Πρὶν λίγες μέρες, κάποιος γνωστός μου, αὐτοκτόνησε. Τί ἔκανε
ὅμως ἕναν δημόσιο ὑπάλληλο, κάτοχο πτυχίου, μὲ μόνιμη ἐργασία, παντρεμένο
(χωρισμένο γιὰ τὴν ἀκρίβεια) καὶ μὲ παιδί, νὰ προτιμάει τὸν θάνατο; Σᾶς παρακαλῶ,
μὴν βιαστεῖτε νὰ ἀπαντήσετε μὲ τὴ γνωστὴ "καραμέλα" γιὰ τὴν "οἰκονομικὴ
κρίση". Πρὶν τὴν οἰκονομικὴ, ἔχει προηγηθεῖ μία ἄλλη κατάρρευση, ἡ ἠθική,
ἡ ψυχική, ἡ πνευματική.
Ἡ πορεία τῆς ζωή του: Ο Λ. πίστεψε στὸ πρότυπο ποὺ τοῦ καλλιέργησαν οἱ γονεῖς του, τὸ σχολεῖο
του, ἡ τηλεόραση. Πίστεψε κὰτ ἀρχὴν ὅτι ἂν περάσει στὸ Πανεπιστήμιο θὰ εἶναι
πετυχημένος. Πίστεψε ὅτι -σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες- θὰ μπορεῖ
νὰ βγάζει χρήματα χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο. Καὶ ἀφοῦ ἡ τηλεόραση μᾶς ἔπεισε ὅτι τὰ
χρήματα ἐξασφαλίζουν τὴν εὐτυχία, ὅταν θὰ ἔκανε τὸ ὄνειρό του πραγματικότητα καὶ
θὰ εἶχε χρήματα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μοχθεῖ κι ἔτσι θὰ ζοῦσε πλέον τὴν ὑπόλοιπη
ζωὴ τοῦ "εὐτυχισμένος"! Κι ἔβγαλε τὸ Πανεπιστήμιο, καὶ διορίστηκε στὸ
δημόσιο (μία ἀκόμη ἐξασφάλιση σιγουριᾶς) καὶ παντρεύτηκε, καὶ ἀπέκτησε καὶ παιδὶ
καὶ σπίτι καὶ αὐτοκίνητο ... Ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο ποὺ τοῦ καλλιεργήσαμε.
Μετὰ ὅμως ἦρθε ὁ ἐγωισμός, συγνώμη, ὁ χωρισμὸς ἐννοοῦσα. Καὶ βρέθηκε καὶ πάλι, μόνος.
Ἀλλὰ ἔστω κι ἔτσι, ἦταν ἀκόμη νέος, ὅποτε μὲ τὴν ἐξασφαλισμένη
ἐργασία του στὸ δημόσιο καὶ τὴν καλή του ἐμφάνιση, θὰ μποροῦσε σχετικὰ εὔκολα νὰ....
βρεῖ μία ἄλλη "σύντροφο". Καὶ βρῆκε, καὶ νέα ὄνειρα καὶ νέες ἐλπίδες
εὐτυχίας. Ἀλλὰ κάπου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸ ἐσωτερικὸ κενὸ ἔρχεται καὶ ἡ οἰκονομικὴ
κατάρρευση. Τὴ θυμάστε ἐκείνη τὴν "παραβολὴ τοῦ ἀσώτου" ποῦ ἀκούγαμε
στὴν ἐκκλησία; Γιατί ὅταν ἡ μικρότερη σὲ ἡλικία ὄμορφη σύντροφος βλέπει νὰ
"τελειώνουν" τὰ χρήματα, τότε αἰσθάνεται ὅτι "κάτι δὲν πάει καλὰ
στὴ σχέση" καὶ ψάχνει βρίσκει τὸν ἑπόμενο ... "ἄντρα". Ὅποτε ὁ
πετυχημένος πτυχιοῦχος δημόσιος ὑπάλληλος μένει καὶ πάλι, μόνος.
Μόνος...
Καὶ τότε εἶναι ποὺ ἀναρωτιέται πάνω σὲ τί θεμέλια ἔχτισε τὴ
ζωή του καὶ ποὺ πῆγε ἡ εὐτυχία ποὺ τοῦ ὑποσχόταν
ὅλοι. Καὶ σὲ μία κοινωνία ποὺ ὁ καθένας ἐπιδιώκει "νὰ περνάει καλά",
σὲ μία κοινωνία ποὺ οἱ φίλοι ὅταν δὲν χρησιμεύουν ὡς "συνοδοὶ" στὶς ἐξόδους
ὑπάρχουν ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ μᾶς φανοῦν "χρήσιμοι". Σὲ μία κοινωνία ποὺ
δὲν ὑπάρχουν πλέον συγγενεῖς, γείτονες, φίλοι, συχωριανοί. Σὲ μία κοινωνία ποὺ ὅσοι μποροῦν, φορᾶνε τὴ
μάσκα τοῦ "πετυχημένου" καὶ "μοστράρουν" στὴν ἀνώνυμη πόλη
καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἁπλὰ ἀφήνονται στὴν τύχη τους. Τότε τὸ ἐσωτερικὸ κενὸ γίνεται
δυσβάσταχτο.
Ὅμως, ἂν δὲν ἄκουγε τὶς σειρῆνες τῆς εὐδαιμονίας... Ἂν οἱ
γονεῖς τοῦ τὸν προέτρεπαν νὰ βγάζει μὲ "τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου τοῦ τὸν ἄρτον
τοῦ" (ὅπως μᾶς εἶχε προτρέψει ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς ἔβγαζε ἀπὸ τὸν Παράδεισο). Ἂν
τὸ σχολεῖο τὸν γέμιζε μὲ τὰ ἰδανικὰ τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ τῆς πατρίδας, ποὺ ἔκαναν
τὴ φυλή μας νὰ ἀντέξει πολλοὺς αἰῶνες, μὲ σκληρὲς δοκιμασίες καὶ πείνα καὶ
σκλαβιά, χωρὶς κανεὶς νὰ αὐτοκτονεῖ. Ἂν ἡ καλοπέραση εἶχε ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν
ἐγκράτεια, μὲ τὴν ἄσκηση, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ "μέτρο"
Ἂν ὁ πλοῦτος εἶχε ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν ἀρετὴ (τὴ θυμάστε ἐκείνη
τὴν ἱστορία μὲ τὸν Ἡρακλῆ, τὴν Ἀρετὴ καὶ τὴν Κακία, τὴν διδάσκουν ἄραγε ἀκόμη
στὰ σχολεῖα μας ;)
Ἂν ἀντὶ γιὰ τοὺς καραγκιόζηδες ποὺ ἐμφανίζονται ὡς σωσίες στὴν
τηλεόραση βλέπαμε τὶς ἁγιογραφίες στὰ ταπεινὰ ξωκλήσια μας, τοὺς ἅγιούς της
πίστης μας καὶ τοὺς ἐθνομάρτυρες τοῦ ἔθνους μᾶς (κάποιοι φρόντισαν νὰ ἐξαφανίσουν
τὶς εἰκόνες ἡρώων ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες καὶ νὰ τὶς ἀντικαταστήσουν ἀπὸ τὴν
"ξενοφοβία" τὸ "ρατσισμὸ" καὶ τὴν "ἀνακύκλωση"!)
Ἂν πρότυπό μας δὲν ἦταν
ὁ ὄμορφος καὶ ἐπαγγελματικὰ πετυχημένος "δυτικὸς" ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ τίμιος μεροκαματιάρης, ὁ ἄνθρωπος ποὺ
εἶναι δίπλα στὸ Θεὸ καὶ Αὐτὸν σκέφτεται, σ Αὐτὸν ἐλπίζει καὶ Αὐτὸν ἀγαπᾶ καὶ ὑπηρετεῖ
μὲ τὴ ζωή του
Ἂν ἀντικαθιστούσαμε τὴ μάσκα τῆς "ἐπιτυχίας" μὲ τὴν
ταπείνωση, μὲ τὴν μετάνοια, μὲ τὴν ἁπλότητα
Ἂν ξαναγυρνούσαμε καὶ πάλι στὰ χωριά μας, στὶς παραδόσεις καὶ
στὶς ἀξίες μας, ἂν ἀντικαθιστούσαμε τὴν ἔξοδο στὸ μπὰρ μὲ μία ἁπλὴ τσικουδιὰ κι
ἕνα ντόπιο κρασὶ καὶ τὰ τὰ ξένα ἀλλόκοτα ἀκούσματα μὲ νησιώτικα τραγούδια,
κρητικὲς μαντινάδες καὶ ἠπειρώτικα μοιρολόγια
Ἂν σταματούσαμε νὰ "παρκάρουμε" τὰ παιδιά μας σὲ
παιδικοὺς σταθμοὺς καὶ στὸ "ἴντερνετ" καὶ ἡ μάννα γινόταν καὶ πάλι
μάννα καὶ ὄχι πετυχημένη ἐπαγγελματίας
Ἴσως ἐπιστρέφοντας στὶς ρίζες μας, βρίσκαμε πάλι τὸ δροσερὸ
νερό, ποὺ πότισε αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ τρέχει ἀκόμη δίπλα σας, ἕτοιμο νὰ μᾶς
ξεδιψάσει.
Δίπλα μας εἶναι ἡ λύση.
Στὴν ἐνορία σου, σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι, στὸν ταπεινὸ
λευίτη ἱερέα, στὴν ὄμορφη βραδινὴ ἀγρυπνία, στὸ χέρσο πλέον χωράφι τοῦ πατέρα
σου, στὸ χαμόγελο τοῦ παπποῦ, αὐτοῦ ποὺ ἔκλεισες στὸ γηροκομεῖο καὶ τοῦ
παίρνεις τὴ σύνταξη, στὸ ἀγέννητο παιδί σου, ποὺ προτίμησες νὰ σκοτώσεις
κάνοντας ἀμνιοπαρακέντηση γιατί ἤθελες νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν θὰ εἶχε σύνδρομο
down, ἀφοῦ τότε θὰ κατέρρεε τὸ δυτικὸ πρότυπό της "εὐτυχίας σου".
Κλείνω τὶς σκέψεις μου μὲ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Φώτη Κόντογλου.
Ὄχι, δὲν εἶναι ἠθοποιός, ὁ Κόντογλου. Ὁ Κόντογλου κι ὁ Παπαδιαμάντης μετέδιδαν αὐτὰ ποὺ ζοῦσαν μέσα
τους, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὸν τόπο, γιὰ τὸ σπίτι, τὴν ἀρχαιοελληνικὴ
"ἑστία" μας. Ἀπόλαυσε τὸν, πρὶν
ἀνοίξεις τὴν τηλεόραση ἢ τὸ facebook, πίστεψε μέ, 10 λεπτὰ θὰ χρειαστεῖς νὰ τὸ
διαβάσεις, καὶ θὰ ἀνασάνεις, θὰ εἶναι λὲς καὶ διαβάζεις τὸ σήμερα :
"Ἡ Ἑλληνικὴ φύση καὶ οἱ γυάλινοι ἄνθρωποι"
Κατεβαίνω στὴ Βαβυλώνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια,
κι ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους δρόμους,
κινδυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι μου, τὰ
πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ ξεχασμένα
πλάσματα πού εἶνε σὰν ἐμένα, τιποτένια καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω. Στὴν
πολιτεία σὰν νὰ εἶμαι ξένος καὶ ξενητεμένος, σὰν νὰ ἦρθα πρώτη φορὰ σὲ
μεγαλούπολη. Οἱ φάτσες πού ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι εἶνε δίχως ἔκφραση. Μοῦ
φαίνουνται τόσο ξένοι, πού λὲς καὶ βρίσκουνται στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου,
κι ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολὺ μακρυά!
Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, ἄλλα φερσίματα. Ἄλλα μυαλά, ἄλλα αἰσθήματα, ἀπότομοι, ἀσυμπάθητοι,
ἀδιάφοροι, πεθαμένοι!
Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ
περιμένουνε ν ἀνάψη τὸ πράσινο φανάρι γιὰ
νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ ἐγὼ
ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα
Παρουσία!
Ἄλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστὰ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς νέας
θρησκείας, στοὺς κινηματογράφους. Οἱ πόρτες, τὰ τζάμια κ οἱ τοῖχοι εἶνε γεμάτοι ἀπὸ γυμνὲς γυναῖκες
ζωγραφισμένες. Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ,
τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει,
κ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ
κάνη. Έ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Κ
ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρελίασες, τὸ
ρεζίλεψες, κι ἀκόμα δὲν ἡσύχασες!
Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία.
Δὲν πᾶς ν ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή.
Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσης μὲ τοὺς
ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες! Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ
κατάλαβες! «Ἄνθρωπος, ἐν τιμὴ ὧν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη [τὸ ὀρθό:
«παρεσυνεβλήθη»] τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς». «Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ
πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ὀρθότερο: ἀνακατεύτηκε] μαζὶ
μὲ τὰ ζῶα τὰ ἄλογα, κ ἔγινε ἕνα μ αὐτά».
Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε
τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πώς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ
λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα πού νὰ θυμίζη πώς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ
δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ πού τὴν εἴχανε οἱ
Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, πού καὶ στὸν τόπο τοὺς εἶνε ὁλότελα
ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ
οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», πού εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», πανάθεμα τὴν, πού ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πράγμα
ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι ἀσυμπάθιστο.
Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε
ζέστα τῆς καρδιᾶς.
Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια που στέκουνται
σὰν τοὺς κρατῆρες
τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο που τάφτιαξε, ἀδιάφορα,
χωρὶς νὰ
τὰ γλυκαίνη ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε
γεμάτα
κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς
εἴδους
ποίηση, νὰ ζεστάνη τὴν καρδιὰ τ ἀνθρώπου.
Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι ἀνέκφραστες
μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, που
ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ
γυάλινου ἀνθρώπου.
Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα
σ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα.
Κι αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ
μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια καὶ
πάγος! Ἀπὸ
αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ
παγωμένες.
Τί συγκέντρωση μπορεῖ νάχη ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται
μέσα στὰ
γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἂπ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν
τρίχα που θὰ πέση ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια.
Μὲ τὸν
καιρό, θὰ γίνουνε κι οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς
σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπη ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί
συλλογίζεται,
τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς
χτυπᾶ ἡ
καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πώς δὲν θάχη πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε
αἰσθήματα.
Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα που τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποῦ
παλίωσε
πιὰ σήμερα.
(...)
Σήμερα, ὅπως φαίνεται, τελείωσε ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου,
κ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀποχωριστοῦμε
αὐτὸν τὸν ἀγαπημένον ἄνθρωπο. Θέλουμε νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ εἶδος πού πάγει νὰ χαθῆ,
ὅπως σβήσανε τὰ μαμούθ, οἱ πλειστόσαυροι κ
οἱ πτεροδάκτυλοι. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, πού εἶνε ἄνθρωπος λίγο-πολὺ
μοναχὰ στὸ ἐξωτερικό του, ἂς δώση στὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅποιο ὄνομα θέλει, ἀφοῦ δὲν
καταδέχεται νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Γιατί ὅπως λέγει, τὸν ξεπέρασε τὸν ἄνθρωπο.
Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
[ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Φώτης
Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, σέλ. 134. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν καθημερινὴ
πολιτικοκοινωνικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἀθήνας «Ἐλευθερία», τὴν Κυριακὴ 10 Μαΐου 1964,
στὴ στήλη «Κυριακάτικα Θέματα»].
ΥΓ. Δυστυχῶς τὸ περιστατικὸ τῆς αὐτοκτονίας εἶναι
πραγματικό. Συνέβη πρὶν 1 ἑβδομάδα περίπου. Ὅσοι μπορεῖτε προσευχηθεῖτε νὰ ἀναπαύσει
ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴ τοῦ Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου