Τὸ 1907, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γράφει τὰ ἑξῆς (Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν, σσ. 26-46):
Ἑλληνικὴ Φυλή, διὰ νὰ αἰσθανθῇς τὸν Ἑλληνισμό Σου πρέπει νὰ περιορίσῃς τὸ Χριστιανικό Σου Συναίσθημα εἰς τὰ λογικὰ καὶ πραγματικά του ὅρια. Ὅπως στὴν ἀρχὴ τῆς Νέας Σου Θρησκείας ἐκατέβασες καὶ κατεπίεσες τὸ Συναίσθημα Ἕλλην, διὰ ν’ ἀνυψώσῃς τὸ Συναίσθημα Χριστιανός, τόρα (sic) πλέον ποὺ ἡ Χριστιανικότης Σου δὲν ἔχει νὰ πάθῃ τίποτε, μόνον δὲ ἡ Ἑλληνικότης Σου κινδυνεύει, πρέπει νὰ κατεβάσῃς εἰς δεύτεραν μοίραν τὸ συναίσθημα Χριστιανὸς καὶ ν’ ἀνυψώσῃς Κυρίαρχον Ἀπόλυτον τὸ Συναίσθημα ΕΛΛΗΝ. Ντροπή σας Ἕλληνες, νὰ λέγεσθε Σεῖς Χριστιανοί, σὰν τὴν Κοινὴν ἀγέλην τῶν Ἀνθρωποειδῶν. […] Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ αἰσθάνεσθε ὅτι εἶσθε Ἕλληνες, παρὰ μόνον ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ πάπλωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ Σας τότε ΕΡΡΕΤΩ τέτοιος Ἑλληνισμός. Διότι τότε ὁ Ἑλληνισμός Σας εἶνε Νεκρός.
Ἐλέχθη καὶ ἐπιστεύθη, ὄτι κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς Νέας Θρησκείας ἐπεκράτει εἰς τὸν Κόσμον Κοινωνικὸς καὶ Πνευματικὸς Σαπισμός, τὸν ὁποῖον ἐδιόρθωσεν αὐτή. Αὐτὰ εἶνε ὅλα ΨΕΜΜΑΤΑ δημιουργηθέντα ἀπὸ τὸ Χριστιανικὸν Κόμμα, ὅταν ἐπικρατῆσαν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κάνῃ καὶ νὰ λέῃ ὅ,τι θέλει. Διότι ἡ Ἱστορία εἶνε ἕνα ζυμάρι μὲ τὸ ὁποῖον ὁ κάθε Δυνατὸς Λαὸς ἢ Κόμμα ἢ Ἄνθρωπος φτιάνουν ὅτι θέλουν καὶ παριστάνουν ὅπως τοὺς καπνίσει τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. […]
Ὅπως ἐδέχθημεν ἐμεῖς τότε τὸν Χριστιανισμόν, τόρα πρέπει νὰ δεχθῇ καὶ ὁ Ἑλληνοχριστιανισμός, τὸν Ἀνασταινόμενον ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ Ἑλληνισμόν μας. […] Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι’ Ἐμᾶς εἶναι, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα. […]
Ἐδῶ δὲν θίγεται ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἡ ΞΕΝΗ Ἑβραϊκὴ Ἰδέα. […] Προσέξετε…μὴ νομίσετε ὅτι πρόκειται περὶ…πολέμων … κατὰ τῆς Ἑλλ. Ἐκκλησίας μας […] Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του […]
Τὸ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα τὸ ἀνασταινόμενον ἀπὸ τῶν ἐγκάτων τῆς Μητρὸς Γῆς […] ΑΝΑΓΚΗ νὰ πολεμήσῃ τὸν κτηνώδη ΚΑΛΟΓΕΡΙΣΜΟΝ, διὰ νὰ περιορίσῃ τὴν θέσιν τῆς θρησκείας εἰς τὸ πρέπον διὰ νὰ ἀφήσῃ τὸ Πνεῦμα ἐλεύθερον […] Κανεὶς δὲν ἔχει οὔτε πρέπει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἑλλ. Ἐκκλησίαν, περιοριζόμενη ἀκριβῶς εἰς τὴν δουλειά της, οὔτε νὰ τὴν ἀνησυχήσῃ. Τοὐναντίον μάλιστα τὸ Ὀρθόδοξον Ἑλλ. Πνεῦμα, ἔχει καὶ πρέπει νὰ πολεμήσῃ ὑπὲρ αὐτῆς, διὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν μεγαλοπρεπεστάτην Λαμπρότητα τῶν πρώτων αἰώνων, καθαρίζον αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀπαίσια μοῦχλα καὶ σκοτινιὰ καὶ ἀσχημιὰ καὶ τραγοβαρβατίλα, εἰς τὴν ὁποίαν τὴν ἐβύθισεν ὁ ρυπαρὸς Καλογερισμός, ὁ φωνάζων ὑπὲρ κάθε γράμματος καὶ παραβιάζων ληστρικότατα κάθε οὐσίαν. […]
Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐχρησίμευσεν ὡς μέσον καὶ ὅπλον πολιτικὸν θαυμάσιον, διὰ τὴν Κοσμοκρατορίαν ἡμῶν τῶν τότε καὶ ἄγκυρα σωτηρίας μετὰ τὸν Τοῦρκον, διπλᾶ δι’ αὐτὸ ἀγαπητός, ὑπερβέβαιον εἶναι ἀφ’ ἑτέρου ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός, ἀδιάφορον ἂν εἶνε συγγνωστὸν ἕνεκα τῆς φορᾶς τῶν Καιρῶν, ἀλλὰ εἶνε ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ. […]
Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ […]
Ὁ Κωνσταντῆς…ἐξεκινοῦσε καὶ ἐφέρετο ὑπνωτισμένος ἀπὸ τὰ Σταυρικὰ Λάβαρα, ποὺ τοῦ ἐκουνοῦσε στὸν μεθυσμένο του ὕπνο ὁ Ὀδυσσεύς […]
(Γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό):
ὁ λέγων πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ πήγαινε στὴν ἔρημο νὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου, διότι καταφθάνει ἡ μεγάλη τρουμπέτα, ὁ λέγων γίνου ΕΡΗΜΙΤΗΣ καὶ μὴ γίνεσαι Στρατιώτης, ὁ ἀντιπρόσωπος τῶν πτωχῶν καὶ πειναλέων, ὁ διδάσκαλος τοῦ ΘΑΝΑΤΟΥ, ὁ Προφήτης τοῦ ΤΕΛΟΥΣ τοῦ Κόσμου, ὁ Ψαραδοκράτωρ τοῦ λιμανιοῦ τῆς Γενησαράτας […]
…διδάσκοντα τὴν Ἐπουράνιον Ζωὴν, ἐνῶ ὄχι τότε ἀλλ’ οὔτε τόρα κανένας Ἕλλην, φύσει, παρ’ ὅλα τὰ ψεύματα ποὺ λέγει εἰς τοὺς ἄλλους καὶ εἰς τὸν ἑαυτό του δὲν σκοτίζεται παρὰ διὰ τὴν ἐδῶ Ζωήν […]
…κάτι ἱστορίες Ἑβραίων Προφητῶν –ἐπιληπτικῶν δοξομανῶν Βδελλοπούλων– […]
…σὰν τὸν σκοτεινόμυαλον Θανάση τῆς Αἰγύπτου […]
…κατασπαθίζουν τὴν κόκα τοῦ στυγνοῦ Ἑβραιοκαλογερισμοῦ, Ἀσκητισμοῦ, ΑΠΛΥΤΙΣΜΟΥ, ΜΟΥΧΛΙΑΣΜΟΥ, ποὺ ὁρμᾷ πανουκλικὸς ἀπὸ τὰς ἐρήμους τῆς Αἰγύπτου Συρίας καὶ ὅλων αὐτῶν τῶν βαρβαροκυκλώτων μερῶν…ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΑ μαινόμενος διότι εὑρίσκετο πρὸ τοῦ τολμηροτέρου ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΣΜΟΥ. […]
Βεβαίως, μετὰ τὰς πρώτας ἀποτυχούσας ἰσχυροτάτας καὶ ῥιζικοτάτας ἐφόδους καὶ μάχας πρὸς ἐντελῆ ἀποτίναξιν τοῦ Ἑβραϊσμοῦ εἰς τὴν κορυφὴ τῶν ὁποίων λάμπει καταυγάζων τὸ Πανελλήνιον στερέωμα, Ἥλιος πρώτου μεγέθους, ὁ τόσον ἐλεεινὰ παρεξηγηθεὶς ἀπὸ τοὺς Χριστιανοφραγκόβλακας καὶ περάσας ὡς Μυστικοπαθης! Ὁ ἀποκληθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἰδικῶν μας Χριστιανορωμηῶν Παραβάτης, ἀκριβῶς δηλαδὴ ὑπὸ τῶν ΠΑΡΑΒΑΤΩΝ καὶ ΠΡΟΔΟΤΩΝ τοῦ γνησίου Ἑλλ. Ἰδανικοῦ, μετὰ τὰς διαρκεῖς ῥιζικὰς μεταρρυθμιστικὰς ἀποπείρας, πρὸς περιορισμὸν τοῦ ΑΝΤΕΘΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ τοῦ Τεμπελχανικοῦ Καλογερισμοῦ, πρὸς καταπολέμησιν τῆς φυγομαχίας τῶν αἰωνίων Παλιορωμηῶν ἀπὸ ὅλα τὰ Ἐθνικὰ καθήκοντα, ποὺ τόρα ἔχουν ὅλοι τους ἀπὸ ἕνα κρυμμένο ῥάσο στὴν κασέλα τους καὶ μόλις τοὺς ζητήσῃς φυγομαχοῦντας τυλίγονται μ’ αὐτὸ καὶ παρουσιάζονται σὰν Ὅσιοι ἱεροὶ καὶ ἀπαραβίαστοι καὶ σοῦ λέγουν ὅτι ἀνήκουν στὸ Θεὸ καὶ θέλουν νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους… […]
Ἡ μόνη διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Τούρκου καὶ Καλογέρου εἶνε μόνον ὅτι ὁ ἕνας φορεῖ μαῦρο καὶ ὁ ἄλλος κόκκινο Φέσι. […]
Ὁ Χριστιανισμὸς ἐνῶ ἀφ’ ἑνὸς ἐφαίνετο σώζων τὴν Φυλὴν καὶ τὴν διέσωζε πράγματι ἐν μέρει, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως ὑπῆρξε καὶ εἶνε καὶ τόρα γενικῶς: ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ […]
Ἑλλ. Φυλὴ δὲν σὲ ἔσωσε ὁ Χριστιανισμός, ἀλλ’ ὁ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΟΥ ὅπως καὶ αὐτὸς θὰ σὲ σώσει εἰς τὸ Μέλλον. Καὶ μόνος ΑΥΤΟΣ.
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἴτε δὲν γνώριζε ὅτι «Χριστιανὸς» σημαίνει, αὐταπόδεικτα καὶ δίχως «ναὶ μὲν ἀλλὰ» οὔτε «ἀστερίσκους», ἐκεῖνον ποὺ βάζει τὸ Χριστὸ πάνω ἀπὸ μάνα, πατέρα, παιδιά, γυναίκα, σπίτι, φίλους, ἔθνος καὶ τὴ γνώμη τῆς κοινωνίας –ἐὰν ὑπάρχει σύγκρουση ἀπόψεων καὶ συμφερόντων μὲ ὅλους ἢ κάποιους ἀπὸ αὐτούς, εἴτε παρίστανε ὅτι δὲν γνώριζε τί σημαίνει. Ἐὰν δὲν γνώριζε, τότε πραγματικὰ ἦταν ἄσχετος καὶ μιλοῦσε ὡς ἄσχετος. Ἐὰν ὅμως παρίστανε ὅτι δὲν τὸ γνώριζε, τότε ἤθελε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὅσους περισσότερους Χριστιανοὺς γινόταν γιὰ τὶς ὀνειροφαντασίες του.
Ὄχι φυσικὰ ὅτι ἤθελε νὰ κάνει κακὸ στὴν «Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία»… Ἀλίμονο! Ὅσο συχνότερα ὁ Γιαννόπουλος ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ὅτι δὲν ἐχθρεύεται τὴν «Ἑλληνικὴ Ἑκκλησία» (μᾶλλον τὸ ΝΠΔΔ ἐννοοῦσε) ἄλλο τόσο περισσότερο ἀποδείκνυε ὅτι μισοῦσε τὸ Χριστιανισμό. Ἁπλά, ὅπως ἔγραφε, ὅποιος παπὰς θέλει νὰ εἶναι πρῶτα Χριστιανὸς πρέπει νὰ «ξουραφίζεται», τόσο ἁπλά. Καὶ ἔβριζε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο τόσο ὅσο οἱ Ἀρειανιστὲς καὶ Εἰδωλολάτρες ἐχθροί του. Τέτοιος ἦταν ὁ προβατόσχημος «φιλοχριστιανισμός» του. Ἤθελε νὰ ὑποδεικνύει στοὺς Χριστιανοὺς τί εἶναι ἀληθινὰ χριστιανικό. Αὐτὸς ἤξερε τί «στὴν πραγματικότητα πιστεύει ὁ Ἕλληνας ἀκόμη κι ἂν λέει ὅτι πιστεύει στὸ Χριστιανισμό». Πράγματι, ὁ Π.Γ., ποὺ περίμενε νὰ ἐμφανιστεῖ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς Γῆς (ὅπως πολὺ γλαφυρὰ τὸ περιγράφει) τὸ «ὀρθόδοξον ἑλληνικὸν Πνεῦμα» (ὁλοφάνερος ὁ συγκρουσιακὸς ἀντεστραμμένος μιμητισμὸς τοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ στὴν ἔκφραση «ὀρθόδοξο ἑλληνικὸ πνεῦμα»), πουλοῦσε τρέλλα μὲ τὴν «ἐξύμνηση» τοῦ πρωτοχριστιανισμοῦ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐξυμνοῦσε τὸν ἀντιχριστιανὸ Ἰουλιανό. Χαρακτήριζε τοὺς Χριστιανοὺς προδότες τοῦ αὐθεντικοῦ Ἑλληνισμοῦ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἔλεγε κομπάζοντας ὅτι οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸν Χριστιανισμό: Ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἀπατεωνιές. Δὲν ἀντέχει ὅμως οὔτε κι ὁ ἴδιος τὸ πολὺ φιλοχριστιανικὸ ψεμματο-μπούκωμα, καὶ κάπου κάνει ὑπερήφανα λόγο γιὰ ἀντιχριστιανισμό («Ἀντιχριστισμό»).
Καὶ ποιὰ εἶναι, τὰ «λογικὰ καὶ πραγματικὰ ὅρια» τοῦ Χριστιανικοῦ «Συναισθήματος»; Ὑπάρχει καμμιὰ συναίνεση ὣς πρὸς αὐτό; Ὄχι. Ἕνας ἄθεος ἢ θρησκευτικὰ ἀδιάφορος ἔχει ἄλλη ἀντίληψη γιὰ τὴν Πραγματικότητα. Σὲ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει οὔτε Θεὸς οὔτε Χριστός, ἑπομένως τὰ «λογικὰ καὶ πραγματικὰ ὅριά» του εἶναι ἄλλα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τελείως διαφορετικὰ τὴν Πραγματικότητα, στὴν ὁποία –κατ’ αὐτόν– ἐπεμβαίνει ὁ χριστιανικὸς Θεὸς σὲ κάθε στιγμή. Γιὰ ποιὰ κοινότητα ἀντιλήψεων μιλᾶμε λοιπόν; Τὸ πιὸ σωστὸ εἶναι «νὰ συμφωνήσουμε ὅτι διαφωνοῦμε».
Καὶ ποιοὶ ἦταν ἄραγε αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ὁ Γιαννόπουλος ἀναφέρεται μὲ τὸ «ἐμεῖς», καὶ οἱ ὁποῖοι «ἐδέχθημεν τὸν Χριστιανισμόν»; Οἱ ἰδεολογικοὶ πρόγονοι τοῦ Γιαννόπουλου; Στὴν ἐποχὴ τῶν Διωγμῶν οἱ ἰδεολογικοὶ πρόγονοι τοῦ Γιαννόπουλου, ὁ ὁποῖος στὰ 1907 σέβονταν τὸ Χριστιανισμὸ ὡς «τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ», θὰ ἦταν οἱ πιὸ σκληροὶ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ὡς «ἐχθρῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ» καὶ τῆς «Παραδόσεως». Δὲν ὑπῆρχε κανένα «ἐμεῖς». Ὑπῆρχαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ διῶκτες τους. Ἕλληνες ἀμφότεροι, βεβαίως, ἀλλὰ μὲ τελείως διαφορετικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Πραγματικότητα. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πάντως ἀπὸ τὸ 1838 καταδίκασε (σὰ νὰ ἔβλεπε στὸ μέλλον) τὴν κατοπινὴ ἄποψη «πρῶτα νὰ βάζουμε τὸν Ἑλληνισμό» τοῦ Γιαννόπουλου στὰ 1907:
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν. […] Πρέπει να φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος.
Ὁ Γιαννόπουλος ἔβριζε τοὺς Φράγκους καὶ Εὐρωπαίους («γουρούνια», «μπακάληδες», «Λυκάνθρωποι» κ.λπ.) τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐνστερνιζόταν κατὰ 100% τὶς προτεσταντικὲς-διαφωτιστικὲς ἀντιμοναχικὲς τους ἀντιλήψεις. Τόσο κάλπικος ἦταν ὁ (ἀρχαιοελληνικὸς) ἀντιδυτικισμός του. Προκειμένου νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς μοναχοὺς ἔβλεπε θετικὰ ἀκόμη καὶ τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ -ἀντικειμενικὰ- ἦταν περισσότερο ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν ἀνατολίτικο, σημιτικὸ ἀνεικονισμό, καὶ συνεπῶς ἦταν περισσότερο «ἀνθέλληνες» (μὲ τὰ δικά του κριτήρια). Τόσο κάλπικη ἦταν ἡ ἐναντίωσή του στοὺς Ἀσιάτες. Προκαταβολικὰ (σὰν νὰ ἔβλεπε κι αὐτὸς τὸ μέλλον) κι ὁ Μακρυγιάννης ἐπέκρινε τὸν ὑβριστὴ τοῦ Μοναχισμοῦ, ὄταν ἔγραφε γιὰ τοὺς καλόγερους:
Ἀφάνισαν [οἱ Βαυαροί] ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα τοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ᾿ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσιάσαν οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι· καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγώνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν [νόμιζαν] ὅτ᾿ [οἱ καλόγεροι] εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτ᾿ εἶναι σεμνοὶ κι᾿ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοὺς ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες· καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κ᾿ ἔτρωγαν ψωμί.
Ἀλήθεια, ὁ Π.Γ. ποὺ ἔβριζε τοὺς μοναχοὺς ὡς ἀπόλεμους, ἔλαβε μέρος στὸν Ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897; Ἔλαβε μέρος στὰ κινήματα ἐντὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας; Ἔλαβε μέρος στὸ Μακεδονικὸ Ἀγώνα; Ἀγνοοῦσε ἢ ἀπέκρυβε ὁ Π.Γ. τὴν ἄμυνα τῶν μοναχῶν στὴν Πόλη τὸ 1453, στὸ Μέγα Σπήλαιο τὸ 1827, τὴ συμμετοχή τους στὴν πολιορκία τοῦ τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου τὸ 1821, στὴν ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς τὸ 1821, τὴ συμμετοχή τους στὴν ἄμυνα κατὰ τὴν τούρκικη πολιορκία τῆς Λευκάδας τὸ 1684, στὴν τούρκικη πολιορκία τῶν Χανίων στὰ 1645, τὴ συμμετοχή τους στὴν ἐξέγερση τῆς Κρήτης κατὰ τῶν Βενετῶν (1296) καὶ ἀλλοῦ;
Τὶς ἀπόψεις τοῦ Γιαννόπουλου περὶ Ἑλληνισμοῦ-Χριστιανισμοῦ μποροῦσε κάποιος ἤδη ἀπὸ τὸ 1907 νὰ τὶς ἀντικρούσει. Δὲν ἔσωσε τοὺς Νεοέλληνες ὁ Ἑλληνισμὸς ἀλλὰ ὁ Χριστιανισμός. Οἱ Τουρκοκρητικοί, οἱ μικρασιάτες Τοῦρκοι, οἱ Τουρκοκύπριοι, οἱ Βαλαάδες, οἱ Τουρκοπόντιοι, ὅλοι τους ἦταν ἐχθροὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ προασπιστὲς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ ἴδιο δείχνει ὁ ἀφελληνισμὸς τῶν Κατωϊταλιωτῶν ἀφότου προσχώρησαν (ἔστω καὶ διὰ τῆς βίας) στὸν Παπισμὸ ἀντὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ ἴδιο πράμα φανερώνουν οἱ τουρκόφωνοι Πόντιοι καὶ τουρκόφωνοι Μικρασιάτες Χριστιανοί, ποὺ παρέμειναν Ἕλληνες. Ἄγνωστοι κόσμοι, ἀνείπωτοι κι ἄγνωστοι ἀγῶνες στοὺς ἄθρησκους κατοίκους τοῦ κρατιδίου Ἀθηνῶν καὶ Πειραιῶς. Μόνο οἱ «δοῦλοι Χριστιανοὶ» ἐναντιώθηκαν στὸν Τοῦρκο, ὄχι οἱ «μωαμεθανοὶ Ἕλληνες». (Καὶ ὄχι «μόνο οἱ Κλέφτες» ὅπως ψευδόταν ὁ Π.Γ.) Αὐτὸ δὲν ἦταν «κάποτε» (ἕνα «κάποτε» μόλις δέκα αἰώνων!), ἀλλὰ ἰσχύει καὶ σὲ κάθε ἐπανεμφάνιση παρόμοιων διλημμάτων τιθεμένων μὲ περισσότερο ἢ λιγότερο καθαρὴ μορφή, καὶ μὲ κάθε ἔνταση. Σὲ κάθε περίπτωση ἐσφαλμένης ἐπιλογῆς, καὶ σήμερα τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ ἀφελληνισμός. Πάρτε γιὰ παράδειγμα τὰ ἐγγόνια ἑνὸς Ἕλληνα ἄθεου, σὲ τί διαφέρουν ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἑνὸς Νεοϋορκέζου ἄθρησκου πέρα ἀπὸ τὴ μουσειακὴ-ἀρχαιοδιφικὴ ρετρὼ ἀγάπη τους γιὰ τὴν «ἀρχαία» ἑλληνικὴ κουλτούρα, μιὰ ξερὴ συσσώρευση ἄγονων γνώσεων, καὶ μιὰ μύτη ὣς τὸν οὐρανὸ κατὰ τῶν «χριστιανῶν ἑλληνόφωνων»; Ὅποιος παύει νὰ πιστεύει στὴν Ὀρθοδοξία εἴτε χάνεται (ὁ ἴδιος ἢ ἡ συνέχειά του τὸ πολὺ μέχρι νὰ ἐνηλικιωθοῦν τὰ ἐγγόνια του) στὴ δυτικὴ κοσμοπολίτικη χοάνη εἴτε τουρκεύει -ἱστορικὰ ἀποδεδειγμένο.
Ἡ ἄποψη τοῦ Γιαννόπουλου (σσ. 39, 46) ὅτι ἐπὶ Βυζαντίου ὑπῆρξε «συγκυριαρχία» «ἑλληνισμοῦ» καὶ «ἑλληνοχριστιανισμοῦ», εἶναι τελείως ἐξωπραγματική. Οἱ «πιστοὶ ἐν Χριστῷ βασιλεῖς» τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦταν κρυφοειδωλολάτρες οὔτε λιγότερο πιστοὶ ἀπὸ τοὺς παπάδες οὔτε ψυχροὶ λογιστές, οὔτε χρησιμοποιοῦσαν τὸν Χριστιανισμὸ (μόνο ἢ κυρίως) ἐργαλειακά. Πολλοὶ ἔγραφαν ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, συγκαλοῦσαν Συνόδους, ἔγραφαν θεολογικὰ ἔργα, συμμετεῖχαν σὲ συζητήσεις προσπαθώντας (Ἀλέξιος Κομνηνός) νὰ πείσουν Αἱρετικοὺς νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Γιαννόπουλος δὲν εἶχε διαβάσει τοὺς δεκάδες νόμους τῶν «ἀείμνηστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδος» κατὰ τοῦ Παγανισμοῦ (θυσιῶν) καὶ τῶν Αἱρέσεων, καὶ νόμιζε ὅτι ἐπειδὴ τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν θεοκρατία ἦταν κατὰ τὸ ἕνα μισό του κρυφοπαγανιστικὸ καὶ κατὰ τὸ ἄλλο μισὸ χριστιανικό. Φυσικά, τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικό, ὄχι ὅμως μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἀντιχριστιανοὶ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἑλληνικότητα.
Ὁ Ἀραβολάτρης Γιαννόπουλος (σ. 46: «οἱ Ἄραβες, οἱ μόνοι Εὐγενεῖς καὶ Ὡραῖοι Ἐχθροὶ ποὺ ἐγνωρίσαμεν«) δὲν γνωρίζουμε τί θὰ ἔλεγε σήμερα, ποὺ οἱ εὐγενεῖς Ἄραβες ἔχουν ὡραῖα κατακλύσει τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα του καὶ τὴν Ἀθήνα του. Παρεμπιπτόντως, ἡ ἀραβολατρεία τῶν Διαφωτιστῶν συνεχίστηκε μὲ τὸν Χίτλερ καὶ μεταπολεμικὰ μὲ τὴν Ἀριστερὰ μὲ τὰ φουλάρια της. (Κοινό τους χαρακτηριστικό, ὁ ἀντιχριστιανισμός.) Σιγὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ὡραιότητα, δηλαδή, αὐτῶν ποὺ κατέστρεψαν τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἐξαφάνισαν τὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴ Μέση Ἀνατολή.
Ὁ Π.Γ. ἐξυμνοῦσε τὸν εἰλικρινὴ φίλο τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐχθρὸ τοῦ θεάτρου, τῶν ἀθλημάτων καὶ τοῦ Ἐπίκουρου (καὶ ἄλλων πολλῶν) ἱεροεξεταστὴ (εἶχε κάμει λίστες μὲ ἀπαγορευμένα θέματα καὶ συγγραφεῖς) Ἰουλιανὸ κάνοντας λόγο γιὰ τὸν «ἀπλυτισμὸ» τῶν μοναχῶν καὶ ξεχνώντας (ἢ ἀγνοώντας, ὡς ἀμόρφωτος) ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς ἔκανε λόγο γιὰ τὴ δική του ἀπλυσιά, ὅπως καὶ οἱ ἀντιχριστιανοὶ Νεοπλατωνικοί.
Ἡ ἄποψη τοῦ Π.Γ. γιὰ «ὀρθοδοξία» τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος εἶναι τελείως ἀνιστόρητη. Οἱ Ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν ὀρθο-δοξία, εἶχαν (στὴ θρησκεία τους) ὀρθο-πραξία.
Ἡ πολιτικὴ προτεραιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν συνεπάγεται ἀναπόφευκτα οὔτε αὐταπόδεικτα τὸν καταδικαστέο νοσταλγικὸ ὀθωμανισμὸ κάποιων Νεορθοδόξων οὔτε τὶς ὡραιοποιήσεις τῶν Ὀθωμανῶν μὲ τὴν «Ἐνδιάμεση Περιοχή», οὔτε τὴν ἀερολογία περὶ «ρωμαίων Βουλγάρων» καὶ «ρωμαίων Σέρβων». Συνεπάγεται ὅτι μόνο μὲ τὸ Χριστιανισμὸ μπορεῖ τὸ ἔθνος νὰ προκόψει, βάζοντας στὴν ἄκρη, περιθωριοποιώντας, μὴ χριστιανικὰ πρότυπα καὶ συλλογικές, δημόσιες καὶ μή, μὴ χριστιανικὲς διακηρύξεις καὶ στοχεύσεις. Εἶναι κάτι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ ἀνεπίλυτο: Οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί (κι ὄχι αὐτοὶ ποὺ βάζουν «πρῶτα τὸν Ἑλληνισμό») σήμερα δὲν ἔχουν πολιτικὴ ἐκπροσώπηση. Σ’ αὐτὸ φταῖνε καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, γιατὶ πιάνονται ἐπὶ δεκαετίες κορόιδα ἀπὸ διάφορους. Οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀπόπειρα χρησιμοποίησης τοῦ Χριστιανισμοῦ «διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ Ἑλληνισμοῦ», μὲ «ἐθνικὴ συγκατάβαση» πρὸς τὸ Χριστιανισμό (εἰρωνικὰ τὸ λέω) καὶ μὲ «σεβασμό» (!) πρὸς αὐτόν.
Προφανῶς, ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν καὶ «ἐθνικὸ λάβαρο», καὶ χρησίμευσε ἐθνικὰ ὅσο τίποτε ἄλλο. Ψέμμα καὶ Σφάλμα θὰ ἦταν νὰ τὸν θέλουμε μὴ ἐθνικὸ σύμβολο. Ἦταν ὅμως τέτοιος μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ δὲν βιωνόταν καὶ διακηρυσσόταν πρώτιστα ὡς ἐθνικὸ λάβαρο, ἀλλὰ ὡς ζωντανὴ πίστη. Μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ πίστη θεωρεῖτο ἀνώτερη τοῦ ἔθνους. Αὐτὸ εἶναι παράδοξο, ἀλλὰ ἱστορικὰ πραγματικό: μόνο ἐὰν ὁ Ἑλληνισμὸς ὑποβιβαστεῖ ὡς ἰδέα σὲ σχέση μὲ τὸ Χριστιανισμό, θὰ κερδίσει ὁ Ἑλληνισμός. Καὶ μόνο διὰ τῆς πραγματικῆς (κι ὄχι ἀριστερῆς ἢ ἄλλης) πίστης στὴν Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια συνεννόηση καὶ ἄδολη βαλκανικὴ φιλία ἔναντι τοῦ βαλκανικοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς Τουρκίας. Φληναφήματα βέβαια ἦταν καὶ οἱ ἀπόψεις τοῦ Π.Γ. ὅτι δίχως Ἑλληνισμὸ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἢ δὲν θὰ ἐπικρατοῦσε Χριστιανισμός, ἡ βιβλικὴ σκέψη στὸν πυρήνα τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἄθικτη. Ὅτι ὁ Θεὸς διάλεξε τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη κι ἐν τέλει καὶ τοὺς μεσαιωνικοὺς Ἕλληνες δὲν σημαίνει ὅτι ἦταν ἁλυσοδεμένος σ’ αὐτά, ἀκριβῶς ὅπως δὲν ἦταν ἁλυσοδεμένος οὔτε καὶ μὲ τοὺς ἀπιστοῦντες στὸ Χριστὸ Ἰουδαίους. Εἰδάλλως, τέτοιος θεὸς δὲν εἶναι Θεός, εἶναι φιλοσοφικὸ κατασκεύασμα, φασόν, στὰ χέρια τοῦ πολιτικάντη.
Ἡ ἄποψη τοῦ Π.Γ. ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι παγανισμὸς/Ἑλληνισμὸς μὲ φόρεμα Χριστιανικό, γεννήθηκε στὰ πλαίσια τοῦ Προτεσταντισμοῦ γιὰ συγκεκριμένους λόγους: Οἱ πανέξυπνοι Προτεστάντες ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι (καὶ οἱ Παπικοί, φυσικά) δὲν συνέχιζαν τὸν αὐθεντικὸ Πρωτοχριστιανισμό, ἀλλὰ τὸν ἀλλοίωσαν «ἐξελληνίζοντάς» τον (καὶ τὸν συνέφερε στὴν αὐθεντική του μορφὴ ὁ Λούθηρος 1000 χρόνια μετά!). Οἱ ἐν Ἑλλάδι ὁπαδοὶ τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ ἐξέλαβαν αὐτὴν τὴν ἀλλοτρίων θρησκευτικῶν κινήτρων ἀπίστευτη καὶ ἀνιστόρητη προσβολὴ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία ὡς «τιμὴ πρὸς τοὺς Ἕλληνες», κι ἔγιναν προτεσταντικότεροι τῶν Προτεσταντῶν. Στὶς ξεπερασμένες ἑρμηνεῖες ἀνήκει ἐπίσης ἐκείνη ποὺ ἀντιστοίχιζε στοὺς ἁγίους τοὺς ἀρχαίους θεούς. Ἀπὸ ἀνθρώπους, βέβαια, ποὺ δὲν διάβασαν κανέναν ἐκκλησιαστικὸ Πατέρα ποτέ, κι οὔτε πατᾶν ἐκκλησία, τί ἄλλο νὰ περιμένεις;
Ἡ ἐπιμονὴ στὴν προτεραιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει νὰ κάνει μὲ πολὺ ἁπτὰ ἱστορικὰ παραδείγματα κι ὄχι τὶς τάχα ὀρθόδοξες φλυαρίες κατὰ τὴν παρακμιακὴ μεταπολεμικὴ καὶ μεταπολιτευτικὴ ἐποχή, καὶ γενικὰ μετὰ τὴν Ἥττα τοῦ ’22. Μὲ τοὺς ὀρθοδοξότατους Μακεδόνες τὸ Βυζάντιο ἔφτασε στὴ δεύτερη χρυσὴ ἐποχή του. Μὲ τοὺς ἀντιδυτικότατους κι ὀρθοδοξότατους Κομνηνοὺς ἡ παρακμὴ τοῦ κράτους σταμάτησε. Μὲ τοὺς ἀνθενωτικοὺς Λασκαρίδες ἀνακτήθηκε ἡ Πόλη, ἐνῶ μὲ τοὺς φιλενωτικοὺς Παλαιολόγους τὸ Βυζάντιο κατέρρευσε. Καὶ μὲ ἄθεους Ἕλληνες στὴν πνευματικὴ ἡγεσία (ἔστω καὶ «πολιτισμικὰ Χριστιανούς»), ἡ μεταπολιτευτικὴ Ἑλλάδα διαλύεται σὲ πολυάριθμα hot spot. Ὁ Γιαννόπουλος δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ ὅτι καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἶναι πατριῶτες μὲ τρόπο ὅμως ποὺ νὰ ταιριάζει στὴν Πραγματικότητα ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Χριστιανισμός (κι ὄχι σὲ μιὰ Πραγματικότητα ἑνὸς σύμπαντος χωρὶς Θεό).
Ὁ Π.Γ. ὅπως ἤθελε τὴν πολιτικάντικη χρήση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔτσι καὶ δὲν πίστευε ὅτι ὑπάρχει ἱστορικὴ ἀλήθεια: Ὅπως γράφει, τὴν Ἱστορία τὴν φτιάχνουν ὅπως γουστάρουν οἱ ἰσχυροὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τους. Εἶναι ἕνα «ζυμάρι», ὄχι τὸ τί ἔχει συμβεῖ. Τὸ λέει ξεκάθαρα, καὶ τοῦ ἀναγνωρίζουμε τὴν εἰλικρίνειά του. Ἐκεῖ ὁδηγοῦσε ἡ πολιτικάντικη χρήση, τάχα «γιὰ χάρη τοῦ ἔθνους», τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν ὑπάρχει Ἀλήθεια, μᾶς λέει, ὑπάρχει μόνο ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἰσχυροῦ. Δὲν ἔχει νόημα νὰ συζητᾶς μετὰ ἀπὸ τὴ διατύπωση τέτοιας ἄποψης, μόνο νὰ προσπαθεῖς νὰ γίνεις ἰσχυρός.
Ἄραγε τώρα, 45 μὲ 78 χρόνια (ἀπὸ τότε ποὺ γιγαντώθηκε ἡ ἄθεη Ἀριστερά, παριστάνοντας ἀρχικὰ τὴν πατριωτική, καὶ ἡ Δεξιὰ ἔγινε ἐπισήμως «δυτική-κοσμοπολίτικη») χωρὶς Χριστιανισμό, ἀλλὰ μὲ φιλελεύθερους καὶ Ἀριστερούς, ὁλόιδιους ὡς ἄθεους καὶ ἄθρησκους, τί κατάφερε ἡ Ἑλλάδα; Μεγάλωσε ἐδαφικά; Μήπως μεγάλωσε ὁ πληθυσμός της μὲ τὸ πρότυπο τοῦ ἄτεκνου, ὀλιγότεκνου καὶ φυγότεκνου κουλτουριάρη; (*) Πρόκοψε ἡ οἰκονομία της μὲ τὸ ἀντι-μοναχικὸ πρότυπο τῆς κατανάλωσης χωρὶς κόπο καὶ μὲ τὰ διακοποδάνεια; Ἐὰν οἱ Μὴ Χριστιανοὶ εἶχαν πετύχει κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτά, πράγματι θὰ μποροῦσαν νὰ λένε ὅτι ἡ δική τους ἐκδοχὴ τοῦ δημόσιου βίου εἶναι ἀποτελεσματική, ὅτι ἡ δική τους ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὰ πράγματα ἔχει νὰ ἐπιδείξει τὴν ἀναβάθμιση τῆς Ἑλλάδας. Ὅσο ἀποχριστιανιζόταν ἡ Ἑλλάδα, τόσο περισσότερο κλωτσοσκούφι καταντοῦσε. Ὥσπου ἔφτασε στὰ σημερινὰ χάλια, σήμερα ὅπου μόνο προγραμματικὲς ἐκθέσεις ἰδεῶν εἶναι ἱκανὴ νὰ γράφει. Τί ἄλλο παρὰ ἀκραιφνῶς Χριστιανοὶ ἦταν οἱ τελευταῖοι ἥρωες Ἕλληνες πατριῶτες, ἐκεῖνοι τῆς ΕΟΚΑ;
Τί ἀκριβῶς κατάφεραν οἱ ἀποχριστιανισμένοι Ἕλληνες στὰ 40-80 χρόνια ἰδεολογικῆς κυριαρχίας τους, τὸ ὁποῖο νὰ συγκρίνεται μὲ τὸν ἄθλο τοῦ χριστιανοῦ Ἕλληνα μεταξὺ 1821-1921; Τὸ δανεικὸ ΑΕΠ ποὺ ξεφούσκωσε; Τὰ διάτρητα σύνορα; Τὸν τουρισμό; Τὸ ὅτι τρῶμε περισσότερες θερμίδες καὶ διαθέτουμε Η/Υ; Τὴν κουλτούρα νὰ φύγουμε; Ὅτι πλενόμαστε παραπάνω ἀπὸ μιὰ φορὰ τὴν βδομάδα; Σὲ μιὰ στιγμή, ὅλα αὐτὰ ἐξαφανίστηκαν σὰν καπνός. Ἄρα, δὲν ἀποτελοῦν ἐπιχείρημα. Τὸ παράδειγμα τῆς πρωτοφανοῦς ἱστορικὰ κατάντιας τῆς ἄθρησκης μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδας, ὅτι ἡ θρησκεία πρέπει νὰ περιορίζεται «στὰ λογικά της ὅρια», ποιὰ ἑρμηνεία θὰ μποροῦσε νὰ δικαιώσει; Τῶν Χριστιανῶν ἢ τῶν «πρῶτα ἡ Ἑλλάδα»; Προφανῶς, δὲν ἐξαρτῶνται τὰ πάντα ἀπὸ τὴ γνήσια θρησκευτικὴ τοποθέτηση, ἀλλὰ σαφῶς ὑπάρχει ἐπίδραση σὲ πολλά. Οἱ ἀντιφρονοῦντες θὰ πρέπει νὰ ἐξηγήσουν πῶς οἱ Ἄραβες θὰ γίνονταν κατακτητικὴ δύναμη ἐὰν δὲν εἶχαν πρῶτα πίστη σ’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν.
Ἡ «τιμωρία» τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ἦταν νὰ πεθάνει χωρὶς νὰ δεῖ τὴν Ἑλλάδα νὰ διπλασιάζεται τὸ 1913 καὶ νὰ ἀπελευθερώνει μεγάλο μέρος τῶν ἑλληνικῶν ἐδαφῶν. Ἀφότου, καὶ ἀφοῦ, πέθανε, τότε μόνο ἡ Ἑλλάδα ἀπελευθερώθηκε. Πέθανε μέσα στὴ μίζερη Ἑλλάδα τῆς Μελούνας. Τόσο μισοῦσε τοὺς συγκαιρινούς του «Πρῶτα Χριστιανοὺς καὶ Ὕστερα Ἕλληνες», ποὺ νήστευαν, ἐκκλησιάζονταν, κοινωνοῦσαν, ὥστε δὲν τοὺς εἶχε ἄξιους γιὰ τίποτα, καὶ γιὰ τὸ ὅτι μεταξὺ 1912-1921 ἔφτασαν ἀπὸ τὴν Ἐλασσόνα ὣς τὴν Ἄγκυρα σὲ 9 μόλις χρονάκια.
(*) Δὲν λέω ὅτι κάθε ἄθεος εἶναι τέτοιος. Λέω ποιὸ εἶναι τὸ (συντριπτικά) κυρίαρχο πρότυπο τοῦ ἄθεου στὴν Ἑλλάδα. Παρομοίως, δὲν κατηγορῶ τὸν ἄθεο ἄτεκνο Μπάμπη, Μαρία, Κίτσο, προσωπικά. Διαπιστώνω ὅμως ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀθεϊσμός, ἐκεῖ ἡ ἀτεκνία-φυγοτεκνία θεριεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου