Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Γιατί ο Χριστός Ενανθρώπησε, Έπαθε καί Ανέστη;


Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας
ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πρίν ἀπό λίγο μόλις καιρό ἡ Ἐκκλησία μας πανηγύρισε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ σέ λίγο καιρό ἑτοιμάζεται νά πανηγυρίσει τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση.

Ἔχουμε ποτέ σκεφτεῖ, ὅμως, τί νόημα ἔχουν γιά ἐμᾶς ὅλα αὐτά τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ; Γιατί, δηλαδή, ἔπρεπε ὁ Θεός νά γίνει ἄνθρωπος καί ἔπειτα ὁ Θεάνθρωπος νά πεθάνει καί νά ἀναστηθεῖ; Τί τέλος πάντων ὠφελούμαστε ἐμεῖς ἀπό τά γεγονότα αὐτά;
Τό σίγουρο πάντως εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν τυχαῖα ἀλλά ἀνήκουν στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, στό σχέδιο, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο. Ὅλα ἔγιναν μέ κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Τίποτε δέν ἔγινε ἁπλῶς γιά νά μᾶς συγκινήσει, τίποτα δέν ἔγινε γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάσει, τίποτα δέν ἔγινε τυχαῖα. Γιατί, λοιπόν ἔγιναν;

Μιά πολύ ὡραία καί κατατοπιστική ἀπάντηση σέ ὅλα τά παραπάνω ἐρωτήματα, μᾶς δίνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στό ὑπέροχο ἔργο του «περί ἐνανθρωπήσεως». Ἄς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά πάρουμε ἐπιγραμματικά τίς ἀπαντήσεις πού θέλουμε.

Εἴπαμε παραπάνω ὅτι ὅλα ἔγιναν προκειμένου ὁ Θεός νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο; Ποιό ἦταν τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου; Τό μοναδικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ θάνατος. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μηδέν καί τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἐπιλέξει, εἴτε τήν ἀθανασία - ὑπακούοντας στήν ἐντολή Του - εἴτε, μέ τήν παρακοή, τό θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος ἐπέλεξε, δυστυχῶς, τήν παρακοή καί ἔκτοτε ἄρχισε νά πεθαίνει. Μάλιστα, λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ θάνατος ἐξουσίαζε πλέον τούς πάντας ὡς νομοθετημένος ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό, ὡς συνεπείας τῆς δικῆς μας ἐνδεχομένης παρακοῆς καί ἄρα κανείς δέν μποροῦσε νά τόν καταλύσει.

Ὁ Θεός πάλι, δέ θά μποροῦσε νά «συγχωρέσει» τόν ἄνθρωπο καί νά μήν ἀφήσει τό νόμο νά ἰσχύσει, διότι τότε θά ἀποδεικνυόταν ψεύτης, πρᾶγμα ἄτοπον, «ἄτοπον μέν γάρ ἦν εἰπόντα τόν Θεόν ψεύσασθαι». Ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, ἐξίσου «ἀπρεπές» θά ἦταν ἄν ὁ ἄνθρωπος, πού πλάσθηκε ἀπό τήν ἀρχή λογικός, ἐξ αἰτίας τοῦ διαβόλου νά ἐπέστρεφε στήν ἀνυπαρξία.

Τί ἔπρεπε, λοιπόν, νά γίνει; Μήπως νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος, καί ὁ Θεός διά τῆς μετανοίας, νά τόν ἐπαναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση; Τότε, ὅμως, ὁ Θεός θά φαινόταν καί πάλι ψεύτης, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δέν θά ὑποδουλώνονταν ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε «οὔτε ἡ μετάνοια ἀπό τῶν κατά φύσιν ἀνακαλεῖται, ἀλλά μόνον παύει τῶν ἁμαρτημάτων». ἑπομένως μόνο ὁ Λόγος, πού δημιούργησε τά πάντα, μποροῦσε νά τά ἀναδημιουργήσει. Καί πῶς νά τά ἀναδημιουργήσει; Γενόμενος ἄνθρωπος.

Γνώριζε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι γιά νά κερδίσει τό θάνατο ἔπρεπε πρῶτα νά ἀναμετρηθεῖ μαζί του νά πεθάνει δηλαδή. Ἐπειδή δέ ὁ Θεός δέν ὑπόκειται ἀσφαλῶς, σέ φθορά καί θάνατο, ὡς ἡ ἴδια ἡ Ζωή, διά τοῦτο ἔλαβε σῶμα καί ψυχή ἀνθρώπινα, κατά πάντα ὅμοια μέ τά δικά μας (ἐκτός τῆς ἁμαρτίας), μέσα στή μήτρα τῆς Θεοτόκου καί μάλιστα ὄχι κατά φυσικό τρόπο (μέ τή μεσολάβηση ἀνδρός) ἀλλ' ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.

Ἄρα ὁ Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει. Καί γιατί μόνο ὁ Χριστός ἔπρεπε νά κερδίσει τό Θάνατο; «Ἐπειδή γάρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διά τοῦτο πάλιν διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις γέγονε». Ἄλλωστε γιά νά ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στό «κατ' εἰκόνα» ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά γίνει μέ τήν προσέλευση τῆς ἴδιας τῆς Εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. «Δι' ἀνθρώπων μέν γάρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεί καί αὐτοί κατ' εἰκόνα γεγόνασιν, ἀλλ' οὐδέ δι' ἀγγέλων, οὐδέ γάρ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες».

Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ ἕνα πολύ ὡραῖο παράδειγμα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Λέει, λοιπόν, ὅτι ὅπως ὅταν μιά προσωπογραφία κατασκευασμένη σέ ξύλο γεμίσει μέ ἀκαθαρσία καί ἐξαφανισθεῖ χρειάζεται ἀπαραιτήτως νά ἔλθει τό «μοντέλο» τῆς εἰκόνος γιά νά ἐπισκευασθεῖ, «κατά τοῦτο καί ὁ πανάγιος τοῦ Πατρός Υἱός, εἰκών ὤν τοῦ Πατρός, παρεγένετο ἐπί τούς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τόν κατ' αὐτόν πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίση».


Συνεπῶς ὁ Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει. Ἐάν, ὅμως σταματήσουμε ἐκεῖ, στή Σταύρωση, ὅπως κάνουν οἱ παπικοί πού τήν ἑορτάζουν πιό ἐπίσημα ἀπό τήν Ἀνάσταση διότι εἶναι πιό συγκινητική, τότε κανένα ὄφελος δέν ὑπάρχει, ἀλλά μᾶλλον ἧττα. Ὁ Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει ἀλλά δέν πέθανε γιά νά πεθάνει. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί πέθανε γιά νά ἀναστηθεῖ καί ἔτσι νά κερδίσει τό θάνατο.

Τό σῶμα Του, ἐπειδή ἦταν τό ἴδιο ἀκριβῶς μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα, ἦταν θνητό καί πέθαινε. Ἀπό τήν ἄλλη ἐπειδή στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν καί οἱ δύο φύσεις (Θεία καί ἀνθρώπινη), «διά τόν ἐνοικήσαντα τόν Λόγον ἐκτός ἐγίνετο φθορᾶς». Συνέβαιναν, δηλαδή, καί τά δυό μαζί καί ὁ θάνατος νά κυριαρχεῖ καί νά καταλύεται. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός πέθανε, κατά τήν ἀνθρώπινη ὅμως φύση (ἀφήνοντας ἀπαθή τή Θεία Φύση) καί χάρη στή Θεότητα Ἀνέστη ὡς Θεάνθρωπος. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἑνωμένη μέ τή Θεία ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νίκησε καί πάλι τή φθορά καί τό θάνατο.

«Οὐκέτι νῦν ὥσπερ πάλαι κατά τήν τοῦ νόμου ἀπειλήν θανάτῳ ἀποθνήσκομεν οἱ ἐν Χριστῷ πιστοί (πέπαυται γάρ ἡ τοιαύτη καταδίκη), ἀλλά τῆς φθορᾶς παυομένης καί ἀφανιζομένης ἐν τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, λοιπόν κατά τό τοῦ σώματος θνητόν διαλυόμεθα μόνον τῷ χρόνῳ, ὅν ἑκάστῳ ὁ Θεός ὥρισεν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τυχεῖν δυνηθῶμεν», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί συνεχίζει «δίκην γάρ τῶν ἐν γῇ καταβαλλομένων σπερμάτων οὐκ ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ' ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα, καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατά τήν τοῦ Σωτῆρος χάριν».

Πεθαίνουμε, δηλαδή, πλέον μόνο κατά τό σῶμα ἀκριβῶς ὅπως τά σπέρματα (στάρι - κόλλυβα) πού θάπτονται στή γῆ γιά νά ξαναφυτρώσουν, περιμένοντας, δηλαδή, τήν κοινή Ἀνάσταση. Ἀξιοσημείωτα εἶναι καί ὁ συμβολισμός τῶν κολλύβων ἀλλά καί, κυρίως, τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἀφορᾶ, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, τούς ἐν Χριστῷ πιστούς, σέ πεῖσμα ὅλων τῶν ὀργάνων τῆς Νέας Ἐποχῆς πού προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν ὅτι ὅλοι εἴμαστε τό ἴδιο. Οἱ μή ἐν Χριστῷ πιστοί θά ἀναστηθοῦν εἰς ἀνάστασιν κρίσεως καί ὄχι εἰς ἀνάσταση ζωῆς, κατά τή δική τους ἐλευθέρα ἐπιλογή.

Ἕνα τελευταῖο, ὅσο ὅμως καί σημαντικό ἐρώτημα εἶναι τό γιατί ἐπέλεξε ὁ Κύριος τόν διά Σταυροῦ θάνατον, τόν τόσο ἀτιμωτικό. Πρῶτον διότι ὁ φυσικός θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί φθορᾶς στήν ὁποία φυσικά δέν ὑπόκειται ὁ Θεός, πού εἶναι αὐτοζωή.

Ἄν πάλι προηγούταν κάποια ἀσθένεια θά φαινόταν ὅτι ὁ θάνατός Του δέν ἦταν ἑκούσιος ἀλλά φυσική κατάληξη τῆς ἀσθενείας Του. Νά προκαλέσει ἄλλωστε ὁ ἴδιος τό θάνατό Του δέν ἄρμοζε στόν Κύριο ὡς ἔνδειξη δειλίας καί «εὐλογίας» τῆς αὐτοχειρίας. Ἀκόμα δέν ἄρμοζε νά ἀποφεύγει τούς Ἰουδαίους, πού ἤθελαν νά τόν σταυρώσουν, διότι καί πάλι θά ἔδειχνε ὅτι φοβᾶται τό θάνατο, πρᾶγμα πού φανερώνει ἀδυναμία.

Ὁ Σταυρικός θάνατος, βέβαια, ἐνίσχυε καί τήν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριος ἔδειξε, μετά τήν Ἀνάστασή Του τό σῶμα του ἄφθαρτο, πιστοποιώντας τήν ἀφθαρσία πού παρεῖχε. Νά πέθαινε ἀπό κάποια ἀσθένεια θά ἦταν ἀνάρμοστο ἀφοῦ Αὐτός θεράπευε ἄλλους. Ἐάν πέθαινε μόνος κάπου σέ κάποια γωνιά καί μετά τρεῖς ἡμέρες ἔδειχνε τό σῶμα του λέγοντας ὅτι ἀναστήθηκε κανείς δέ θά Τόν πίστευε. Πῶς μποροῦσαν νά γίνουν οἱ ἄνθρωποι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του ἄν πρωτίστως δέν γίνονταν μάρτυρες τοῦ θανάτου;

Μά, θά πεῖ κάποιος, ἀφοῦ ἔπρεπε νά πεθάνει ἐνώπιον ὅλων, γιατί δέν ἐπινόησε τουλάχιστον ἕναν ἔνδοξο θάνατο; Διότι τότε θά πίστευαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μποροῦσε νά νικήσει μόνο τό θάνατο πού εἶχε ἐπινοήσει ὀ ἴδιος, γι'αὐτό ἄφησε τούς ἀνθρώπους νά ἀποφασίσουν τό εἶδος τοῦ θανάτου καί μάλιστα τό πιό ἀτιμωτικό. «Διό οὐδέ τόν Ἰωάννου θάνατον ὑπέμεινε, διαιρουμένης τῆς κεφαλῆς, οὐδέ ὡς Ἠσαΐας ἐπρίσθη, ἵνα καί τῷ θανάτῳ ἀδιαίρετον καί ὁλόκληρον τό σῶμα φυλάξῃ, καί μή πρόφασις τοῖς βουλομένοις διαιρεῖν τήν Ἐκκλησίαν γένηται».

Ἄλλωστε πῶς ὁ Κύριος θά βάσταζε «τήν καθ' ἡμῶν γενομένην κατάραν» ἄν δέ δεχόταν τό θάνατο γιά τούς καταραμένους; Πῶς θά καλοῦσε τά ἔθνη ἄν πέθαινε μέ ἄλλον τρόπο, ἀφοῦ μόνο μέ τήν Σταύρωση πεθαίνει κανείς μέ ἁπλωμένα χέρια; Πῶς θά καθάριζε τόν ἀέρα ἀπό τά πονηρά πνεύματα (ὁ χῶρος πού δροῦν οἱ δαίμονες εἶναι ὁ ἀέρας, κατά τούς Πατέρες) ἄν δέν σταυρωνόταν καί ὑψωνόταν στόν ἀέρα;

Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Λόγος διάλεξε γιά τόν Ἑαυτό Του τόν Σταυρικό Θάνατο πού γιά τούς μέν Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο διά δέ τούς Ἕλληνες (τούς εἰδωλολάτρες) μωρία.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στή συνέχεια, ἐξηγεῖ τό γιατί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἔμεινε στόν τάφο τρεῖς ἡμέρες καί ὄχι περισσότερο ἤ λιγότερο. Ἄν, λέει ὁ ἅγιος, ἀνιστοῦσε ἄμεσα τό σῶμα του θά μποροῦσε κανείς νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν πέθανε στ' ἀλήθεια ἤ ὅτι δέν τόν ἄγγιξε ὁ θάνατος, ἐνῶ παράλληλα «ἄδηλον ἐγίνετο τό περί τῆς ἀφθαρσίας κλέος», δηλαδή δέ θά γινόταν φανερή ἡ δόξα τῆς ἀφθαρσίας.

Ἀκόμα δέν ἄργησε περισσότερο ἀπό τήν τρίτη ἡμέρα νά ἀναστηθεῖ, διότι τότε οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους εἶχε μιλήσει ὁ Κύριός μας γιά τήν Ἀνάστασή Του, θά εἶχαν ξεχάσει τό ζήτημα καί δέ θά γινόταν ξακουστή ἡ Ἀνάσταση. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά ἀναστηθεῖ ὁ Κύριος, ὅσο τό ζήτημα ἦταν ἐπίκαιρο, ὅσο οἱ μάρτυρες τοῦ θανάτου Του ἦταν ζωντανοί καί κοντά στόν τόπο τῆς τελειώσεως, ἀκριβῶς γιά νά γίνουν οἱ ἴδιοι οἱ κήρυκες τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου.

Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Κύριος παρέδωσε τό πνεῦμα Του τήν ἐνάτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς καί Ἀνέστη τά μεσάνυχτα τοῦ Σαββάτου καί ἄρα παρέμεινε στόν τάφο 33 ὧρες, σέ ἀντιστοιχία, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, μέ τά 33 χρόνια πού παρέμεινε στή γῆ. Στόν Ἅδη μάλιστα κήρυξε γιά νά δώσει τήν εὐκαιρία σέ ὅσους εἶχαν πεθάνει πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του, νά Τόν γνωρίσουν, νά Τόν πιστεύσουν καί νά συναναστηθοῦν. Ἡ Ἀνάσταση ὀνομάζεται τριήμερος διότι, ἀκριβῶς, ἐξαπλώνεται σέ τρεῖς ἡμέρες.

Μέ τήν Ἀνάσταση, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος νίκησε τό θάνατο καί ἔπαψε πλέον νά τόν φοβᾶται. Ἑπομένως, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό καταπατοῦν τό φόβο τοῦ θανάτου καί τόν ἴδιο τό θάνατο καί προτιμοῦν περισσότερο νά πεθάνουν παρά νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό, ἐνῶ πρίν τήν Ἀνάσταση ἦταν φοβερός ἀκόμα καί στούς ἁγίους.

Αὐτό, βέβαια, συμβαίνει ἀκόμα καί τώρα διότι, ἀκόμα ὅσοι δέν πιστεύουν στό Χριστό ἐξακουλουθοῦν νά τρέμουν τό θάνατο, ἐνῶ οἱ πιστοί καθόλου δέν τόν φοβοῦνται. Καί νήπια ἀκόμα «τοσοῦτον καταφρονοῦσι τοῦ θανάτου, ὡς καί προθύμως ἐπ' αὐτόν ὁρμᾶν».

Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, «ἔστι κατά φύσιν δειλιῶν τόν θάνατον» αὐτό, ὅμως, κάνει πιό σπουδαία τήν Ἀνάσταση διά τῆς ὁποίας ξεπερνᾶ ὁ ἄνθρωπος καί τήν ἴδια του τήν φύση. Καί δέν εἶναι ὁ θάνατος πλέον φοβερός διότι κατηργήθη ὅπως ἀκριβῶς ἕνα φίδι, τό ὁποῖο ἐνῶ εἶναι φοβερό ὅσο ζεῖ, καταντᾶ παίγνιο ὅταν πεθάνει, ἤ ὅπως ὅταν ἕνας τύραννος πού τόν τρέμουν ὅλοι, γίνεται περίγελως ἄν τύχει καί ἡττηθεῖ ἀπό κάποιον βασιλέα.

Ἀποδεικνύεται ὅμως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος ἀπό τό γεγονός ὅτι Ἐκεῖνος ἀκόμα ζεῖ, καί αὐτό εἶναι φανερό καθώς ὁ Χριστός, σέ ἀντίθεση μέ τούς νεκρούς, ἐνεργεῖ. Καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ φαίνεται ἀπό τήν καθημερινή μεταστροφή πολλῶν ἀπίστων πρός τόν Θεό, ἀπό τήν κατάργηση τῆς εἰδωλολατρίας ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, παρά τούς σκληρούς πολέμους πού ὑπέστη, τόσες χιλιάδες χρόνια. «Ὁ μέν γάρ τοῦ Θεοῦ Υἱός ζῶν καί ἐνεργής ὤν καθ' ἡμέραν ἐργάζεται, καί ἐνεργεῖ τήν πάντων σωτηρίαν, ὁ δέ θάνατος ἐλέγχεται καθ' ἡμέραν αὐτός ἐξασθενήσας».

Μήπως, ὅμως, μπορεῖ νά πεῖ κάποιος, βλέπουμε τό Χριστό γιά νά πεισθοῦμε ὅτι ἀνέστη; Μά τότε πρέπει νά ἀμφιβάλουμε καί γιά τά φυσικά πράγματα. Εἶναι ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ νά μήν γίνεται ὁρατός, ἀλλά νά ἀναγνωρίζεται ἀπό τά ἔργα, τά ὁποῖα καθημερινῶς μαρτυροῦν γιά τήν παρουσία Του καί ἄρα πρέπει καί αὐτοί πού δέν πιστεύουν νά πεισθοῦν ἀπό τήν δύναμη καί τήν καταφρόνηση πρός τόν θάνατο τῶν πιστῶν. Ἔτσι ἀκριβῶς κάνει καί ἕνας τυφλός, ὁ ὁποῖος δέν βλέπει τόν ἥλιο, ἀντιλαμβάνεται ὅμως, καί τή θερμότητά του καί δέν ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξή του πληροφορούμενος ἀπό τίς μαρτυρίες ὅσων βλέπουν.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος μᾶς παρέχει βέβαια καί ἀρκετές ἀποδείξεις γιά τήν Ἀνάσταση ἀλλά καί ἀπαντήσεις πρός τίς ἀντιρρήσεις Ἰουδαίων καί ἐθνικῶν. Ἀρχικῶς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, μέσῳ τῶν Γραφῶν πάντα, γιά τήν ἐνανθρώπηση καί παραπέμπει στά χωρία τῶν προφητῶν, ὅπως τό γνωστό σέ ὅλους «ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει...» (Ησ. ζ', 14).

Ἔπειτα μαρτυρεῖ γιά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα τόν διά Σταυροῦ θάνατον ὅπως μέ τό χωρίο «ὄψεσθε τήν ζωήν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καί οὐ μή πιστεύσετε» (Δευτ. ΚΗ, 66) ἤ τό «ὤρυξαν χεῖρας μου καί πόδας μου, ἐξηρίθμησαν πάντα τά ὀστᾶ μου. Διεμερίσαντο τά ἱμάτια μου ἑαυτοῖς, καί ἐπί τόν ἱματισμό μου ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλ. κα', 17 - 19) καί ἄλλα πολλά. Καί ποιός ἀπό τούς ἁγίους ἐγεννήθη ἀπό παρθένο; Ποιοῦ τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια ἤ ποιόν κρέμασαν; Βέβαια ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἔχει καί ἄλλα χωρία, τά ὁποῖα μάλιστα ἀναλύει, ὁ χῶρος ὅμως δέν ἐπαρκεῖ γιά νά τά ἀναφέρουμε ὅλα.

Ἄς ἀρκεστοῦμε, λοιπόν, σέ αὐτά τά λίγα καί ἄς ποῦμε καί ἐμεῖς, μαζί μέ τόν ἅγιο, ὅτι αὐτά τά γράψαμε μόνο γιά νά μυήσουν, ὅσους θέλουν, στοιχειωδῶς τουλάχιστον, στά δόγματα τῆς Πίστεως. Αὐτοί ἄς λάβουν ἀφορμή ἀπ'αὐτά γιά νά ἐντρυφήσουν στίς Γραφές καί νά μάθουν περισσότερα ἀλλά καί νά ἐπαληθεύσουν τά ὅσα γράψαμε, καί νά μάθουν ἀκόμα γιά τήν δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, τήν τελική κρίση καί τήν αἰώνιο Βασιλεία. Φυσικά, τονίζει ὁ ἅγιος, ὅτι γιά τήν ἔρευνα τῶν Γραφῶν ἀπαιτεῖται καθαρός βίος καί ψυχή καί κατά Χριστόν ἀρετή ὥστε ὁ νοῦς νά μάθει ὅσα ἐπιθυμεῖ καί νά τά «κατανοήσει».

Ὅποιος δέν μιμηθεῖ τούς ἁγίους δέ θά μπορέσει νά καταλάβει καί τούς λόγους τους. Ὅποιος π.χ θέλει νά δεῖ τόν ἥλιο καθαρίζει τά μάτια του καί ἀντίστοιχα ὅποιος θέλει νά δεῖ τό νοητό Ἥλιο πρέπει νά καθαρίσει τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς. Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, νά μπορέσουμε νά συσταυρωθοῦμε ὥστε νά μπορέσουμε καί τό νοῦ νά καθαρίσουμε, ἀλλά καί νά συναναστηθοῦμε διότι χωρίς σταυρό δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση.

Ὅποιος, ἑπομένως, καί τό εὐχόμαστε γιά ὅλους, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καταφέρει νά φτάσει στήν ἑκούσιο σταύρωση εἶναι βέβαιο ὅτι θά φτάσει καί στήν Ἀνάσταση καί θά ἀπολαύσει τήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ΑΜΗΝ!


Κείμενο: orthros
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Τρελλογιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου