ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 31 - 36
31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34
καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ
γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35
πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν
ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου,
ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί. Γιατί οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αγαπούμε μόνο αυτούς που μας αγαπούνε; Ο Χριστός αναφέρει στο ευαγγέλιο του Λουκά ότι «οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν» και ζητά από τους χριστιανούς «να αγαπούν τους εχθρούς τους», νικώντας την τάση που ο άνθρωπος έχει αναπτυγμένη μέσα του για την ωφέλεια και το συμφέρον του (Λουκ. 6, 32 και 35). Και αναφέρει ότι όσοι νικήσουν το συμφέρον και την ωφέλεια θα λάβουν χάρη, εύνοια, ευλογία από το Θεό.
Είναι σημείο της απομάκρυνσης, της πτώσης του ανθρώπου από τη σχέση με το Θεό, η αγάπη μόνο σ’ αυτούς που μας αγαπούν. Και δεν είναι εύκολη η ανατροπή αυτής της στάσης. Ο άνθρωπος δεν διδάσκεται εύκολα από παραδείγματα. Έχοντας απομακρυνθεί από το Θεό και τη σχέση μαζί Του, είναι συνήθως πρόθυμος να αγαπήσει και να αποδεχθεί αυτούς που τον αγαπούνε, αυτούς που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του, αυτούς με τους οποίους τα συμφέροντά του ταυτίζονται. Όταν όμως διαπιστώνει ότι εκείνοι ή άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν τον κόσμο με τις δικές του προοπτικές, δεν βλέπουν τον ίδιο όπως εκείνος τον εαυτό του, τότε ο άνθρωπος δυσκολεύεται να τους αγαπήσει. Και το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, όταν οι άλλοι αναπτύσσουν εχθρότητα έναντί του. Όταν χτίζουν διαφορές, όταν οι συμπεριφορές τους είναι προσβλητικές, όταν κοιτούν να τον εκμεταλλευτούν, όταν αντί του μάνα του ανταποδίδουν χολή, όταν του κάνουν ή θέλουν να του κάνουν κακό, τότε ο καθένας μας νιώθει ότι δυσκολεύεται να αγαπήσει, να συγχωρήσει, να παλέψει με τους λογισμούς του εναντίον των προσώπων που του δυσκολεύουν τη ζωή.
Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης θεωρεί φυσική την αγάπη μόνο σε όσους μας αγαπούνε. Θεωρεί δικαίωμα του ανθρώπου την ανταπόδοση της κακής συμπεριφοράς, την εκδίκηση έναντι όλων όσων αδικούν. Ο πολιτισμός μας, μέσα από την τέχνη, αλλά και τη νοοτροπία που τον χαρακτηρίζει, προτείνει την βία εναντίον όλων όσων μας στερούν από τα προνόμιά μας ή την έκθρεψη κακών λογισμών εναντίον τους. Είναι ανθρώπινη η στάση, όταν μάλιστα η συμπεριφορά των άλλων συνοδεύεται από τον πόνο που προκαλείται από αυτήν. Και θεωρείται εκτός πραγματικότητας η μακροθυμία, η συγχώρεση και κυρίως η αγάπη για όσους μας αδικούν ή μας εχθρεύονται.
Αγάπη σημαίνει κατανόηση της αμαρτίας στην οποία βρίσκονται όσοι μας αδικούνε. Ταυτόχρονα, αγάπη σημαίνει κατανόηση ότι κι εμείς είμαστε υπαίτιοι για την εχθρότητα των άλλων. Όχι μόνο για το λόγο ότι ίσως με τη στάση μας τους δυσκολέψαμε ή οδηγήσαμε τη ζωή μας σε σύγκρουση μαζί τους, αλλά και γιατί η αδικία και η εχθρότητα μας δείχνει τα αληθινά μας μέτρα. Μας κρατά ταπεινούς. Μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι, όσο κι αν προσπαθήσουμε , δεν μπορούμε να έχουμε πάντοτε ευχαριστημένους τους άλλους. Ότι δεν είναι οι άλλοι, όπως τους θέλουμε εμείς. Ότι δεν είμαστε εμείς όπως μας θέλουν οι άλλοι. Κι αυτό είναι αφορμή ταπεινώσεως για τον εαυτό μας. Ενίοτε υπάρχει και ο φθόνος του διαβόλου και η κακία που οι ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν επιλέξει ως στάση ζωής, που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Ενίοτε, τα συμφέροντα των άλλων είναι τόσο ισχυρά, που απαιτούν τη συντριβή μας, μόνο και μόνο γιατί τους ενοχλεί η παρουσία μας.
Η Εκκλησία στην ακολουθία του μεσονυκτικού και στην ακολουθία του αποδείπνου, δηλαδή στην πρώτη και τελευταία ακολουθία της κάθε ημέρας, αναπέμπει μία δέηση: "υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς". Ταυτόχρονα, έχει επικρατήσει στη Θεία Λειτουργία, λίγο πριν την Μεγάλη Είσοδο, ο ιερέας να βγαίνει στη ωραία πύλη και να στρέφεται προς τους πιστούς κάνοντας σχήμα και λέγοντας «τοις μισούσι και αδικούσιν ημάς ο Θεός συγχώρησον». Αλλά και πριν τη Θεία Κοινωνία, η Εκκλησία ζητά την ειρήνη για τον κάθε χριστιανό, όπως και να προσέλθει να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων, αφού καταλλαγεί μ’ αυτούς που τον λυπούνε, «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Όλες αυτές οι αναφορές δεν είναι τυχαίες. Αποτελούν μία πρόσκληση στον κάθε χριστιανό να θυμηθεί τα λόγια του Χριστού στο ευαγγέλιο και να στραφεί προς τον εαυτό του, όχι κάνοντάς του ηθικές παραινέσεις και κήρυγμα, αλλά υπενθυμίζοντάς του την ανάγκη για μία οντολογική αλλαγή, μεταμόρφωση της ύπαρξης και της πορείας του μέσω της κοινωνίας με το Χριστό.
Τύπος του χριστιανού είναι ο Θεάνθρωπος Κύριός μας. Αυτός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, για να μας δείξει ότι είναι εφικτή η κοινωνία με το Θεό, είναι εφικτή η αλλαγή της καρδιάς και της ζωής μας και η θέαση του κόσμου και των ανθρώπων, άρα και των σχέσεων με τους άλλους με διαφορετική προοπτική. Γιατί ο Χριστός συγχώρεσε τους σταυρωτές Του. Συγχώρεσε όλους όσους Τον απέρριψαν. Συγχώρησε όλους τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Και όχι μόνο τους πριν από τον ερχομό Του ή εκείνους που συνυπήρξαν μαζί Του. Ο Χριστός συγχώρεσε εκ των προτέρων όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Επειδή όμως ο κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία του ως χαρακτηριστικό και δωρεά από το Θεό, επαφίεται σ’ αυτόν αν θα καταστήσει ενεργή την συγχώρεση του Θεού. Η κίνηση που χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει περιλαμβάνεται στην Κυριακή προσευχή: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
«Λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει» (Α’ Πέτρ. 2, 23) ο Κύριός μας. Και όχι μόνο δεν ανταπέδιδε το κακό στους εχθρούς Του, αλλά τους συγχωρούσε και προσευχόταν γι’ αυτούς. Είναι μία στάση ουτοπίας για τους πολλούς. Όμως αποτελεί τελικά και την πρόταση αληθινής ζωής της Εκκλησίας στον κόσμο και τους ανθρώπους. Να παλέψουμε να αγαπήσουμε αυτούς που μας πολεμούν ποικιλοτρόπως. Και η χάρις του Θεού θα δώσει στην ψυχή μας δύναμη, όπως επίσης και η αίσθηση ότι αυτός ο δρόμος δεν είναι μάταιος. Μπορεί να είναι ακάνθινος, αλλά, τελικά, είναι αληθινά αναστάσιμος.
Στην εποχή μας χωρίζουμε τους ανθρώπους σε δικούς μας και ξένους. Δημιουργούμε εχθρούς, για να δικαιολογούμε την ύπαρξή μας, την προσωπικότητά μας, την ιδεολογική μας ένταξη. Η Εκκλησία, χωρίς να αρνείται την διαφορετικότητα των ανθρώπων, δεν θα πάψει να ζητά την εφαρμογή των λόγων του Χριστού, δηλαδή την αγάπη και προς τους εχθρούς, είτε αυτή εκφράζεται με τη συγχωρητικότητα, είτε με την προσευχή μας γι’ αυτούς, είτε με την κατανόηση των δυσκολιών τους και την ταπεινότητα του εαυτού μας. Όσο κι αν η οδός αυτή είναι δύσβατη, είναι αληθινά Χριστοκεντρική και Χριστομίμητη. Και ταυτόχρονα, οδός αιώνιας ζωής και κοινωνίας με το Θεό. Η οδός της γνήσιας ανθρωπιάς, που περνά μέσα από την πίστη.
Κέρκυρα, 30 Σεπτεμβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου