄγγελος ἔθρεψε μὲ οὐράνιο ἄρτο, τὸ μάννα, τοὺς Ἰσραηλίτες
στὴν Αἴγυπτο («εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσήν• ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ὑμὶν ἄρτους ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ», Ἐξ. 16, 4 - Μτφρ. 11); Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος πού
εἶπε: «μὴ οὒν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί
περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ• οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ
οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν.»,
Μτ. 6, 31-33 (Μτφρ. 12); Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔκανε ἀνάμεσα
στὰ ἄλλα θαύματα καὶ αὐτὰ τοῦ χορτασμοῦ τῶν πληθῶν (ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἤδη
ἀναφέρθηκε παραπάνω); Ἂν λοιπὸν ὁ Κύριος μας ἀγαπᾶ καὶ φροντίζει γιὰ
ὅλους μας, καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὸν πλησίον μας, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε
γιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, χωρὶς αὐτὴ νὰ ἀναφέρεται σὲ Ἐκεῖνον, πού
δείχνει σὲ ὅλους μας ἀγάπη καὶ φροντίζει ἰδιαίτερα γιὰ καθένα μας, ὅπως ὁ
ἴδιος μας διαβεβαιώνει, χωρὶς τὸν Ὁποῖον, δὲν θὰ μπορούσαμε οὔτε καὶ
ἀγάπη νὰ δείξουμε στοὺς γύρω, ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς ἴδιους τους ἑαυτούς μας
νὰ φροντίσουμε στὸ παραμικρό. Δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἀγάπη ἂν αὐτὴ
δὲν εἶναι ἀγάπη ἐν ἀληθεία, εὐσεβὴς ἀγάπη, ἀγάπη Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία
χρειαζόμαστε πίστη ὀρθὴ κατὰ ἀκρίβεια, πίστη ζωντανή. Γιατί μόνο μὲ τὴν
πίστη πού εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ
βλεπομένων», Ἑβρ. 11, 1 (Μτφρ. 13), μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε Ἐκεῖνον ποῦ
δὲν τὸν βλέπουμε ὡς ἀόρατο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ, ὥστε τότε νὰ μπορέσουμε
νὰ ἀγαπήσουμε πραγματικὰ καὶ ὑποστατικὰ καὶ τὸν πλησίον μας, ὡς μιὰ
ὁλοκλήρωση τῆς ἀγάπης Ἐκείνου.
Ἀγάπη λοιπὸν μὲ ἔλλειμα πίστεως καὶ
εὐσέβειας, πού εἶναι κατὰ συνέπεια φαινομενική, ἄστοχη καὶ ἄχαρη, κατὰ
τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπώντας ὑμᾶς, ποία ὑμὶν χάρις
ἐστι; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοί τους ἀγαπώντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι.», Λκ. 6, 32
(Μτφρ. 14), εἶναι ὁποιαδήποτε πού ἔχει νὰ προτάξει ἄλλες προτεραιότητες
ἀπὸ τὴν προάσπιση τῆς πίστεως, πού συνδέεται ἄρρητα μὲ τὴν προάσπιση καὶ
τῆς πατρίδας, ἐφόσον ἡ πίστη γιὰ νὰ καλλιεργηθεῖ καὶ νὰ βιωθεῖ
χρειάζεται καὶ τὸν χῶρο ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ τὸ κάνει, ὅπου ἡ πίστη καὶ ἡ
πατρίδα ἀποτελοῦν τὶς ὕψιστες ἀξίες πού μποροῦν νὰ ὑπάρξουν. Καὶ τέτοιες
ἄλλες προτεραιότητες μποροῦν νὰ εἶναι ἡ Ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν», μὲ
συμπροσευχές, καταπατώντας τοὺς ἱεροὺς κανόνες, καὶ μὲ διαλόγους μὲ μὴ
Ὀρθοδόξους, χωρὶς προοπτικὴ εὐαγγελισμοῦ τους, καθὼς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς
Ὀρθοδοξίας, ἀντὶ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, τὴν
προδίδουν μὲ τὴν ὑπογραφὴ μὴ ὀρθόδοξων, κακόδοξων κειμένων τῶν Δυτικῶν,
ἐνῶ παράλληλα οἱ ἄλλοι πού μετέχουν στοὺς διαλόγους μένουν σταθεροὶ στὴν
ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἔτσι ἡ εἰρήνη στὴν ὁποία προσπαθοῦν
νὰ συμβάλλουν καὶ μὲ ὅλα αὐτά, καὶ ἀποτελεῖ κάθ' ἐαυτὴ ἄλλη μία ἀπὸ τὶς
παραπάνω προτεραιότητες, λόγω τοῦ ἀποδεδειγμένα ἀποτυχημένου τρόπου μὲ
τὸν ὁποῖο ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ μένει σκοπὸς ἀνεκπλήρωτος καὶ
παντελῶς ἀπρόσιτος. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ εἰρήνη ἐκτός τῆς
ἀλήθειας, πού εἶναι ὁ Χριστός, τὴν ὁποία κατὰ τοὺς λόγους Τοῦ φέρνει
Ἐκεῖνος σὲ ὅσους τὸν δέχονται καὶ τὸν πιστεύουν στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων
Του, «ἐὰν μὲν ἢ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἒπ αὐτήν•», Μτ. 10,
13 (Μτφρ. 15), ἐνῶ τὴν εἰρήνη Του δὲν μποροῦν νὰ λάβουν ὅσοι δὲν τὸν
δέχονται καὶ τὸν περιφρονοῦν «ἐὰν δὲ μὴ ἢ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς
ἐπιστραφήτω.», Μτ. 10, 13 (Μτφρ. 15), καὶ κατὰ συνέπεια ὅσο δὲν
πιστεύουν ὅλοι στὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει παγκόσμια εἰρήνη («Μὴ
νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν• οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην,
ἀλλὰ μάχαιραν.», Μτ. 10, 34 - Μτφρ. 16).
Ἄλλες προτεραιότητες ἐν ὀνόματι τῆς
ἀγάπης σὰν τὶς παραπάνω εἶναι ἡ βοήθεια τῶν ἐχόντων ἀνάγκη μεταναστῶν
καὶ προσφύγων, ἡ μὴ ‘καταπίεση’ μειονοτήτων, κατὰ πρῶτο λόγο
θρησκευτικῶν, εἴτε ἄλλων θρησκειῶν, εἴτε αἱρέσεων, εἴτε καὶ
παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, ἡ μὴ ‘ψυχολογικὴ καταπίεση’ τῶν νέων ἀπὸ τὴν
ἀποφυγὴ τῶν ἐλεύθερων προγαμιαίων σχέσεων, τὰ ‘ἀνθρώπινα δικαιώματα’ τοῦ
φεμινισμοῦ τῶν γυναικὼν ὑπὲρ τῶν ἐκτρώσεων (καταπατώντας βάναυσά το
δικαίωμα τοῦ ἐμβρύου νὰ ζήσει), τὰ ‘ἀνθρώπινα δικαιώματα’ τῶν
ὁμοφυλοφίλων γιὰ αὐτοπροσδιορισμὸ καὶ συμβίωση (καὶ στὴ συνέχεια γιὰ
υἱοθέτηση παιδιῶν, πού κάτι τέτοιο θὰ ἀποτελεῖ βάναυση καταπάτηση τοῦ
δικαίωματος αὐτῶν νὰ ἔχουν δύο φυσιολογικοὺς γονείς), ἀλλὰ καὶ τὰ
‘δικαιώματα’ τῶν ζώων, τὰ ‘δικαιώματα’ τῶν φυτῶν καὶ ὡς καὶ γενικά τα
‘δικαιώματα’ τοῦ περιβάλλοντος, πού πέφτουν θύματα ἀσύδοτης καὶ ἀδηφάγας
ἐκμετάλλευσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρέπει νὰ προστατευθοῦν. Ὅμως, ὅλες οἱ
προτεραιότητες, ἀκόμα καὶ αὐτὲς πού θὰ λέγαμε ὅτι ἀπὸ τὴν φύση τοὺς
εἶναι καλές, ὅταν τοποθετοῦνται πάνω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα, δὲν
μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κανένα καλό, καὶ ἡ ἀγάπη τότε, στὸ ὀνόματι τῆς
ὁποίας γίνονται, ναυαγεῖ καὶ ἀποδεικνύεται μιὰ στείρα ἀγαπολογία**. Ἔτσι
ὅπως ὁ Ἰούδας ἀποδείχθηκε ὅτι εἶχε ἀγάπη ὑποκριτική, μόνο κατὰ τὰ
λόγια, μιὰ ‘ἀγάπη’ πού ὡς τελευταῖο της ἔργο εἶχε τὸ φιλὶ πρὸς τὸ
Διδάσκαλο στὸ κῆπο τῆς Γεσθημανῆ μὲ τὸ ὁποῖο τὸν πρόδωσε, ὀδηγώντας τὸν
τραγικὸ μαθητὴ στὴν ἀπελπισία, πού εἶναι ἀβάσταχτη, καθὼς ἔχει
ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε μετάνοια, καὶ τελικὰ ἀποβαίνει
αὐτοκαταστροφική. Ἀντίθετα ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν
Διδάσκαλό του ἦταν εἰλικρινής, ἂν καὶ ἔπεσε σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας, μὲ
τὴν ἄμεση καὶ βαθιὰ μετάνοιά του, ἐπανῆλθε στὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα καὶ
ἀναδείχθηκε σὲ μέγα ἀπόστολο πού ὀνομάστηκε ‘Πρωτοκορυφαῖος’.
**Μὲ τέτοιες ἀγαπολογίες προσπαθοῦν καὶ
νὰ ὑποστηρίξουν καὶ τὴν δωρεὰ ὀργάνων γιὰ μεταμοσχεύσεις, ὥστε νὰ
προωθήσουν αὐτές, παρόλο πού ἡ πίστη δὲν ἐπιτρέπει καὶ δὲν δικαιολογεῖ
καμιὰ ἐπέμβαση στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ὅπως αὐτὴ στὴν ὁποία οἱ
μεταμοσχεύσεις των μὴ διπλῶν ὀργάνων ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα.
H μετάνοια τοῦ Πέτρου.
Μεταφράσεις ἁγιογραφικῶν χωρίων:
1. «Στὸ μεταξὺ ἡ Μαρία πῆρε μία λίτρα
μύρου γνησίου καὶ πολυτίμου, καμωμένου ἀπὸ τὸ ἀρωματικὸ φυτὸ πού λέγεται
νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τὰ ὁποῖα καὶ ἐσπόγγισε κατόπιν
μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της.», Ἰω. 12, 3.
2. «Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς τοῦ
Ἰησοῦ, ὁ Ἰούδας, ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ
λίγο ἔμελε νὰ τὸν παραδώσει στοὺς σταυρωτές• διατὶ τὸ μύρον αὐτὸ δὲν
ἐπωλήθει ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων, καὶ δὲν ἐδώθει τὸ ἀντιτιμόν του στοὺς
φτωχούς;», Ἰω. 12, 4-5.
3. «Εἶπε αὐτό, ὄχι διότι εἶχε κανένα
ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦταν κλέπτης, καὶ εἶχε τὸ κουτὶ
τῶν εἰσφορῶν, καὶ ἐκρατοῦσε διὰ τὸν ἐαυτὸν τοῦ τὰ χρήματα, πού ἔριχναν
εἰς αὐτό.», Ἰω. 12, 6.
4. «Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς• “ἀφῆστε ἥσυχη
αὐτὴ τὴν γυναίκα• ἐφύλαξε τὸ μύρον αὐτὸ σὰν νὰ προαισθανόταν καὶ τὸ
χρησιμοποίησε δὶ' ἐμὲ τώρα, τὶς παραμονὲς τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου.», Ἰω.
12, 7.
5. «Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς• “οἱ
ἀλεποῦδες ἔχουν τὶς φωλιές τους, ὅπου καταφεύγουν, καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ
οὐρανοῦ τὶς κούρνιές τους• ὁ Υἱὸς ὅμως τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ νὰ
γείρει τὴν κεφαλήν”», Μτ. 8, 20.
6. «Καὶ ἐγέννησε τὸν πρώτον καὶ μόνον υἱόν της καὶ τὸν ἐσπαργάνωσε καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς φάτνην», Λκ. 2, 7.
7. «Καὶ ἀφοῦ συνέστησε εἰς τὰ πλήθη νὰ
καθήσουν ἐπάνω εἰς τὰ χόρτα, ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια,
ἐσήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν οὐράνιον Πατέρα,
εὐλόγησε, ἔκοψε τοὺς ἄρτους εἰς κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς
καὶ οἱ μαθητὲς στοὺς ὄχλους. Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐμάζευσαν
ὅ,τι ἐπερίσσευσεν ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Ἐκεῖνοι δὲ
πού ἔφαγαν ἦταν πέντε περίπου χιλιάδες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναίκας καὶ τὰ
παιδιά.», Μτ. 14, 19-21.
8. «ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θαυματούργησε, πὲς νὰ γίνουν αὐτοὶ οἱ λίθοι ἄρτοι, διὰ νὰ φάγεις», Μτ. 4,3.
9. «Δῶσε μᾶς σήμερα τὸν ἄρτον τὸν καθημερινὸ καὶ ἀπαραίτητο διὰ τὴν συντήρησή μας.», Μτ. 6,11.
10. «Τότε θὰ στραφεῖ ὁ βασιλεὺς εἰς
ἐκείνους πού θὰ εὑρίσκονται εἰς τὰ δεξιά του καὶ θὰ πεῖ• “ἐλᾶτε σεῖς οἱ
εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου καὶ κληρονομήσατε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν,
ἡ ὁποία ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε πού ἐθεμελιώθει ὁ κόσμος.
Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώσατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μὲ ἐποτίσατε, ἤμουν
ξένος πού δὲν εἶχα τόπον νὰ μείνω, καὶ μὲ ἐπήρατε στὸ σπίτι σας. Ἤμουν
γυμνὸς καὶ μὲ ἐνεδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴ
ἤμουν καὶ ἤλθατε νὰ μὲ ἰδῆτε”. Τότε θὰ ἀποκριθοῦν πρὸς αὐτὸν οἱ δίκαιοι
καὶ θὰ ποῦν• “Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε…Καὶ θὰ ἀποκριθεῖ εἰς αὐτοὺς ὁ
βασιλεύς• “Ἀληθινά σας λέγω, κάθε τί πού ἐκάματε, διὰ νὰ ἐξυπηρετήσετε
ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου, πού φαίνονται ἄσημοι καὶ ἐλάχιστοι μέσα εἰς
τὴν κοινωνίαν, τὸ ἐκάματε εἰς ἐμέ.”», Μτ. 25, 34-40.
11. «Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ• “ἰδοὺ ἐγὼ θὰ βρέξω διὰ σᾶς ἄρτους ἀπὸ τὸν οὐρανόν», Ἐξ. 16, 4.
12. «Λοιπὸν μὴ κυριευθεῖτε ποτὲ ἀπὸ τὴν
ἀνήσυχη μέριμνα καὶ μὴ λέγετε συνεχῶς, τί θὰ φάγουμε ἢ τί θὰ πιοῦμε ἢ τί
θὰ ἐνδυθοῦμε; Διότι οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπιζητοῦν ἀποκλεστικὰ καὶ μόνον
αὐτὰ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Σεῖς ὅμως μὴν κυριεύεσθε ἀπὸ τέτοιες μέριμνες,
διότι ὁ Πατὴρ σᾶς ὁ οὐράνιος γνωρίζει ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτά.
Ζητεῖτε δὲ κατὰ πρώτον καὶ κύριον λόγο τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
ἀρετὴ πού θέλει ἀπὸ ἐσὰς ὁ Θεός, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ θὰ σᾶς
δοθοῦν μαζὶ μὲ τὰ ἀνεκτίμητα ἀγαθά της βασιλείας τῶν οὐρανῶν.», Μτ. 6,
31-33.
13. «ἡ ἀδίστακτη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση
εἰς τὴν πραγματικὴ καὶ βέβαια ὕπαρξη ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἐλπίζομεν•
ἀπόδειξη καὶ βεβαιότητα περὶ πραγμάτων, πού δὲν βλέπονται μὲ τὰ μάτια
τοῦ σώματος», Ἑβρ. 11, 1.
14. «Ἐὰν ἀγαπᾶτε μόνον αὐτοὺς πού σᾶς
ἀγαποῦν, ποία χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀμοιβὴ σᾶς ἀξίζει; Διότι καὶ οἱ
ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ἐκείνους πού τοὺς ἀγαποῦν.», Λκ. 6, 32.
15. «Καὶ ἂν μὲν τὸ σπίτι αὐτὸ εἶναι
ἄξιον νὰ δεχθεῖ τὴν εἰρήνη, ἃς ἔλθει ἡ εἰρήνη σᾶς εἰς αὐτό• ἐὰν ὅμως δὲν
εἶναι ἄξιον, ἡ εἰρήνη σᾶς ἃς γυρίσει πάλιν εἴς σᾶς.»,
Μτ. 10, 13.
16. «Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ ἐπιβάλω μία
ψευδῆ εἰρήνη εἰς τὴν γῆν . Δὲν ἦλθα νὰ φέρω τέτοιαν εἰρήνην, ἀλλὰ
μάχαιρα καὶ διαίρεση.», Μτ. 10, 34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου