Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Χαράλαμπος ὁ πανθαύμαστος καὶ πανάριστος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρμοσύνη τῶν ἀγγέλων, τὸ καύχημα τῶν πιστῶν, τὸ στήριγμα τῶν κλονουμένων, τὸ νοητὸ ἄνθος τοῦ παραδείσου, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων, ὁ μιμητὴς τοῦ Δεσπότου, ὁ τῆς θεϊκῆς χαρᾶς καὶ χάριτος καὶ λάμψεως ἐπώνυμος, ὁ πολιοῦχος καὶ τούτου τοῦ εὐλογημένου καὶ ἀκριτικοῦ χωριοῦ τῆς Δένειας,συνεκάλεσε κι ἐφέτος τὴν παροῦσα ὁμήγυρη μαζὶ καὶ πανήγυρη στὸν παλαιὸ αὐτὸ ἱερὸ ναό του, γιὰ νὰ τοῦ ἀπονείμουμε τὴν πρέπουσα τιμή, ὡσὰν φιλοπάτορες καὶ φιλομάρτυρες υἱοί, καὶ νὰ δοξάσουμε δι᾿ αὐτοῦ τὸν Παντοδύναμο Κύριο, τὸν στεφανίτη τῶν μαρτύρων, ποὺ δοξάζεται μέσῳ τῶν ἁγίων Του, καὶ τοὺς δοξάζει ἀφθονοπάροχα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ.
Ποιός ἦταν ὁ πανάρετος βίος τοῦ οὐρανόφρονα τούτου ἄνδρα καὶ ποιά τὰ ἄθλα καὶ ἔπαθλα τοῦ λαμπροῦ του μαρτυρίου, θὰ διηγηθῶ τώρα στὴν ἀγάπη σας, πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ἔπαινο τοῦ τρισευλογημένου ἱερομάρτυρος καὶ μεγαλομάρτυρος καὶ πολυάθλου Χαραλάμπους.
Ἐπίγεια πατρίδα τοῦ ἰσαγγέλου αὐτοῦ ἁγίου φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ σπουδαία πόλη τῆς Μαγνησίας, εὑρισκόμενη στὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ κτισμένη ἐπάνω στὸν Μαίανδρο ποταμό, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Σίπυλος. Ἡ λαμπρὰ αὐτὴ ἀρχαιότατη ἑλληνικὴ πόλη ὑπάγεται στὴ Μητρόπολη τῆς Ἐφέσου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί, πρὶν τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1924, ἀπὸ τοὺς πενήντα χιλιάδες κατοίκους της οἱ δεκατρεῖς χιλιάδες ἦσαν Ἕλληνες.
Σ᾿ αὐτὴ λοιπὸν τὴ μεγαλούπολη ἀνατράφηκε καὶ γνώρισε τὸν Χριστὸ ὁ ἅγιος Χαραλάμπης, ἐκεῖ χειροτονήθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἱερέας καὶ ἐκεῖ τὸν συναντοῦμε νὰ διακονεῖ τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβῆ καὶ μεγάλου διώκτη τῶν Χριστιανῶν Σεπτίμιου Σεβήρου (194-211), ὅταν διοικητὴς τῆς πόλης ἦταν ὁ Λουκιανός. Ἦταν σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἑπτὰ ἐτῶν ὁ ἅγιος, ὅταν διεβλήθη στὸν Λουκιανὸ ὅτι, παρὰ τὰ αὐτοκρατορικὰ προστάγματα γιὰ λατρεία τῶν ψευδωνύμων θεῶν, αὐτὸς κήρυσσε παρρησίᾳ καὶ ἀτρόμητα τὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ ἦταν τάχα ἐπικίνδυνος ταραχοποιός. Ὁδηγήθηκε τότε ἀμέσως στὸ κριτήριο καὶ ἀπάντησε θαρραλεώτατα στὶς ἀπειλὲς τοῦ Λουκιανοῦ: «Τίποτα γιὰ μένα δὲν εἶναι πιὸ εὐχάριστο, ἀπὸ τὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου. Ἐμπρός, δοκίμασέ το στὸ γηραλέο μου τοῦτο σῶμα, γιὰ νὰ πεισθεῖς γιὰ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θεοῦ μου.»
Ἀφαίρεσαν τότε οἱ δήμιοι τὴν ἱερατικὴ στολὴ τοῦ σεβάσμιου ἐκείνου γέροντα καὶ καταξέσχισαν τὸ σῶμα του μὲ σιδερένια νύχια. Κι ὁ ἅγιος, ἀτρόμητος, οὔτε σημεῖο πόνου καὶ μικροψυχίας ἔδειξε, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἐνέπαιξε τὸν τύραννο, ὅτι μὲ τὰ βάσανα ἀνανεώνει τὴν ψυχή του, ἑτοιμάζοντάς τον γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἀντὶ ὅμως νὰ καμφθεῖ ὁ Λουκιανὸς βλέποντας τὴ γενναιότητα τοῦ ἁγίου, κυριευμένος ἀπὸ ἀντίθεη μανία, ὅρμησε κατὰ τοῦ ἀκάκου προβάτου τοῦ Χριστοῦ νὰ τοῦ βγάλει τὸ δέρμα μὲ τὰ ἴδια τὰ χέρια του! Μά, δὲν ὑπέμεινε ὁ οὐρανὸς τὴν ἀδικοκρισία του. Ἀμέσως, μὲ θεία δύναμη, ἀποκόπηκαν τὰ χέρια του καὶ ἔμειναν -θέαμα φοβερό-, κρεμασμένα ἀκίνητα πάνω στὸ πολύαθλο σῶμα τοῦ μάρτυρος!
Καμπτόμενος ὁ μιμητὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου στὶς σπαραξικάρδιες κραυγὲς τοῦ Λουκιανοῦ, μὲ τὴν προσευχή του τὸν θεράπευσε θαυματουργικά! Τότε οἱ δήμιοι Πορφύριος καὶ Βάπτος, μαζὶ μὲ τρεῖς γυναῖκες ποὺ παρίσταντο στὸ μαρτύριο, βλέποντας μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ πόσο ζωντανὴ εἶναι ἡ Πίστη τοῦ Χριστοῦ, διακήρυξαν τοὺς ἑαυτούς τους χριστιανούς, γιὰ νὰ λάβουν ἀργότερα μὲ τὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τους τὸ ἀμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ὁ εὐγνώμων Λουκιανός, πίστεψε κι αὐτὸς στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο, καθὼς καὶ πλῆθος ἀνθρώπων τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης, ἔχοντας φωτισθεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματα τοῦ μάρτυρος.
Πληροφορημένος τὰ συμβάντα ὁ Σεβῆρος, ταράχθηκε πολὺ καὶ ἀπέστειλε τριακόσιους στρατιῶτες, μὲ διαταγὴ νὰ καρφώσουν καρφιὰ στὸ σῶμα τοῦ ἁγίου καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἁλυσοδεμένο ἀπὸ τὴ Μαγνησία στὴν κεντρικὴ πόλη Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, ὅπου τότε διέμενε. Καὶ οἱ ἀπάνθρωποι ἐκεῖνοι κακοῦργοι ἐκτέλεσαν τὴ διαταγὴ τοῦ τυράννου, καὶ κακομεταχειρίζονταν ἐπιπλέον τὸν ἅγιο καθοδόν, μέχρι ποὺ μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση τὸ ἄλογο, ὅπου τὸν εἶχαν καθήσει, πῆρε ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ καταδίκασε ὡς ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ τὸν Σεβῆρο καὶ τοὺς στρατιῶτες ὡς ὄργανα τοῦ διαβόλου.
Παρουσιάστηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος στὸν Σεβῆρο αἱμόφυρτος καὶ φέροντας τὰ στίγματα τοῦ μαρτυρίου στὸ σῶμα. Δὲν ἀρκέστηκε ὅμως ὁ αἱμοσταγὴς λύκος σ᾿ αὐτά, καὶ πρόσταξε καὶ σούβλισαν στὸ στῆθος τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἔριξαν σὲ πυρωμένο καμίνι. Ἀλλ᾿, ὢ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ Βασιλεῦ!, ὁ ἅγιος παρέμεινε ἀπαθὴς στὸν πόνο καὶ ἡ φωτιά, μόλις πλησίασε στὸ ἁγιώτατο ἐκεῖνο μαρτυρικὸ σῶμα, ἔσβησε! Κι ὅταν, ἀπορημένος ὁ Σεβῆρος, ζήτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὸν ἅγιο πῶς συνέβηκαν ὅλα τοῦτα τὰ θαυμάσια καὶ ἄκουσε, «μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μου», θέλησε νὰ ξαναδοκιμάσει τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μὲ τὰ ἑξῆς: Πρῶτα, πρόσταξε καὶ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο γιὰ τριανταπέντε ἔτη, ποὺ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ θεραπεύσει, τὸν ὁποῖο μὲ ἕνα λόγο του ὁ ἅγιος γέροντας κατέστησε ὑγιή.
Καὶ ὕστερα, πρόσταξε καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα νεκρό, ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ τὸν θάψουν, τὸν ὁποῖο ὁ πανθαύμαστος Χαραλάμπης, μὲ θερμή του προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀνέστησε σὰν ἀπὸ ὕπνο. Ἀλλά, τόσο τυφλωμένοι ἦταν καὶ παρέμειναν ὁ Σεβῆρος καὶ ὁ ἔπαρχος Κρίσπος, ποὺ ὑπέβαλαν τὸν ἅγιο σὲ νέα βάσανα. Ἀλλὰ καὶ πάλιν, ἀπὸ ὀργὴ Θεοῦ, ἔγινε φοβερὸς σεισμὸς στὸν τόπο ἐκεῖνο, καὶ ὁ Σεβῆρος ἀνυψώθηκε στὸν ἀέρα, ὅπου παρέμεινε μετέωρος γιὰ πολλὴ ὥρα, μαστιζόμενος ἀόρατα ἀπὸ ἀγγέλους.
Ἔφθασε τότε στὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἡ Γαληνή, θυγατέρα τοῦ Σεβήρου, ποὺ μὲ δάκρυα ἱκέτευσε τὸν ἅγιο νὰ συγχωρήσει τὸν πατέρα της καὶ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπ᾿ ἐκείνη τὴν τιμωρία. Καί, παρόλο ποὺ ὁ ἅγιος ἀμνησίκακα τὸν κατέβασε στὴ γῆ μὲ τὴν εὐχή του, ἐκεῖνος, ἀμετανόητος καὶ ἀγνώμων, τὸν ὑπέβαλε σὲ νέα πανώδυνα βάσανα καί, τέλος, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό του.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Κύριο νὰ εὐλογεῖ καὶ παρέχει τὴν ὑγεία ψυχῆς καὶ σώματος σ᾿ ὅσους θὰ ἐπιτελοῦν τὴ μνήμη του καὶ ἄκουσε φωνὴ θεϊκὴ νὰ τὸν προσκαλεῖ στὴν αἰώνια ἀγαλλίαση τῶν δικαίων, ἔκλινε τὴν κεφαλὴ καὶ ἔλαβε διὰ ξίφους τὸν ἀκήρατο στέφανο τοῦ μαρτυρίου στὶς 10 Φεβρουαρίου, περὶ τὸ ἔτος 200 μ.Χ. Τὸ ἅγιο σῶμα του ἐνεταφίασε εὐλαβῶς ἡ μακαρία Γαληνὴ καὶ ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἀνεδείχθη πηγὴ θαυμάτων. Ἀργότερα, ἀνακομίσθηκαν τὰ χαριτόβλυτά του λείψανα καὶ διασπάρηκαν γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ σὲ διάφορα μέρη. Ἡ ἁγία του κάρα μεταφέρθηκε καὶ φυλάσσεται στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στὰ Μετέωρα, εὐωδιάζουσα καὶ θαυματουργοῦσα, καὶ φέρει μάλιστα τὶς ὀπὲς τῶν καρφιῶν τοῦ μαρτυρικοῦ του ἀγώνα.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει ἀνάγλυφα τὸν βίο καὶ τοὺς ἄθλους τῶν ἁγίων στὶς μνῆμες τους, μὲ τοὺς ὕμνους, τὰ συναξάρια, τὶς εἰκόνες τους, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μᾶς παρακινήσει στὴν ὀφειλομένη τιμή τους, ἀλλὰ καὶ στὴν κατὰ δύναμη μίμησή τους. Καὶ ὅπως ὡραῖα θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸν λόγο του πρὸς τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, «μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀξιωνόμαστε νὰ μετέχουμε ἀληθινὰ στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, ὅταν μιμούμαστε καὶ ζηλώνουμε τὶς ἔνθεες ἀρετές τους. Διότι θὰ μᾶς ἀποδείξει γνήσιους μαθητές τους ἡ εὐσέβεια μαζὶ καὶ εὐλάβεια, καὶ ὁ ὁμόδοξος βίος καὶ ὁ ὁμόζηλος τρόπος. Τιμᾶς μαρτύρων τὴν μνήμη; Τίμησε καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τους!»
Ἡ ἐποχή μας, ἀδελφοί μου, ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία τὸ κακό, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀσέβεια, μὲ ἕνα λόγο ἡ ἀποστασία, κατὰ τὸν Θεολόγο Ἰωάννη, πληθύνονται καὶ κορυφώνονται, ἑτοιμάζοντας τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου -ὅταν καὶ ὅπως ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει-, εἶναι κατεξοχὴν ἐποχὴ μαρτυρίου καὶ μαρτυρίας Χριστοῦ. Φθάνει νὰ ἔχουμε μάτια νὰ βλέπουμε καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦμε καὶ νοῦν νὰ ἀντιλαμβανόμαστε. Κι ἂς μὴν πᾶμε μακρυά. Ἐδῶ στὴ γειτονική μας πολύπαθη Συρία, τὸ ἀντίχριστο μένος τῶν φανατικῶν μουσουλμάνων, ποὺ ὑποδαυλίζουν ξένες δυνάμεις καὶ συμφέροντα, ἀναδεικνύει καθημερινὰ μάρτυρες τῆς πίστης μας: Μικρούς, νέους, μεγάλους, λαϊκούς, μοναχὲς καὶ κληρικούς. Δὲν ξέρουμε ἀσφαλῶς τί θὰ ἐπιτρέψει σ’ ἐμᾶς ὁ Κύριος καὶ ἐλπίζουμε πάντα στὸ ἔλεός Του.
Αὐτὸ ὅμως, ποὺ μᾶς ζητεῖται, ποὺ ἀναμένει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος, εἶναι τὸ μαρτυρικὸ ἦθος, τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα. Δηλαδὴ ἡ ζωή μας σύνολη, στὰ ἔργα, στὰ λόγια, στὶς σκέψεις, νὰ εἶναι μιὰ ξεκάθαρη μαρτυρία Χριστοῦ, δηλαδὴ μίμηση Χριστοῦ. Νὰ διαπνέεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς ἀγάπης στὸν Κύριο καὶ στὸν πλησίον, τῆς μετάνοιας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ζέουσας πίστης. Ἔτσι ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιωνόμαστε καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ καὶ εὐλογημένα καὶ νὰ τύχουμε κι ἐκείνης τῆς ἀληθινῆς καὶ μόνιμης πατρίδας μας, τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ πανηγυριζομένου ἁγίου Χαραλάμπους, τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου