Μικρό παιδί το 1940, βοήθησε τον πατέρα της να θάψει στον κήπο του σπιτιού τους –στην άκρη της Χειμάρρας- έξι Έλληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών.
Από τότε και έως σήμερα, ακόμη και τις δύσκολες εποχές του καθεστώτος Χότζα, φροντίζει τον αυτοσχέδιο ομαδικό τάφο, λέγοντας –ενίοτε- νοερά στα νεκρά παλικάρια: «Βρε παιδιά εγώ έζησα, έγινα μεγάλη και γιαγιά κι εσείς παιδιά μου δεν γυρίσατε ποτέ στην πατρίδα».
Ήταν μόλις οκτώ χρονών, στη δίνη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν η κυρία Mρίγκου, βοήθησε τον πατέρα και την μητέρα της να θάψουν τα σώματα έξι Ελλήνων στρατιωτών, που έχασαν τη ζωή τους από εχθρικό όλμο, στον Σκουταρά της Χειμάρρας. «Στο σπίτι μας έμεναν Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ στο διπλανό κτήμα μας, υπήρχαν ελληνικά χαρακώματα. Μια χούφτα Έλληνες κρατούσαν άμυνα, έχοντας απέναντι τους 500 και πλέον Ιταλούς
Ο πατέρας μου βοηθούσε και μάλιστα ήταν και οδηγός του Ελληνικού Στρατού. Και οι Ιταλοί είχαν πολλούς νεκρούς. Σε μια επίθεση με εχθρικό όλμο, σκοτώθηκαν έξι στρατιώτες που ήταν μέσα στο χαράκωμα. Τα ξέραμε τα παλικάρια αυτά. Ο Ανδρέας Προβατάς ζούσε ακόμη. Μέσα στα αίματα έδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, για να το παραδώσουμε στους δικούς του. Μετά ξεψύχησε. Τους μαζέψαμε και τους θάψαμε σε δύο τάφους που ανοίξαμε βιαστικά. Από τότε έως σήμερα, μας συντροφεύουν» λέει στο protothema.gr η κυρία Μπρίγκου, που έως το 1990 και τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβερ Χόζτα, κρατούσε «επτασφράγιστο» το μεγάλο μυστικό που έκρυβε στο κτήμα της, κάτω από τις ελιές.
«Ακολουθήσαμε τον Ελληνικό Στρατό κατά την υποχώρηση του, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Αργότερα επιστρέψαμε στην Χειμάρρα και οι Ιταλοί συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον έβαλαν φυλακή για ένα χρόνο σχεδόν στα Τίρανα. Μετά οι Αλβανοί του Χότζα μας εξόρισαν για 4,5 χρόνια και το σπίτι μας επιτάχθηκε. Όταν επιστρέψαμε το βρήκαμε κατεστραμμένο. Οι Αλβανοί όμως δεν είχαν εντοπίσει τους τάφους των έξι Ελλήνων στρατιωτών και αυτό ήταν βάλσαμο για εμάς. Παρά τα βάσανα μας» λέει. .
Τα ονόματα των παλικαριών που βρίσκονται θαμμένα στο κτήμα της γιαγιάς Ερμιόνης είναι : Δημήτριος Σελάς (καταγωγή Αρχαίες Κλεωνές Κορινθίας), Νικόλαος Βουρλούμης (Κουμάνι Ηλείας), Σταύρος Καντάς Σταύρος (Μελλίκια Λευκίμης Κέρκυρας), Παναγιώτης Αλογογιάννης (Καμάρι Κορινθίας), Ανδρέας Προβατάς (Αγραφούς Κέρκυρας) και Ματθαίο Λαγό Ματθαίος (Πόρο Τροιζηνίας).
«Η συχωρεμένη μάνα μου, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα άναβε κρυφά κεριά στους τάφους και κάθε Εθνική Εορτή της Ελλάδας μοιρολογούσε τα παλικάρια που δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους. Όλα αυτά μυστικά, γιατί αλίμονο μας εάν οι Αλβανοί του Χότζα μας ανακάλυπταν. Μετά τον πόλεμο ήρθαν αρκετές φορές στο σπίτι, ρώτησαν έψαξαν αλλά έφευγαν άπρακτοι» συμπληρώνει, φέρνοντας στο νου τα δύσκολα «πέτρινα» χρόνια, για τους Έλληνες της Χειμάρρας, που το 1945 αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα του Χότζα, με αποτέλεσμα να τους αφαιρεθούν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα, τα οποία έως σήμερα συνεχίζει να καταπατεί η Αλβανία.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η οικογένεια Μπρίγκου αρχίζει να αναζητεί συγγενείς των νεκρών στρατιωτών, ενώ με πρωτοβουλία της Νεολαίας της «Ομόνοιας», του κόμματος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, αναγέρθηκε στο κτήμα της κυρίας Μπρίγκου, δίπλα στους τάφους ένα λιτό μνημείο για τους έξι ήρωες, πάνω στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα τους. «Το μνημείο αυτό, ήταν επιθυμία του πατέρα μου πριν κλείσει τα μάτια του. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε για αυτά τα παιδιά που έμειναν για πάντα στην αυλή του σπιτιού μας. Φυτέψαμε και μια μυρτιά δίπλα από τους τάφους, για να έχουν σκιά τα καλοκαίρια οι ήρωες μας».
Για την εθνική της προσφορά, η Κυρά της Χειμάρρας τιμήθηκε το 2014 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κάρολο Παπούλια. Παραλαμβάνοντας το Τιμητικό Δίπλωμα τότε, η ίδια είχε δηλώσει με σεβασμό και σεμνότητα: «Ήταν όλοι τους παλικάρια. Θυμάμαι τον αγώνα τους και τη δύναμή τους στον πόλεμο, που δεν φοβηθήκανε. Ήταν άξια παλικάρια και έπεσαν σαν παλικάρια, αφού πρώτα πολέμησαν σαν τα λιοντάρια. Η μάνα μου τους μαγείρευε και εγώ το πρωί σηκωνόμουν και τους πήγαινα το τσάι, το νερό, τους φώναζα "ελάτε παιδιά να φάτε". Δεν με υποχρέωνε κανείς να το κάνω, το έκανα από την ψυχή μου. Θα τους θυμάμαι για πάντα, γιατί έχασαν τη ζωή τους, τα νιάτα τους, για να απελευθερώσουν εμάς από τους Ιταλούς. Αυτά ήταν τα παλικάρια της Ελλάδος» δήλωσε.
πηγή
Τρελλογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου