19 Ἰουλίου 1990
Νά ἔχουμε τήν καλωσύνη, νά προπορευώμαστε στήν ἀγάπη, νά προπορευώμαστε στήν εὐσπλαγχνία, νά προπορευώμαστε σ᾿ ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός. Νά μή ὑπάρχη ἡ φιλαυτία. Νά μή θέλουμε νά προστατέψουμε τόν ἑαυτό μας καί στόν ἀδελφό νά μή δίνουμε σημασία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλο εὐσπλαχνία, εἶναι ὅλο συγχωρητικότητα καί ὅλο συμπόνια. Ὅταν θά ἀγαποῦμε, θά συμπεριφερώμεθα καί ἀνάλογα, δέν θά θέλουμε νά ποῦμε γιά τόν ἄλλο κακό, θά πονᾶμε γι᾿ τόν ἄλλο καί δέν θά θέλουμε νά τόν προσβάλουμε, νά τοῦ ποῦμε «λόγια», θά αἰσθανώμαστε συμπάθεια, γιά τόν ἄλλο. Νά προσέχουμε νά μή προσβάλουμε, νά μή πικράνουμε τόν ἄλλο, νά ἔχουμε εὐγενική συμπεριφορά, νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον, νά μή κρίνουμε καί κατακρίνουμε κανένα. Ἡ κατάκρισις εἶναι τό μεγαλύτερο καί φοβερώτερο ἁμάρτημα.
Ἄν δέν ἀγωνιζώμαστε καλῶς, θά εἴμαστε σάν ἐκεῖνα τά ξεροβούνια καί τά χωράφια πού εἶναι χέρσα καί δέν φυτρώνει χορταράκι, τίποτε. Ἔτσι ἀκριβῶς θά εἶναι και ἡ ψυχή μας. Δέν θά φυτρώνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί θά βρισκώμαστε συνέχεια σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, τήν τυφλή. Θά ὑπάρχη μία τύφλωσι, σάν μία ὁμίχλη θά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μή τρέχη ὁ καταρράκτης (τῶν δακρύων), γιά νά καθαρισθῆ καί νά βλέπουμε κατά Θεόν τά πράγματα.
Ὅταν λείπη ἡ προσευχή, θά ἔρθη δυσφορία, θά ἔρθη ἀθυμία, ὀκνηρία, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό χέρι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό πόδι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τόν νοῦ μας, τίποτε δέν θά μποροῦμε νά κάνουμε. Ἐνῶ ἡ προσευχή ὅλα τά συμπληρώνει· διά τῆς προσευχῆς ὅλα τά καλά γίνονται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή, λαβαίνει καί δυνάμεις σωματικές· καί ὅταν δέν ἔχη προσευχή, χαυνώνεται, καί τό σῶμα δέν μπορεῖ νά κουνηθῆ, δέν ἔχει διάθεσι, δέν ἔχει ὄρεξι. Ἀθυμεῖ καί βαριέται, δέν μπορεῖ νά κουνήση τά χέρια του, νά κουνήση τά πόδια του, τή μία δουλειά βαριέται νά τήν κάνη, τήν ἄλλη ἀθυμεῖ καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Ὅταν ἔχη προσευχή, ὅλα αὐτά φεύγουν,ἐνῶ ἀντιθέτως ὅταν δέν ἔχη τήν προσευχή, ὅλα τά αἰσθάνεται ὅπως ἐγώ· θέλει, δηλαδή, νά πλαγιάζη, νά κάθεται, ν᾿ ἀποφεύγη τόν κόπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζη, ἐκεῖ μέσα στόν κόπο θά βρῆ τόν Θεό! Κοπίασες; Θ᾿ ἀπολαύσης! Ἅμα δέν δουλεύσης, δέν σέ πληρώνει τό ἀφεντικό, ἰδίως ὅταν εἶναι ἐργολαβία. Εἶναι μερικοί ἐργαζόμενοι πού δέν τούς ἐνδιαφέρει, ὅσα πᾶνε καί ὅσα ἔρθουν, μερικοί ὅμως βιάζουν τόν ἑαυτό τους, ἔρχεται τό Σάββατο καί παίρνουν χρηματα μπόλικα στά χέρια τους. Οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι πού θέλουν νά σαχλαμαρίζουν, νά γελοῦν, νά μιλοῦν, ἔρχεται τό Σάββατο καί λίγα πράγματα παίρνουν καί ὕστερα στενοχωροῦνται. Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅταν ἐμεῖς κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐργαζώμαστε καί προσπαθοῦμε νά κοπιάσουμε πιό πολύ, νά ἱδρώσουμε, νά ἀγωνισθοῦμε, νά κάνουμε πιό πολλές μετανίτσες, πιό πολύ ἀγῶνα, νά εἴμαστε πιό πολύ ἔγκλειστοι, νά ἔχουμε πιό πολύ ἀγάπη στόν Θεό· ὅλα αὐτά τά κάνουμε ἐπί πλέον τῶν καθηκόντων μας, τά βάζουμε στήν «ἄκρη» κι ἅμα θἀρθῆ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τά παίρνουμε καί φεύγουμε, παίρνουμε καί τό εἰσιτήριό μας καί δρόμο· χαρά καί ἀγαλλίασι! Ὅποιος κοπιάζει, ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει, ὅποιος δέν κοπιάζει, δέν ἔχει τίποτε! Γι᾿ αὐτό λοιπόν νά κοπιάζουμε, νά ἀγωνιζώμαστε, νά μή φοβώμαστε οὔτε τόν πειρασμό οὔτε τήν ἐργασία.
Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἀνέβαινα ἕνα ἀνήφορο καί εἶχα τριάντα κιλά στήν πλάτη μου. Ἤμασταν στίς Σταγιάτες τότε. Λοιπόν, εἶχα βάρος στόν ὦμο, εἶχα καί στά χέρια. Ἦταν καταμεσήμερο, ζέστη, καί νά ἀνεβαίνης τόν ἀνήφορο. Ἀλλά ἔλεγα μέ τό νοῦ μου ὅτι τώρα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει μέ τόν Σταυρό. Πῶς ἀνέβηκε ὁ Χριστός τόν Γολγοθᾶ; Ἔτσι καί ᾿ γώ θά ἀνέβω. Καί ᾿ κείνη τήν ὥρα πού ἀνέβαινα μέ κόπο καί μόχθο καί δέν μποροῦσα καί εἶχε γίνει τό πρόσωπό μου σάν τό μαῦρο τό πανί, αἰσθάνθηκα δυό χέρια νά μοῦ σηκώνουν τό βάρο ἀπό τό πίσω μέρος. Πῶς μέ σπρώχνετε καμμιά φορά στόν ἀνήφορο γιά νά ἀνέβω; Ἔτσι ἀνέβηκα, τόσο εὔκολα, οὔτε νά ἱδρώσω οὔτε τίποτε, καί μετά αἰσθάνθηκα τόσο ἐλαφρωμένη! Μετά ἄφησα τό βάρος αὐτό καί πῆγα κι ἔκανα τετρακόσιες μετάνοιες. Πλημμύρισα ἀπό χαρά. Τί ἦταν αὐτό; Ἦταν μιά ξεκούρασι καί μιά πληρωμή ἀπό τόν Θεό· τό αἰσθάνθηκα στήν καρδιά μου. Δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω, αὐτό μοῦ ἔμεινε μέσα στήν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, τώρα πού ἔχετε δυνάμεις, κάντε ὅ,τι μπορεῖτε· ὅλα τά γράφει ὁ Θεός, ὅλα τά γράφει, καί τήν τριχίτσα, τίποτε δέν πηγαίνει χαμένο, τίποτε. Ὅπως τά εἶδε ἡ νονά τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας· καί ἕνα κουβαράκι μικρούτσικο πού εἶχε δώσει γιά νά καρυκώσουν τίς φτέρνες ἀπό τίς κάλτσες ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, καί ᾿ κεῖνο τό ἐλάχιστο βρέθηκε στόν οὐρανό. Καί εἶπε: «Μπά, κι αὐτό βρέθηκε;». «Ναί, βρέθηκε. Εἶδες πού δέν πάει τίποτε χαμένο;», τῆς εἶπε ὁ Ἀγγελός της. Καί τά σπιρτάκια πού εἶχε δώσει, ὅ,τι εἶχε δώσει τά εἶδε ὅλα, ἕνα σωρό. Πῆγε τίποτε χαμένο; Ὅλα τά εἶχε ἀποθηκευμένα ὁ Χριστός. Ἔτσι καί τά βήματα πού κάνει κανείς, ὅταν κοπιάζη, ὅλα, ὅλα καταγάφονται.
Τί ὡραῖα ὅταν ὑπάρχουν δυνάμεις! Νά σηκώνεται κανείς νά συγυρίζη, νά σκουπίζη καί νά βολεύη καί ὅλα νά τά φτιάχνη! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά τοῦ δίνη πολλή δύναμι καί πολλή χαρά στήν ψυχή του, ὅταν θά ἐργάζεται τόν Χριστό. Κι ὅ,τι τρώη πάλι, γιά νά μή τό στερήση ὁ Θεός, νά τό σταυρώνη. Νά σταυρώνουμε καί ἐμεῖς τό φαγητό καί νά λέμε«δόξα σοι ὁ Θεός», διότι εἶναι εὐλογημένο· καί ἔτσι ὅλα θά εἶναι εὐλογημένα. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνισχύει καί δυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί ἔρχεται πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασι μέσα στήν ψυχή του. Ὅσο κοπιάζει κανείς, τόσο ὁ Θεός τόν ἀνταμείβει. Οἱ μετάνοιες πού θά κάνουμε, τά σταυρωτά πού θά κάνουμε, πού θά σταθοῦμε ὄρθιες στίς Ἀκολουθίες, ὅλα γράφονται. Τήν ὥρα πού μιλᾶμε, πού συζητᾶμε, τήν ὥρα πού ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι συνέχεια μπροστά μας, «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Ὅλα τά βλέπει, καί τά καλά τά σημειώνει καί τά κακά τά σημειώνει, ὅλα. Εἴδατε ἐκεῖνος ὁ μοναχός πού ἦταν πολύ ἄρρωστος; Ἦταν κάποτε ἕνας Δεσπότης καί ἕνας μοναχός καί πῆγαν νά ζήσουν στήν ἔρημο σάν ἀσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ὁ Δεσπότης: «Θά πάω γιά ἐξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί ἐσύ μεῖνε ἐδῶ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά ἐπιστρέψω». Στό διάστημα αὐτό προσέβαλε μιά σοβαρή ἀρρώστια τόν ὑποτακτικό καί ὅπου στεκόταν εἶχε τό κομποσχοινάκι του καί ἄκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ὁ ὑποτακτικός σου εἶναι πολύ ἄρρωστος, τελειώνει, εἶναι πολύ βαρειά ἄρρωστος». «Μπα, λέει, τί φωνή εἶναι αὐτή; Θά ἐπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τόν ὑποτακτικό του καί τοῦ λέει:
«Πῶς μέ εἰδοποιοῦσες;»
«Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί ἔλεγα, Γέροντα, πρόφθασον».
«Ἀκουγα τή φωνούλα σου. Τώρα ἐγώ θά φύγω».
Μετά τόν ἔκανε μοναχό, τόν χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Εἴδατε πῶς πληροφορεῖ ὁ Θεός; Ὁ Γέροντάς μας ὅ,τι κάνουμε τό βλέπει. Προχθές τόν εἶδα στόν ὕπνο μου πολύ ζωντανό. Εἶχα μία στενοχώρια. Ἔβλεπα ὅτι ἤμουν σ᾿ ἕνα βράχο καί καθόμουν καί τραβοῦσα κομποσχοινάκι. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδα τόν Γέροντα νά ἔρεται καί μοῦ λέει:
«Τί κάνεις, Γερόντισσα, ἐδῶ;».
«Νά, τραβῶ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πῶς θά σωθοῦμε, τί θά γίνουμε; Ἀσθενική εἶμαι, δέν μπορῶ νά μιλήσω, δέν μπορῶ νά κάνω ὅπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν ἔχω σωματικές δυνάμεις, αἰσθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ἐνίσχυσι, νά μέ βοηθήση ἕνας ἄνθρωπος».
«Δός μου τά χέρια σου», μοῦ εἶπε. Μοῦ ἔδωσε τά χέρια του, τοῦ ἔδωσα καί ᾿ γώ τά δικά μου καί μέ σήκωνε, μέ σήκωνε… Μόλις ξύπνησα αἰσθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ὁ νοῦς του σκέφτηκα θά εἶναι ἐδῶ πέρα καί μᾶς εὔχεται. Σήκωσε καί ἀπό ἐμένα ὅλο τό φορτίο πού αἰσθανόμουν. Γιατί πότε κοιμᾶμαι, πότε ξυπνάω, δέν ἔχω ὕπνο νά ξεκουρασθῆ τό σῶμα μου καί αἰσθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ὅταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ὁ Θεός τούς Προεστῶτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρίσκόμαστε καί ἔτσι, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀφήνει, μᾶς ἐνισχύει.
Ἐμεῖς θά κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, γιά νά μή μᾶς βρῆ ἀπροετοίμαστους, ὅταν θά ἔρθη ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Ὅπως λένε τώρα, ἅμα χειριστοῦν αὐτά τά ἀέρια, τίποτε δέν θά μείνη ὄρθιο. Τόσο πολύ! Ἐδῶ ἀπό τό Τσερνομπίλ ἔφθασε, δέν θά φθάση καί ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ; Ἄντε, δέν θά ἀφήση ὁ Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ὁ Θεός καί θά προστατεύση. Ἐκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς ἄλλους θά τούς ἀφήση. Θά προστατεύση ὁ Θεός, δέν θά ἀφήση, γιατί χιλιάδες ἄνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἦταν ἕνας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. Πήγαινε κάθε μέρα στήν ἐκκλησία καί ἄναβε ἀπό ἕνα κερί γιά ὅσους ἦταν ὑπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθοῦν τά πράγματα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι· κάθε μέρα ἄναβε κεριά. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔτσι τόν φώτισε αὐτόν. Ἄλλους πάλι ἀλλιῶς. Ὁ π. Μάρκελλος (*) πάει στήν ἔρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τόν κόσμο· καί λέει ὅτι ὑπάρχουν καί ἀόρατοι ἀσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ἔτσι εἶναι…
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο:«Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ.Μ.Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
(*)Μοναχός τῆς Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, κοιμηθείς τό 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου