Φωτογραφία: στιγμιότυπο ἀπὸ τὴ λιτανεία τῆς Φοβερᾶς Προστασίας |
Γράφει ὁ Μοναχὸς Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λόγου Τέχνη», Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου 1996
Ἤθελε ἀρκετὴ ὥρα γιὰ νὰ χαράξει ὅταν ἀνηφορίζαμε
γιὰ τὶς Καρυές, ὅταν διασχίζαμε τὸν δρόμο μὲ τὰ κλειστὰ κονάκια καὶ καταστήματα,
ὅταν μπαίναμε στὸ Πρωτάτο. Προσκυνήσαμε τὴν Καρεώτισσα Παναγία, τὸ Ἄξιόν Ἐστι, ἀνάψαμε
τὸ κερί, πήραμε τὸ στασίδι. Οἱ μορφὲς τῶν γερόντων, μὲ τὰ κεριά τους, μπερδεύονταν
μὲ τὶς τοιχογραφίες τοῦ Πανσέληνου. Οἱ ψάλτες, ὁ διαβαστής, ὁ τυπικάρης, οἱ παπάδες,
ὁ διάκος, τὰ καντήλια, τὰ μανουάλια, οἱ πολυέλαιοι, τὸ θυμίαμα, οἱ καμπάνες, τὸ
ἀργυρὸ πουκάμισο τῆς Παναγίας ἔλαμπε. Προσκυνήματα, σταυροκοπήματα, ὁ ἥλιος νὰ βγαίνει,
οἱ λαϊκοὶ νὰ ἔρχονται, ὁ Πανσέληνος μεγαλύνεται.
Μετὰ ἀπὸ τὴν Λειτουργία ἡ
Παράκληση, καὶ ἕνας τόνος χαρᾶς, σὰν νὰ τὴν ψηλαφοῦσες κι ἤθελες κι ἐσὺ νὰ
ψάλλεις καὶ σὺ νὰ διαβάσεις. Φορεμένοι παπάδες, ἡ σημαία, ἡ εἰκόνα μὲ τὸ
σκιάδιο, οἱ ψάλτες ψάλλουν τὸν ἀναστάσιμο κανόνα. Στάσεις στὰ κονάκια τῆς Ἰβήρων
καὶ Παντοκράτορος, στὸ γειτονικὸ ἀρχαῖο μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου, στὰ κελλιὰ
τοῦ Ρεπανᾶ, τοῦ Ραβδούχου, τοῦ βιβλιοδέτη, τοῦ Καρπουζᾶ, στὰ προσκυνητάρια τῆς
Σκήτης Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ Μονῆς Διονυσίου, στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στὰ
κονάκια Ἁγίου Παύλου, Ξηροποτάμου, Ἁγίου Παντελεήμονος – Ρωσικοῦ. Κεράσματα, εὐχές,
δεήσεις κι ἡ Ἄνοιξη μὲ τὰ στρουθία καὶ τὰ ἄνθη νὰ ὑποδέχονται τὴ Θεοτόκο. Μία
λιτανεία τελειώνει καὶ μία ἄλλη ἀρχίζει.
Ἡ Φοβερὰ Προστασία, ἡ θαυματουργὴ
Παναγία τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου, τὴν Τρίτη τοῦ Πάσχα. Ἀναστάσιμα καὶ
θεομητορικὰ τροπάρια πάλι, τάλαντα, καμπάνες, αἰτήσεις κι ἕνα μικρὸ πλῆθος νὰ
συνοδεύει τὴν προστάτιδά του στὸν ὀρθρινό της περίπατο ἀνάμεσα στὰ ἀνθισμένα
περιβόλια καὶ τὰ δαφνόστρωτα κελλιὰ μὲ τοὺς γέροντες νὰ μυρώνουν καὶ νὰ
χαίρονται καλωσορίζοντας καὶ κατευοδώνοντας. Νέες στάσεις στὰ κελλιὰ τοῦ
Φλασκά, τοῦ Ἰάγαρη, τοῦ Φιρφιρῆ, τοῦ Φουρνᾶ καὶ τέλος στὸν πάνσεπτο ναὸ τοῦ
Πρωτάτου. Τὸ Ἄξιον Ἐστι ἀσπάζεται τὴν Φοβερὰ Προστασία. Ψαλμοὶ καὶ ὕμνοι στὸν ὑπερχιλιόχρονο
ναὸ κι ἀρχίζει νὰ μεσημεριάζει. Πασχαλινὴ τράπεζα στὸν μοναστήρι. Ὁ κόπος δὲν ὑπολογίζεται,
ἡ χαρὰ δὲν ζυγιάζεται.
Δύο λιτανεῖες ποὺ γίνονται μία σὲ
μία ἑβδομάδα ποὺ λογιάζεται μία ἡμέρα. Σὲ ἕνα πολυπερπατημένο Ἅγιον Ὅρος ἀπὸ τὴν
περιβολάρισσά του, τὴ μία Ἀθωνίτισσα Θεοτόκο, ποὺ τὴ σεργιανοῦν σὲ ὅλο τὸ ἐξαίσιο
περιβόλι της. Ἡ Λαυριώτισσα Οἰκονόμισσα, ἡ Βατοπαιδινὴ Βηματάρισσα, ἡ Ἰβηρίτισσα
Πορταΐτισσα, ἡ Χιλιανδαρινὴ Τριχεροῦσα, ἡ Διονυσιάτικη τοῦ Ἀκαθίστου, ἡ
Παντοκρατορινὴ Γερόντισσα, ἡ Δοχειαρίτισσα Γοργοϋπήκοος, ἡ Φιλοθεΐτισσα
Γλυκοφιλούσα, ἡ Ξενοφωντινὴ Ὁδηγήτρια, ἡ Γρηγοριάτικη Γαλακτοτροφοῦσα, ἡ Ἁγιοπαυλίτικη
Μυροβλύτισσα…
Μία λιτανεία ἡ πορεία τῆς
μακραίωνης Ἀθωνίτικης ἱστορίας. Μία λιτανεία ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ. Χίλια χρόνια σὰν
μία ἡμέρα. Κάθε ὄρθρο ἡ γέννηση καὶ κάθε ἀπόδειπνο ὁ θάνατος. Ἡ βίωση
καθημερινά τῆς
σωτήριας χαρμολύπης. Χαρὰ γιὰ τὴν ἀρχή, τὸ ξεκίνημα, τὴν ἀνανέωση, ποὺ δίνει
θάρρος, ἐνθουσιασμό, κουράγιο, πίστη κι ἐλπίδα. Λύπη γιὰ κάθε δεσμὸ ἁμαρτίας,
κάθε παγίδευση καὶ δουλεία. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου γεννᾶ τὴν αἴσθηση τῆς
ματαιότητος, τὸ ἀπρογραμμάτιστο στὴ νοσηρότητα τῆς τυπικότητος καὶ δίνει ἐμπιστοσύνη
καὶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό. Ἕνα Θεὸ πατέρα, φιλεύσπλαγχνο, ἀγαθό, οἰκτίρμονα,
φιλοτέκνο καὶ φιλάνθρωπο ἄφατα. Ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ κυλᾶ ἤρεμα, ἥσυχα, ἀθόρυβα,
μυστικά, ἄσημα, ἁπλὰ καὶ λιτὰ καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἀφαίρεση βρίσκει ἕνα
κρυμμένο πλοῦτο καὶ μία πληρότητα καταπληκτική.
Μία ἐπαναλαμβανόμενη λιτανεία ἡ
ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, ὅπου ζητᾶ νὰ βρεῖ ἕνα ἀπόμερο στασίδι, ὅπου μερικὲς φορὲς ἀκούει
τὸ «Κύριε ἐλέησον» σὰν γιὰ πρώτη φορά, ὅπου χαίρεται τὴν ἀφάνεια, διακονώντας
στὸ μοναστήρι του, ἐργοχειρώντας στὸ κελλί του, κηροπλάστης ἢ λιβανοποιός,
ξυλογλύπτης ἢ ἁγιογράφος, βιβλιοδέτης ἢ σταμπαδόρος, κομποσχοινᾶς ἢ ράφτης, ψαρὰς
ἢ ἀμπελικός. Τὸ δειλινὸ γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ στὸ Καθολικό, τὸ Κυριακὸ ἢ τὸ
παρεκκλήσι. Τὸ δεῖπνο μὲ τὴν ἀνάγνωση πάντα, νὰ μὴ λησμονᾶμε ποτὲ τὸ λίκνο μας
τὸν οὐρανό. Τὸ ἀπόδειπνο, ὅπου λαμβάνουν ὅλοι ἄφεση ἀπὸ τὸν Γέροντα γιὰ τὰ λάθη
τῆς ἡμέρας. Νὰ μὴ δύσει ὁ ἥλιος καὶ διατηρηθεῖ ψυχρότητα στὴν καρδιά.
Ζωγραφίζει ἕνας μοναχὸς ἕνα ἀντίγραφο
τοῦ Ἄξιον Ἐστι καὶ θυμᾶται τὴν ἱστορία τῆς ἱερῆς εἰκόνας καὶ στοχάζεται τὴ
φετινὴ λιτανεία της καὶ προσπαθεῖ νὰ δώσει κάτι ἀπὸ τὴν ἱλαρότητά της, ποὺ τὴ
γεύτηκε στὴ ζωή του. Ἀσπάζεται τὸ πρωτότυπο καὶ συνεχίζει. Τρέμει λίγο τὸ χέρι,
δακρύζει καὶ τὴν ἐπικαλεῖται καὶ δὲν ἀρνεῖται τὴ βοήθειά της. Τὸ χθὲς καὶ τὸ
σήμερα ἀσπάζονται στοργικά. Τὰ γένεια γκριζαίνουν καὶ λευκαίνουν, οἱ χρωστῆρες
παλιώνουν, ἀνανεώνονται, ἡ τέχνη κυλᾶ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ φυλάγεται τὸ
προσωπικὸ στοιχεῖο.
Σκαλίζει τὸ ξύλο ἄλλος μοναχὸς καὶ
τεχνουργεῖ μὲ μεράκι τὴ Φοβερὰ Προστασία. Λιτανεύει καὶ αὐτὸς τὴ χάρη της στὸ
ταπεινό του κελλάκι. Κάνει τὸ σταυρό του, λέει τροπάρια τῆς Παρακλήσεώς της καὶ
συνεχίζει. Δίχως νὰ ὑπογράφει τὸ λεπτὸ ἔργο του. Ἡ ἀνωνυμία του δηλωτική τῆς
ταπεινώσεώς του. Γιὰ αὐτὸ τὸν ἀγαπάει ἡ Παναγία, γιατί γιὰ αὐτὸ κι ἀγαπήθηκε
τόσο ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, γιὰ τὴ μεγάλη της ταπείνωση. Καὶ γιὰ τὴ σιωπή της.
Κήρυγμά της δυνατὸ ἡ ταπείνωσή της. Καὶ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα τοῦ περιβολιοῦ τῆς
Παναγίας εἶναι ἡ σιωπή του.
Σὲ ἄλλο κελλὶ ὁ γέροντας μὲ τὸν ὑποτακτικό
του φτιάχνει μοσχοθυμίαμα τριαντάφυλλο γιὰ τὴν εἰκόνα της. Πόσα θυμιατὰ ἐπὶ
τόσους αἰῶνες στὴν «ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Διάκοι μὲ
χρυσοκέντητες στολὲς κι ἐκκλησίδια μαλαματένια, μὲ πολύτιμα μαντήλια κι ἀσημένια
θυμιατά, μετανοίζοντας ἐννιὰ φορὲς τὴ θυμιάζουν. Παπάδες μὲ φελόνια ἀπὸ πορφυρὸ
βελοῦδο εὐλαβικὰ τὴ θυμιάζουν καὶ προσκυνοῦν.
Μία λιτανεία στὸ ναό, μία
λιτανεία στὴ μονή, μία λιτανεία στὸ κελλί. Ἀέναη, ἀτελεύτητη, ἀσίγαστη. Ὁ ἕνας
δίνει στὸν ἄλλον τὸν χρωστήρα, τὸ λεπίδι, τὸ κατζί, τὸ θυμιατό, τὴ γραφίδα. Μία
πορεία στὴν ἀτέλειωτη τελειότητα, ἀνηφορική, σταυρώσιμη, ἀλλὰ μὲ ἁγιοπνευματικὲς
χάριτες στὴ δρόσο τῶν στάσεων, στὴν κατάνυξη τοῦ μεσονυκτικοῦ, τὴ συγκίνηση τοῦ
κοινωνικοῦ, στὴ μετάνοια τοῦ «δι΄ εὐχῶν» τοῦ Ἀποδείπνου. Ὁ ἅγιοι Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης,
Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Ἰωάννης Κουκουζέλης, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Μάξιμος
Καυσοκαλυβίτης, εἶδαν καὶ μίλησαν μὲ τὴν Παναγία. Γνωρίστηκαν καλὰ καὶ τὰ εἶπαν.
Μίλησαν μετὰ γιὰ αὐτὸ ποὺ γνώρισαν. Βίωσαν καὶ δίδαξαν. Δὲν εἶπαν θεωρίες ἀπὸ τὸ
γραφεῖο τους ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴν εὐχή, τὴν ἔρημο καὶ τὴν ἡσυχία ἄκουσαν
τὴ φωνή της καὶ τοῦ Υἱοῦ της καὶ μᾶς τὰ εἶπαν μὲ σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα.
Μὲ αὐτὴ τὴ γνώση μᾶς
τὰ εἶπαν καὶ σύγχρονοι ἐνάρετοι γέροντες, ποὺ δάκρυζαν στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός
της, εἶχαν φάει ἀπὸ τοὺς μύριους ἀσπασμοὺς τὴν εἰκόνα της, τὴν ἐπικαλοῦνταν
συνέχεια καὶ εἶχαν πολλὰ νὰ διηγηθοῦν γιὰ τὴν πραστασία καὶ παρουσία της. «Ἡ
κυρὰ-Παναγιὰ νὰ σὲ φυλάει πάντοτέ» σοῦ λέει ὁ ἕνας. «Ἡ Παναγιὰ νὰ σ’ ἔχει
κάτω ἀπὸ τὸ μαφόρι της» σοῦ λέει ὁ ἄλλος. «Ἡ Πορταΐτισσα νὰ σὲ προστατεύει πιστά»…
Στοχάζομαι καὶ φιλοσοφῶ τὴ δική
μου λιτανεία ἐδῶ καὶ δειλιάζω εἰλικρινὰ νὰ καταθέσω τὴν ἀνημποριά μου. Δὲν
ταπεινολογῶ διόλου. Ὁ στοχασμὸς καὶ ἡ φιλοσοφία γίνονται εὐχή. Ἡ εὐχὴ γίνεται
θεολογία. Τὰ σπήλαια τῆς ἐρήμου καθηγητῶν ἕδρες. Μένω νὰ ἀκολουθῶ σιωπηλὰ καὶ
ταπεινὰ τὴν σταυροαναστάσιμη ἀθωνικὴ λιτανεία. Ἀκολουθῶ τοὺς γέροντες ποὺ
διδάσκουν μὲ τὴ σεβάσμια χιονισμένη μορφή τους. Διδάσκομαι καὶ ἀπὸ τοὺς νέους
μερικὲς φορές. Εἴμαστε ὅλοι μαθητὲς μίας παραδόσεως ἀσκητικομαρτυρικῆς. Ἡ
πρωτοτυπίες δὲν ἀντέχουν στὴν κρησάρα τοῦ αὐστηροῦ χρόνου. Ὅ,τι τὸ νόθο, τὸ
ξένο, τὸ παράταιρο, ξεθωριάζει, δὲ μένει, χάνεται. Ἡ ἀλήθεια μένει. Ἡ
γνησιότητα βασιλεύει ἐδῶ. Ὅλοι σκιαζόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλα τῆς Παναγίας,
μικροὶ καὶ μεγάλοι, μὲ ἕνα ράσο, ἕνα σκοπό, μία πίστη.
Μοῦ ἐπετράπη νὰ σηκώσω κι ἐγὼ γιὰ
λίγο τὴν εἰκόνα της, νὰ τὴν ἀσπασθῶ πολλὲς φορές, νὰ ἀκολουθήσω τὴν ἱερὴ
λιτανεία της. Ἦταν καὶ εἶναι πάντα μία οὐράνια δωρεά. Τὴν εὐχαριστῶ. Τὴν
παρακαλῶ νὰ μεσιτεύσει κατὰ τὴν ἀρχαία ὑπόσχεσή της, κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδήμησής
μου τὸν ἀγαπητὸ Υἱό της. Θὰ εἶναι μεγάλο δῶρο.
Ἡ λιτανεία ἡ φετινὴ μὲ παρακίνησε
νὰ καταθέσω τὴ γραφὴ αὐτή. Μία λιτανεία τελείωσε. Μία λιτανεία ἄρχισε. Μία
λιτανεία συνεχίζεται. Ὅλες ὅμως οἱ λιτανεῖες δὲν γυρίζουν πίσω. Μᾶς πᾶνε μέχρι
τὸν οὐρανό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου