
Μακαριστός επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
ΖΟΥΜΕ σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲ βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶναι; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει:
Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν:
-Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Πηγαίνει στὸ καφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντοῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶναι πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου.
Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐδῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι…».
Ἐδῶ εἶναι τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά·
ἐδῶ εἶναι οἱ ἅγιες εἰκόνες,
ἐδῶ εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι,
ἐδῶ εἶναι τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων,
ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο,τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε «Κύριε, ἐλέησον».
Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.
Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ὁ Χριστός, λέει, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, πατεῖς με – πατῶ σε. Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦνε ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν στὶς στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα καὶ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.