Όταν οι Μήδοι κατέβαιναν στην Ελλάδα και οι
Αθηναίοι σκέφτονταν ποιόν να ορίσουν στρατηγό, λένε πως όλοι οι άλλοι μόνοι
τους παραιτήθηκαν από τη στρατηγία, γιατί είχαν τρομάξει μπροστά στον κίνδυνο (ἐκπεπληγμένους τὸν κίνδυνον).
Ο Ευρυβιάδης, ο αρχηγός του στόλου των Ελλήνων,
όταν ο βαρβαρικός στόλος αγκυροβόλησε στις Αφετές τρόμαξε από το πλήθος των
πλοίων που έβλεπε απέναντί του (ἐκπλαγεὶς ὁ Εὐρυβιάδης τῶν κατὰ στόμα νεῶν τὸ πλῆθος) και ήθελε να έρθει όσο μπορούσε
πιο γρήγορα στην ηπειρωτική Ελλάδα, να προσορμιστεί στην Πελοπόννησο και να
περιφρουρήσει τον πεζικό στρατό με τα πλοία του, γιατί νόμιζε πως η ναυτική
δύναμη των Περσών ήταν ακατανίκητη (παντάπασιν ἀπρόσμαχον ἡγούμενος τὴν κατὰ θάλατταν ἀλκὴν βασιλέως).
Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών και τη δυσοίωνη έκβασή
της (λίγοι έναντι πολλών, σφαγή), ο Ξέρξης εισβάλλει στη Φωκίδα και πυρπολεί
τις πόλεις της. Οι Αθηναίοι παρακαλούν τους άλλους Έλληνες να τρέξουν μαζί τους
στη Βοιωτία και να συναντήσουν τους βαρβάρους εκεί, προασπίζοντας την Αττική,
όπως αυτοί τους βοήθησαν κατά θάλασσα στο Αρτεμίσιο. Κανείς όμως δεν άκουε τις
παρακλήσεις των Αθηναίων (Μηδενὸς δ’ ὑπακούοντος αὐτοῖς), παρά όλοι είχαν
προσκολληθεί στην Πελοπόννησο. Βιάζονταν να συναθροίσουν όλη τη δύναμή τους
μέσα στον Ισθμό και έχτιζαν εκεί ένα τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Η
προδοσία αυτή των άλλων Ελλήνων εξόργισε τους Αθηναίους (ὀργὴ τῆς προδοσίας) και τους έπιασε λύπη
και μελαγχολία (δυσθυμία καὶ κατήφεια), γιατί είχαν μείνει
μόνοι (μεμονωμένους). Βέβαια, δεν μπορούσαν ούτε να το διανοηθούν πως θα πολεμούσαν με τόσες
μυριάδες στρατού (Μάχεσθαι μὲν γὰρ οὐ διενοοῦντο μυριάσι στρατοῦ τοσαύταις). Εκείνο μόνο που κατ'
ανάγκη έπρεπε να κάνουν σ' αυτή την περίσταση ήταν να αφήσουν την πόλη τους και
να μείνουν προσκολλημένοι στα πλοία τους. Αλλά το πλήθος των Αθηναίων το άκουε
αυτό με αγανάκτηση (χαλεπῶς ἤκουον), γιατί ούτε τη νίκη θα
τη χρειάζονταν ούτε τη σωτηρία θα την καταλάβαιναν, αν παρατούσαν τους ναούς
των θεών και τους τάφους των πατέρων τους.
Τότε ο Θεμιστοκλής με διάφορα τεχνάσματα πείθει
τους Αθηναίους να φύγουν από την Αθήνα και να πολεμήσουν στη θάλασσα, στη
Σαλαμίνα.
Ας δούμε τη φυγή:
Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και
έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη (οἶκτρον τὸ θέαμα) και σε άλλους θαυμασμό
για την τόλμη των ανθρώπων αυτών (: που πάτε να πολεμήσετε!),
που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος (: στην αρχαία
Τροιζήνα), ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα
των γονιών τους (οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς), τραβούσαν αντίκρυ,
προς το νησί (: της Σαλαμίνας). Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών
τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη (Καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν). Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που
ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα (ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία), που με φωνές και με
λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία (μετ' ὠρυγῆς καὶ πόθου
συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν).
Ανάμεσα σ' αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος
που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ'
αυτόν (οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ' αὐτοῦ μόνωσιν) πήδησε μέσα στη θάλασσα
και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο (ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος) βγήκε έξω στη Σαλαμίνα (: δηλαδή κολυμπούσε δίπλα στο
κωπήλατο πλοίο κάπου 14 χιλιόμετρα) και μ' εξαντλημένες τις δυνάμεις του
ξεψύχησε αμέσως (καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς). Τάφος δικός του λένε
πως είναι εκείνο που δείχνεται ως σήμερα και ονομάζεται "Τάφος του
σκύλου" (Κυνὸς σῆμα).
Βρίσκεται σήμερα η πατρίδα μας μπροστά σε μεγάλο
κίνδυνο. Μας κατέχει δυσθυμία καὶ κατήφεια και ὀργὴ τῆς προδοσίας. Παρουσιάζουμε οἶκτρον τὸ θέαμα, είμαστε περικυκλωμένοι
από τον εχθρό που μοιάζει ακατανίκητος (ἀπρόσμαχον)
και εμείς παραζαλισμένοι, εξουθενωμένοι, περίλυποι μπροστά στον τάφο
του σκύλου, κατάμονοι. Και η μάχη
είναι ακόμη μπροστά μας, αλλά να που ήδη έρχεται τρέχοντας με βιασύνη
καταπάνω μας ο εχθρός και λένε ακόμη πως είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
Άραγε θα βρεθεί και για μας ένας Θεμιστοκλής να μας οδηγήσει στη νίκη;
Ή κάποιος να κρατήσει...
Όσο να βγει απ’ τη γη
κανείς Μανιάκης,
κανείς Σκεντέρμπεης απ’
το μνημούρι,
κι απ’ το χαμό κανένας
Καραϊσκάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου