Τό ἀληθινό πένθος δέν εἶναι μία στιγμή τῆς ψυχῆς, μία ψυχολογική κατάστασις, ἀλλά εἶναι, ὅπως λέγει ὁ π. Σωφρόνιος, στιγμή στήν ὁποία ὁ νοῦς καί ἡ καρδία ζοῦν τήν ἴδια κατάστασι. Πιό σαφέστερα, ἡ βίωσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί στήν καρδιά.
Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, στόν ἡσυχασμό, μέ τήν πρακτική ἐξάσκησι τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἕνωσι νοῦ καί καρδίας. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου γίνονται ἕνα καί ζοῦν τήν ἴδια στιγμή τήν ἴδια ἐμπειρία. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῶν δακρύων.
Αὐτή ἡ στιγμή-ὁμιλῶ κἄπως ἀποκλειστικά-εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν προέρχεται ποτέ ἀπό τήν ἰδική μας ἀγάπη, ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀκόμη καρπός τῆς φύσεώς μας· ἐμεῖς ἐξεπέσαμε ἀπ᾿ αὐτήν καί γι᾿ αὐτό τά δάκρυα ἐξέρχονται πολλές φορές μέ πόνο καί γι᾿ αὐτό δέν καλλιεργεῖται μέσα μας ὁ ἴδιος ὁ πόνος, ἀλλά διά τοῦ πόνου, λόγῳ τῆς συντριβῆς πού νοιώθουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας ἐπανερχόμεθα στήν φυσική κατάστασι τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἦτο καί θά παραμείνη τό μεγάλο θέμα στήν ζωή μας. Ἐδῶ στήν Ρουμανία πού ἦλθα, δέν ἔφερα μία πολύ ἐκκλησιαστική ζωή ἀπό τήν Δύσι.
Προερχόμουν ἀπό μιά οἰκογένεια περισσότερο πολιτιστική καί ὀλιγώτερο πνευματική καί συνεπῶς, βαπτίσθηκα καί ἔλαβα τό Χρῖσμα καί ἄλλες ἀόρατες δωρεές, ὅπως λαμβάνουμε ὅλοι ἐμεῖς δῶρα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἐκχέεται σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξί μας, στήν φύσι μας,
στόν λαό μας, στήν χώρα μας καί στήν γῆ μας. (ἴσως νά μήν ἀντιλαμβάνεσθε αὐτά, μέ τήν κατάλληλη πνευματική ἔννοια, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἐγνωρίσατε τίς περιπλανήσεις μου· ὅμως ἔζησα αὐτά τά πράγματα σχεδόν ἀσυνείδητα).
Αὐτό ἐγώ τό ὠνόμασα περιπλάνησι, τό ὁποῖο μοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο ἕνα εἶδος περιπλανήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. Διότι ἔτσι μπορεῖ νά κατανοηθῆ ἀληθινά ἡ Ἐκκλησία· δέν ἔχω χρόνο νά ἀναφερθῶ στό πνευματικό μου προσκύνημα, στήν πνευματική μου ἐξορία, στήν περιπλάνησί μου· θέλω νά φθάσω κατ᾿ εὐθεῖαν στήν στιγμή στήν ὁποίαν ἐπέστρεψα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Μέχρι τότε εἶχα κάποια θεολογική προτεσταντική θεώρησι καί ἀναζητοῦσα κριτήρια μέ τά ὁποῖα νά ἠμπορῶ νά κρίνω, ἐάν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πιό ἀληθινή, ἡ πιό δικαία, ἡ πιό πλησιέστερη στόν Θεό.
Δέν τά εὑρῆκα, παρά μόνο, ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἐκκλησία, διά τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας, μοῦ ἀπεκαλύφθηκε στήν ψυχή μου ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, ὅπως καί παραπάνω σᾶς εἶπα, χωρίς καμμία ἀμφιβολία, ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὅπως τήν συνέλαβε ὁ νοῦς τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά γι᾿ αὐτή τήν φύσι, πού τραυματίσθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἦτο ἀνάγκη ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά κατέλθη ἐπί τῆς γῆς, νά ἐνσαρκωθῆ καί νά γίνη ἄνθρωπος ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς, πλήν τῆς ἁμαρτίας, νά πεθάνη ὡς ἄνθρωπος ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί ν᾿ ἀναστηθῆ.
Νά πεθάνη ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά νά ἀποκαλύψη στόν ἄνθρωπο τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρωπολογία μας ἀπεικονίζετασι ἀπό ἕνα μόνο Ἄνθρωπο, πού καλεῖται Ἰησοῦς. Καί οἱ Πατέρες μας διετήρησαν τόν λόγο καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Λόγου, τόν ὁποῖον δέχθηκε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τόν Θεό.
Εἶναι ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι μπροστά ἀπό ὅλες τίς ὀνομασίες, τίς ὁποῖες ἔλαβαν οἱ διάφορες χριστιανικές αἱρέσεις, οἱ Πατέρες διετήρησαν τό ὄνομα «Ὀρθοδοξία», τό ὁποῖον σημαίνει, ὅπως γνωρίζετε, ἀληθινή δόξα, δοξασία, γνώμη, ἀλήθεια.
Δηλαδή, τό σπουδαιότερο (μέ μιά παγκόσμια ἀπήχησι), πέρα ἀπό ὅλες τίς ὀνομασίες πού ἐκράτησαν οἱ ἄλλοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εὑρῆκαν ὅτι τό πρᾶγμα τό ὁποῖον πρέπει νά ὁμολογήσουμε μέχρις αἵματος, μέχρι θανάτου μας (ὅπως ἔκαναν οἱ ὁμολογητές, σάν τόν ὁμολογητή ἅγιο Μάξιμο,9 ὅπως ἔκαναν οἱ Μάρτυρές μας, ἀπό τούς ὁποίους εἶναι γεμᾶτο τό Συναξάριο), αὐτή τήν σωστή δόξα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ μοναδική μας κληρονομιά.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς εἶπε ἀκόμη, ὅτι δέν θά εἴμεθα τό μεγαλύτερο τμῆμα πιστευόντων στόν κόσμο, οὔτε τό πιό δυνατό· δέν εἴμεθα οὔτε τό πιό ἐντυπωσιακό (ἄλλοι μᾶς πολέμησαν μέ μεγάλα κατορθώματά τους στήν ἱστορία).
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα εἶδος σταχτοπούτας, καί λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔρχονται στόν νοῦ οἱ διηγήσεις καί τά παραμύθια τῆς πατρίδος μας.
Ἐνθυμοῦμαι ἀμυδρά-δέν κρατῶ ἀκριβῶς στήν μνήμη μου-μία διήγησι γιά τρεῖς ἀδελφές, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἐτελείωσαν, δέν ξέρω τί ἔγινε μέ μία γριά, ἡ ὁποία τίς παρεκάλεσε πολύ νά πᾶνε μέχρι τήν γέφυρα. Ἐκεῖ θά ἔλθουν τρεῖς νεράϊδες καί νά ἐκλέξουν ὅποια θέλουν.
Τήν πρώτη καί τήν δεύτερη κόρη τίς ἐπῆραν οἱ μεγαλύτερες καί ὡραιότερες νεράϊδες, ἐνῶ τήν τρίτη, τήν μικρή καί ταπεινή τήν ἐπῆρε ἡ πιό ἄσχημη καί κοντόσωμη, ἀλλά γεμᾶτη ἀπό θησαυρούς. Καί οἱ ἄλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δέν εἶχαν κάποιο μεγάλο ἔργο νά ἐπιτελέσουν μέσα τους.
Ἐπανερχόμενος ἠμπορῶ νά εἰπῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξ αἰτίας τῆς δυστυχίας ἐκ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, παρέμεινε ἡ σταχτοπούτα τῆς ἱστορίας· ἡ μοναδική ἀνάμεσα στίς ἄλλες στήν ἱστορία, φαινομενικά ὅμως· ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι τό μοναδικό ἀξιοτίμητο πρᾶγμα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Καί ἠμπορῶ νά σᾶς εἰπῶ ὅτι δέν θά ἔλθη φόβος ἀπό καμμία ἄλλη «ἀλήθεια» ἀπό ὁπουδήποτε κι ἄν προέρχεται.
Ὄντας πεταμένος ἐκεῖ, στήν βαβυλωνία τῆς Δύσεως, ὅπου ἀναμείχθηκαν καί μπερδεύθηκαν ὅλες οἱ θρησκεῖες καί φιλοσοφίες τοῦ κόσμου-ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ἡ Νέα Ἐποχή-ἀνεκάλυψα ὅτι, ναί, ὑπάρχουν παντοῦ θαυμαστές ἀλήθειες, ἄξιες θαυμασμοῦ, ἀλλά δέν εἶναι παρά ἔσοπτρα καί αἰνίγματα μπροστά στήν Ὀρθοδοξία, πού παραμένει στήριγμα δίπλα στόν κάθε ἄνθρωπο.
Αὐτή ἦτο γιά μένα ἡ Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχω λόγους νά εὐχαριστήσω τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο, διότι καί μέσῳ τῶν περιπλανήσεώς μου, μοῦ ἀπεκάλυψαν τήν ἀλήθεια! Καί σέ διάστημα 31 ἐτῶν (τό 1961 ἐπέστρεψα στήν Ὀρθοδοξία) ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα, μῆνα μέ τόν μῆνα, ἐμπειρία μέ τήν ἐμπειρία, ἐπιβεβαιώθηκα ὅτι αὐτή ἦτο ἡ πίστις πού ζητοῦσε νά μέ φέρη ὁ Θεός.
Ἤθελα νά σᾶς εἰπῶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ρουμανία ἔγινε μετά ἀπό 38 χρόνια, ἀπαράλλαχτα ὅπως ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου, καί ζῶ μία μοναδική ἐμπειρία. Ἀπό τό 1955, ἀφ᾿ ὅτου ἀπεχώρησα ἀπό τήν πατρίδα μας, τήν Ρουμανία, δέν ἐπεσκέφθηκα πάλι ἄλλη ὀρθόδοξη χώρα, στήν ὁποία ἡ πίστις ἦτο ἀπηγορευμένη, διωκόμενη, κατηργημένη.
Στήν Δύσι, γενικά, ἐξωτερικά εἶναι πολύ πιό εὔκολο νά ζήσης, ἀλλά ἐσωτερικά αἰσθάνεσαι πολύ ἄσχημα, ἀπό ὅ,τι στήν Ἀνατολή.
Ἐκεῖ δέν εἶχες τόν φόβο τοῦ πολυβόλου ἤ τῆς φυλακῆς, ἀλλά ἤσουν ὑποταγμένος σ᾿ ἕνα ἐσωτερικό διωγμό, ἕνεκα τοῦ ὁποίου σύ ὁ ἴδιος κατα¬λά¬βαινες ὅτι εὑρίσκεσαι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Καί προσπαθοῦσες νά μάχεσαι μόνος σου ἐναντίον αὐτῶν τῶν καταστάσεων, πρός τίς ὁποῖες σέ ἐμποδίζουν οἱ νοοτροπίες, ἡ ἱστορία, οἱ συνθῆκες τῆς δυτικῆς ζωῆς. Καί αὐτός ὁ ἐσωτερικός διωγμός, κατά ἕνα τρόπο, πιστεύω ὅτι δέν εἶναι καθόλου εὔκολος.
Ἐπανελθών στήν Ρουμανία, σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἐπανέζησα τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία τοῦ 1978, ὅταν ἤμουν στήν Ἑλλάδα. Τότε γιά πρώτη φορά, εὑρέθηκα πολύ καιρό σέ μία ὀρθόδοξη χώρα. Τώρα ζῶ ἕνα αἴσθημα πολύ πιό βαθύ, πού ἀκόμη καί τά ὀστᾶ μου αἰσθάνονται ὅτι εὑρίσκονται στό χῶμα τῆς πατρίδος μου, μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας.
Αἰσθάνομαι ἐνσωματωμένος στό σῶμα τοῦ λαοῦ μας καί ἡ γλῶσσα μας ἐπανέρχεται γρήγορα στό μυαλό μου, παρότι δέν τήν γνωρίζω πολύ καλά. Τώρα δέν ἔχω πλέον τόν φόβο γιά νά κάνω τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν περνῶ δίπλα ἀπό μία ἐκκλησία ἤ ὅταν ἀκούω τίς καμπάνες.
Ἤθελα ν᾿ ἀναφερθῶ στήν συνέχεια, στό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ ὁποῖος προετοίμαζε τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ὅταν ὡμιλοῦσε στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, στόν Ἰσραήλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί ἐμεῖς, ἡ Ὀρθοδοξία, εἴμεθα ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Καινῆς Διαθήκης, διότι καί τώρα, μετά ἀπό 2000 χρόνια, εἴμεθα πολύ περισσότερο σέ μιά πολύ παρόμοια θέσι μέ ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄρχισε τό προφητικό του ἔργο διά τῆς κλήσεως στήν μετάνοια, λέγοντας: «Καί μή δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ· λέγω γάρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ»(Ματ.3,9). Σᾶς λέγω ὅλα αὐτά, ἐπειδή ἤμουν καί ἐγώ μία «πέτρα».
Καί ἐνίοτε ἐρωτῶ τόν ἑαυτό μου, δέν θά ἦτο καλλίτερα νά ἤμουν ἀκόμη μία πέτρα; Γι᾿ αὐτό καί ὁμολογῶ τήν πλάνη μου, ὅτι ἦτο πράγματι πλάνη, διότι δέν ἤθελα νά πάρω τήν εὐθεῖα ὁδό. Καί ὅμως, μερικές φορές, ἔχω τήν ἐντύπωσι ὅτι ὅλα ἦσαν στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ διότι, ὄντας τότε σάν τήν πέτρα, νά καταλάβω ἀργότερα, καλλίτερα, μέ τόν ἀντίθετο τρόπο, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή.
Εἶδα πολλές φορές ὅτι αὐτό τό ὁποῖο προσελκύει στήν Ὀρθοδοξία ἀπό ἔξω (ὅπως περίπου ἔκανα κι ἐγώ) εἶναι ὅτι ἀπό τό ἕνα μέρος ὁλοκλη¬ρώνονται οἱ δυσκολίες, ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά τίς κάνουμε εὐκολώτερες, διότι ἔχουμε τήν Ὀρθοδοξία στό αἷμα μας, ἀπό τούς προγόνους μας· ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁ προσήλυτος ἔχει, σάν ἀντάμειψι, μία ζωντανή ἀντίληψι τό τί σημαίνει Ὀρθοδοξία, ἀκριβῶς μέ τό γεγονός ὅτι ἐπέρασε μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι τῆς «πέτρας» καί συνεπῶς, οὐσιαστικά, πολλές φορές καταλαβαίνει αὐτό τό βάθος, παρά ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, μή γνωρίζοντας τί σημαίνει νά μή τό ἔχης, συμπεριφερόμεθα κἄπως ἐπιπόλαια.
Ἐάν, συγχωρέστε με, σᾶς εἰπῶ ὅτι αὐτή ἦτο ἡ στενοχώρια μου, ὅταν συναντήθηκα πάλι τά τελευταῖα χρόνια μέ τόν Κρεάνγκα, μέ τόν Κοσμπούκ καί ἄλλες προσωπικότητες τῆς λογοτεχνίας μας, τούς ὁποίους ἐγνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία, ἀλλά ἐπί 20 καί πλέον χρόνια δέν εἶχα ἀκούσει τίποτε γι᾿ αὐτούς, μέχρις ὅτου ὁ πατέρας μου ἄρχισε νά μοῦ στέλλει βιβλία ἐκεῖ, τά ὁποῖα ἐδιάβαζα συχνά καί κατάλαβα μέ πόση ἐπιπολαιότητα ἐπήραμε ἐμεῖς πολλές φορές τήν ὀρθόδοξη ζωή.
Θέλω νά κλείσω τό θέμα αὐτό ὡς ἑξῆς: Ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά εἶναι ὁπωσδήποτε «πέτρα» ὁ ἄνθρωπος, διότι ἔτσι ἡ Κυρία Θεοτόκος θά εἶναι ἡ μικρότερη μεταξύ τῶν ἁγίων.
Διότι αὐτή, ὅπως λέγη ὁ ποιητής Μιχαήλ Ἐμινέσκου, ἦτο σάν τήν σελήνη ἀνάμεσα στ᾿ ἀστέρια, ἀνάμεσα στούς ἁγίους, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἐγνώρισε τήν ἁμαρτία. Καί τί εἶναι ἁμαρτία; Θά σᾶς ἀπαντήσω ἀπό τήν θλιβερά μου ἐμπειρία: Εἶναι ἕνα τίποτε, εἶναι ὁ θάνατος.
Ἔχει μία φαινομενική ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς, τῆς ἡδονῆς, τῆς κοσμικῆς σοφίας, τά ὁποῖα τελικά εἶναι ἕνα ψέμμα! Μπορεῖ νά ἀποφεύγη κάποιος τήν ὁδό τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μόνο διά τῆς πολλῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι λόγος· ὁ λόγος εἶναι ἐνέργεια, διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἔκαμε τά ἔργα του, τόν οὐρανό καί τήν γῆ.
Ὁ λόγος εἶναι μέγα μυστήριο καί ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι «ἔχει μεταφυσικές ρίζες». Σέ βαθύτερη ἔννοια, ὁ λόγος δέν εἶναι μόνο πληροφορία, ἀλλά πρωτίστως κοινωνία. Πῶς ἠμποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια λόγια τῆς Θείας Λειτουργίας (μερικοί ἱερεῖς λειτουργοῦν καθημερινά) χωρίς νά νοιώθουμε πλῆξι, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν μερικοί πού λέγουν ὅτι βλέπουν ἕνα εἶδος θεάτρου κάθε ἡμέρα;
Ἐπειδή ἡ Λειτουργία εἶναι ζωντανός λόγος, καί ὄχι θέαμα. Καί ὁ λόγος ἀναγεννᾶ καί ὁ πιστός πού συμμετέχει ἀναγεννᾶται. Εἶναι ζωντανός λόγος, ἐπειδή εἶναι θεία ἐνέργεια. Ἀκόμη καί στό ἐπίπεδο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας.
Γιά παράδειγμα, σᾶς ὑπενθυμίζω αὐτό πού εἶπα παραπάνω γιά τούς δύο πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους καί λέγουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον: «Σ᾿ ἀγαπῶ». Θά ἠμποροῦσε ὁ ἕνας ν᾿ ἀπαντήση: «Τό ξέρω, μοῦ τό εἶπες πάνω ἀπό 20 φορές»! Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι πληροφορία, εἶναι κοινωνία. Τοῦ ἀρέσει νά ἀκούη τόν λόγο αὐτόν. Ἀνανεώνεται δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἀγαπητικοῦ λόγου ἡ φιλία καί ἡ ἀμοιβαία προσέγγισίς τους.
Ὁ λόγος ὅμως αὐξάνει πολύ περισσότερο στήν προσευχή, ὅταν ἀπευθυνώμεθα στόν Κύριο μέ τό «Ἐσύ». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀπαράμιλλη καλλιέργεια κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου μέσα στήν ἱστορία, ὅπου μᾶς δόθηκε ὁ λόγος τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἴδιο τόν Ἄναρχο Χριστό, τόν ταπεινό, ὁ Ὁποῖος κατέρχεται στόν νοῦ μας γιά νά ὑψωθῆ ὁ νοῦς μας στόν ἰδικό Του ἄναρχο νοῦ.
Ἡ προσευχή εἶναι κοινωνικός λόγος στόν ὁποῖο πρέπει νά στεκώμεθα μέ πολλή προσοχή. «Πρόσχωμεν, Σοφία πρόσχωμεν», ὅπως λέγωμεν στήν θεία Λειτουργία. Εἶναι λόγος τόν ὁποῖον δέν πρέπει νά τόν χάνουμε. Ὅταν εἴμεθα στήν Ἐκκλησία, στήν Ἀκολουθία, ἤ ὅταν διαβάζουμε τίς πρωϊνές προσευχές, πρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί γιά νά μή γίνεται ἡ προσευχή ἕνας τύπος. Διότι κάθε λόγος τῶν Ἀκολουθιῶν καί τῶν προσευχῶν εἶναι καί ἕνα ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, πού ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δέν τό ἔχουν.
Διά τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς μας νά καλοῦμε τόν Θεό καί στίς πιό συνειθισμένες στιγμές τῆς ζωῆς μας, ἐπειδή, πρῶτον, θά ἔλεγα, ἔτσι, ἁγιάζουμε τόν χρόνο, ἁγιάζουμε ἐκείνη τήν στιγμή πού προσευχόμεθα, ἁγιάζουμε τά καθημερινά μας ἔργα καί, δεύτερον, κάθε στιγμή, κάθε θέμα γίνεται μία ἀφορμή προσευχῆς.
Ἔτσι ἀκριβῶς εὑρίσκουμε καί στά ἐκκλησιαστικά μας βιβλία (Εὐχολόγιο) προσευχές γιά εὐλογία ὅλων τῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπασχολήσεων τοῦ ἀνθρώπου: Εὐλογοῦμε, ἐπί παραδείγματι, τό χωράφι, προσευχόμεθα γιά τήν ξηρασία, γιά τήν ἐγκατάστασι σέ νέο σπίτι, γιά τό ταξίδι, γιά τίς διάφορες ἀσθένειες κλπ. Ἀλλά ἐπί πλέον σᾶς λέγω ὅτι ἡ ξηρασία καί ἡ σπορά καί ἡ ἀσθένεια καί τά ταξίδια εἶναι μία καλή εὐκαιρία νά σκεφθοῦμε καί τόν Θεό. Τελικά ὅλα αὐτά τοῦ ἀνθρώπου τά προβλήματα περνοῦν, παραμένει ὅμως ἡ χάρις τῆς προσευχῆς.
Κλείνω μέ τόν λόγο τοῦ Σωτῆρος πού λέγει καί σέ μένα: «Πορεύου καί σύ καί ποίει ὁμοίως..» (Λουκ.10,37).
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz27EWfXB2I
Εξαιρετικό κείμενο, πολύ συγκινητικό.." κάθε λόγος προσευχής είναι ανεκτίμητο μαργαριτάρι..." ...αλήθεια, μέσα σε πόσα θαύματα ζούμε !!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό απόγευμα, Yasemin