Σταχυολόγηση ποημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου με αφορμή την ανακήρυξη
του έτους 2012 ως έτους αφιερωμένου στον ποιητή και πεζογράφο Νικηφόρο Βρεττάκο (100 χρόνια από τη γέννησή του).
Η αποκαθήλωσις (1992), σύγχρονο έργο του Демаков Евгений |
Επιστροφές
Επιστρέφω συχνά στη γενέθλια γη μου.
Εκεί, με βλέπει η χλόη, με ακούει
το χώμα, γνωρίζω τρεις λέξεις ανέμου.
Τα τοπία της είναι σα μιάν αγκαλιά που
με παίρνει’ κ’ ενώ ταλαντεύεται το κεφάλι μου
αστήριχτο, πέφτουν τα χέρια μου όπως
τα χέρια του Ιησού στους φιλεύσπλαχνους
ώμους του Ιωσήφ, μετά την αποκαθήλωση.
Αντιστέκομαι όπως οι ελιές της πατρίδας μου... |
Αντιστέκομαι
Αντιστέκομαι όπως οι ελιές της πατρίδας μου, οι σκληρές
σαν τα κόκαλα τ’ αντρειωμένου, που τους λείπουν οι μαύρες
μαντήλες μονάχα για να μοιάζουν με τις μανάδες μας’
που σφηνωμένες γερά στην απόλυτη πέτρα,
αδιαφορούν για τις θύελλες, αναπνέουν τις αστραπές
και τις κάνουνε μες στους πικρούς τους
χυμούς ειρήνη και φως.
Στην κορφή
Στην κορφή της λύπης μου κάθομαι
και κοιτώ κατά την πατρίδα μου. Εκεί,
ένας ήλιος, λαμπρός, περισσεύοντας
ξεχειλίζει την άνοιξη πασχαλιές,
το χειμώνα πορτοκαλιές, βαφτίζει στο θαύμα,
γράφει τα βράδια ποιήματα στις κορφές.
Και πηγαίνει καιρός πολύς που δεν είδα πλέον αυτό
το υψηλό του πανόραμα: να γυρίζει κατάντικρυ
στην ψυχή μου η χρυσή του βίβλος τα φύλλα της.
...μακρινό φεγγάρι από κιμωλία... |
Είχα
Είχα ένα εγώ που το χρησιμοποιούσα πολύ,
είχα μια νιότη που έφτιαχνε χρώματα από το τίποτα,
είχα μι’ αγάπη που τραγούδαγε στα πληγωμένα ζώα,
μια πίστη που περιέκλεινε και τις πέτρες ακόμη
μέσα στ’ άγια των αγίων της. Τώρα, όχι πως έχασα
τα πράγματα μου καθώς εβάδιζα, αλλά
θα διπλώθηκαν μέσα μου κάπου, βαθιά
περιμένοντας ίσως τη σάλπιγγα
της ανάστασης.
Κ’ η Ελλάδα,
τώρα, σαν ένα μακρινό φεγγάρι από κιμωλία,
φέγγει, αμυδρά, στης μνήμης μου το διάστημα.
Το βάθος της καρδιάς
Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ άπειρο
χωρίς την καρδιά μου. Τότε, δε θάχε
που να ρίξει τους ήχους του. Δε θάχε στέρνα.
Δε θάχε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η καρδιά μου ένα αντηχείο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο – σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος – σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το μεγαλύτερο κόκκινο
σπήλαιο του σύμπαντος.
...πήρε μιάν άγρια στροφή σαν κόκκινος ίλιγγος... |
Το αφηνιασμένο άλογο
Καθώς ανηφόριζε τούδωσε μια
κατακέφαλα ο ήλιος. Σταμάτησε τ’ άλογο,
γυάλισε η κόκκινη τρίχα του, φύσηξαν
φωτιά τα ρουθούνια του, τεντώθη σαν λάμα
μετάλλινη η χαίτη του, σηκώθηκεν όρθιο,
χλιμίντρισε, πήρε μιάν άγρια στροφή
σαν κόκκινος ίλιγγος, συγκέντρωσε όλη του
τη δύναμη, πήρε κι’ άλλη απ’ τον ήλιο
κ’ οι οπλές του αρχινίσαν, βροχή, να χτυπούν
τη γρανίτινη πέτρα – απώντας τις μαύρες της
φλέβες, σηκώνοντας τούφα τις σπίθες.
Τ’ αναμμένα, βαριά πέταλα του, ακουγόνταν
υπόκωφα
ως μέσα
τη μήτρα της γης.
...γιόμισαν το κορμί σου τρύπες... |
Από τις συνήθεις... εκτελέσεις Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα |
Το τραγούδι του Γιώργη
Πως τα κατάφερες, καημένε Γιώργη, και δεν μπόρεσες
να μείνεις πίσω από την πέτρα του βουνού να μη σε βρούνε
αυτοί με τα μακρυά μαχαίρια, με τους σκύλους
και τα σχοινιά. Σε κρέμασαν, γιόμισαν το κορμί σου τρύπες,
έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν. Και την άλλη μέρα,
ένα πουλάκι που φτερούγισε από τα δημοτικά τραγούδια
κάθισε πάνω στο κεφάλι σου, ακριβώς εκεί
που έφτιαχνες τη χωρίστρα σου’ και σάμπως νάταν
γιομάτος Γιώργηδες και Αϊ – Γιώργηδες
γύρω σου ο τόπος, κελαϊδούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου