Πετροβούβαλος
αναδημοσίευση από το Σιάτιστα Μακεδονία Ελλάδα
απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη
απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη
.
» Έως εις τάς 10 Μαΐου ήτον συνηγμένοι εις την Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό την διεύθυνσιν των αρχιερέων Έλους και Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη και τού Δημητρίου Καραμάνου, καί οί οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης, Κουμουστιώτης, Κοντάκης κτλ. Ήτον καί ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100, ώς έγγιστα, Μανιάτας.
Είς τάς 9 Μαίου κατέλαβον τό Λεβίδι οί Ζαΐμης, Σ. Χαραλάμπης, Λόντος, Θεοχαρόπουλος μέ έπέκεινα των τριών χιλιάδων εις τό Χρυσοβίτσι ό Κολοκοτρώνης μέ τον Παπαδιαμαντόπουλον χίλιοι ώς έγγιστα (απέχουσα ή θέσις αύτη από τό Βαλτέτσι μίαν ήμίσειαν ώραν)• εγώ δέ την θέσιν της Πιάνας, πλησιεστέραν ούσαν τών άλλων είς την Τριπολιτσάν μεθόλων τών προκρίτων, μέ έπέκεινα τών δύο σχεδόν χιλιάδων.
Εις τό Βαλτέτσι ήτον ό Κυριακούλης, Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλαι μεθ’ εκατόν πεντήκοντα Μανιατών. Έστειλα καί εγώ τον Σαλαφατίνον μέ 38, τους οποίους είχον ένα μήνα μαζί μου, ώς είρηται. Ό Δημήτριος Παπατσώνης μέ τριακόσιους. Οί Πετροβαίοι, Κεφάλας καί Κώστας Μπούρας μετά διακοσίων, ό Ηλίας και Νικήτας Φλεσιαίοι μέ διακόσιους ώς έγγιστα. Αυτοί έμειναν και έπολιορκήθησαν αυθορμήτως, τό όλον 874.
Ήτον την προτεραίαν και άλλοι από διαφόρους επαρχίας, άλλ’ άμα ήκουσαν άπό τους αρχηγούς των ότι θα κλεισθούν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου και οποίος φοβείται να φύγη ευθύς άπό 1.500 όπου ήτον έφυγον τήν νύκταν έκείνην και έμειναν οί ώς άνω είρηται.
Κατά τάς αρχάς τού Μαίου είχομεν διωρισμένας δύο σκοπιάς, μίαν εις τήν επάνω Χρέπαν, και μίαν είς τήν πηγήν, να παρατηρούν μέ πολλήν προσοχήν τά κινήματα των έχθρών μέ τοιούτον σύνθημα, ότι έάν κινηθούν κατά του εν Βερβαίνοις στρατοπέδου νά βάλουν μιάν μεγάλην φωτιάν μέ καπνόν αν κατά τού Βαλτετσίου νά βάλουν δύο, αν κατά τού Χρυσοβιτσίου τρεις, αν κατά της Πιάνας τέσσαρας, άν κατά το Λεβιδίου πέντε. Ώστε δι’ οποίον μέρος έκινούντο, νά τρέξωμεν όλα τ’ άλλα σώματα προς βοήθειαν.
Έλάβομεν έν τούτοις τοσούτα και τοιαύτα αποφασιστικά και απελπιστικά μέτρα άπαντες και κατεσκευάσαμεν ισχυρά όχυρώματα, ώστε ή νά άνθέξωμεν πολεμούντες νά νικήσωμεν, ή νά άποθάνωμεν μέ τά όπλα εις τάς χείρας.
Τήν 12 λοιπόν του Μαΐου εί τάς 6 π.μ. μας ανήγγειλαν αι σκοπιαί μας ότι εις τήν επάνω Χρέπαν έβαλαν αι σκοπιαί δύο φωτιές μέ καπνούς μεγάλους» τάς είδομεν αμέσως και ευθύς είδοποιήσαμεν τό εις τό Χρυσοβίτσι σώμα νά ξεκινήση διά τό Βαλτέτσι, ώς πλησιέστερον, και συγχρόνως άναχωρούμεν και ήμείς διά νά δώσωμεν των πολιορκουμένων σύντομον έπικουρίαν, μήπως και δειλιάσουν. Και αμέσως έξεκίνησεν όλον αυτό τό σώμα.
Ό Κιαχαγιάμπεης, Κιαμίλμπεης και Δευτέρ Κιαχαγιάς έξεστράτευσαν επίτηδες διά τό Βαλτέτζι, γνωρίζοντες οί αυτόχθονες Τούρκοι ότι, άν δυνηθούν και διαλύσουν αυτό, τότε άποδειλιούν τά άλλα και ευκόλως δύνανται να προχωρήσουν συσσωματωμένοι είς άπασαν την Πελοπόννησον, να την υποτάξουν.
Έξήλθον λοιπόν δώδεκα χιλιάδες πεζοί και δύο χιλιάδες ιππείς, όλοι έμπειροπόλεμοι, με άπόφασιν να πολεμήσουν απελπισμένα (κατά την διαβεβαίωσιν, την οποίαν μας έκαμαν ό Μουσταφάμπεης, Σιακήρμπεης και ό Δευτέρ Κιαχαγιάς μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς, τους όποίους είχομεν υποχείριους, και ότι είς την εκστρατείαν έκείνην έμειναν είς τήν Τριπολιτσάν τότε εως δύο χιλιάδες γέροντες και άλλοι διά φρουρά, οι δέ λοιποί όλοι, υπέρ τάς 14.000, έξεστράτευσαν).
Φθάσαντες λοιπόν είς τό Βαλτέτσι έπολιόρκησαν άπ’ όλα τά μέρη τους άνω είρημένους μέ τήν πεποίθησιν ότι θά νικήσουν, ώστε νά μήν δυνηθή νά σωθή ουδέ είς τών Ελλήνων.
Ήρχισε λοιπόν ή μάχη μέ άπαραδειγμάτιστον έπιμονήν και άπελπισίαν έξ αμφοτέρων τών μερών περιπλέον δέ έρριψαν τήν περισσοτέραν αυτών δύναμιν είς τό μέρος είς τό όποιον ήτον ώχυρωμένοι ό Παπατσώνης, Πετροβαίοι και Κεφάλας, ως ύπαρχούσης της θέσεως εκείνης όμαλωτέρας και άδυνατωτέρας τών άλλων, και κατέλαβον τήν άντίθετον αυτών θέσιν οί εκλεκτότεροι μαχηταί Μπαρδουνιώται και Αλβανοί και μ’ όσα γιουρούσια (εφόδους) ορμητικούς τους έκαμαν νά έμπορέσουν νά τους άποδειλιάσουν, διά νά τους διαλύσουν, εύρον άτρόμητον καρτερίαν και έπιμονήν.
Προς τάς 9 π.μ. έφθασαν άπό τό Χρυσοβίτσι ό Κολοκοτρώνης και Παπαδιαμαντόπουλος επικουρία τό έπάνωθεν μέρος τού Βαλτετσίου προς τό μέρος, όπερ κατείχεν ό Παπατσώνης και λοιποί, άλλά τήν υπώρειαν αύτού προς βορράν τήν είχον καταλάβει οί Βαρδουνιώται. Συνεκρούσθησαν αμέσως άλλά διά τό άνισον της δυνάμεως, διά τό εισέτι άπειροπόλεμον τών Ελλήνων και διά τό αδύνατον της θέσεως, επειδή και δεν έπρόφθασαν νά κάμουν όχυρώματα, μετά μιας σχεδόν ώρας άντίστασιν, άπεσύρθησαν πολεμούντες προς τό χωρίον Άραχαμίτες άβλαβώς, καί έμειναν έκεί συσσωματωμένοι περιμένοντες να προφθάσωμεν καί ήμείς.
Έγώ αμέσως ήτοίμασα δλους τους στρατιώτας καί έξεκίνησαν δια τό Βαλτέτσι προτρέπων αυτούς νά τρέξουν θαρραλέως, να πολεμήσουν άτρομήτως, υπενθυμίσας εις αυτούς την προ ολίγου νίκην του Λεβιδίου άλλ’ ύποπτεύσας μήπως καθ’ όδόν δειλιάσουν καί κρυφθούν έξ αυτών οί μικρόψυχοι, έδιόρισα έπί κεφαλής αυτών τον Δ. Πλαπούταν, τον Σταυρόν Δημητρακόπουλον καί τον Λαμπρινόπουλον έμπροσθοφυλακήν, έγώ δέ μετά του Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Ν. Ταμπακοπούλου καί λοιπών προκρίτων τής επαρχίας έμείναμεν οπισθοφυλακή, διά νά ξεριζώσωμεν όλους τούς στρατιώτας άπό τό χωρίον Πιάναν, καί μη άφήσαντες ούδ’ ένα κατέβημεν εις την Πάπαιναν καί διέταξα την τακτικήν όδοιπορίαν.
Άφού λοιπόν έχρονοτριβήσαμεν εις την Πάπαιναν, δι’ αυτό τό άντικείμενον, νά κάμω και γράμματα εις τους εν Λεβιδίω και Βέρβαιναν νά τούς εξιστορήσω όλα τ’ ανωτέρω περιστατικά και νά προφθάσουν όσον τό συντομώτερον και έξαπέστειλα δρομαίως ιππείς.
Είχον διατάξει όλους ανεξαιρέτως νά τρέξουν όσον ήδύναντο ταχύτερον νά προφθάσουν εις τό Βαλτέτσι νά ένωθούν μέ τό σώμα του Χρυσοβιτσίου, νά λάβουν ένεργητικόν μέρος εις την μάχην, νά ανακουφίσουν όπωσούν τούς πολιορκουμένους, μεχρισότου φθάσω και έγώ και ούτως ήκολούθησαν και εις τάς 10 π.μ. έφθασαν έκεί, και αμέσως έκτυπήθησαν μέ τούς Τούρκους.
Ή μάχη αύτη ήρχισε μέ άπαραδειγμάτιστον λύσσαν έξ αμφοτέρων τών μερών, καθότι κατήντησεν περί ζωής και θανάτου, και μ’ όλον τό έμπειροπόλεμον τών Βαρδουνιώτων και τών Αλβανών δεν έδυνήθηκαν νά οπισθοδρομήσουν τούς εδικούς μου ούδ’ έν βήμα. Περί την μίαν μ.μ. ύπέστρεψαν και ό Κολοκοτρώνης μέ τον Παπαδιαμαντόπουλον μέ τό σώμα και ένωθέντες μέ τό ήμέτερον, τρεις σχεδόν χιλιάδες, και όχυρωθέντες κατήντησαν πολιορκουμένους τούς Βαρδουνιώτας και Αλβανούς, καθότι προς τό μέρος, τό όποίον ώχυρώθησαν οί εδικοί μας, ήτον ό Παπατσώνης, οί Πετροβαίοι και Φλεσαίοι και έπολεμούσαν άτρομήτως όντες καλά οχυρωμένοι. Τό όπισθεν μέρος ώχυρώθησαν τά στρατιωτικά σώματα τής Καρύταινας, ώστε οί Τούρκοι κατήντησαν εις θέσιν δεινήν, πολεμούντες έκείνην την ήμέραν και την νύκταν ακαταπαύστως.
Περί τάς 3 μ.μ. έφθασα και εγώ μετά τών είρημένων προκρίτων και μέρος στρατιωτών, τούς έδώκαμεν περισσότερον θάρρος και έμψύχωσιν τών πολιορκουμένων, και περί τό με-σονύκτιον έκατορθώσαμεν και τούς έμβάσαμεν εις τό Βαλτέτσι υπέρ τάς τρεις χιλιάδας δεκάρια φουσέκια από τά όποία είχον όλίγην έλλειψιν, μέ τον Σταύρον Άλωνιστιώτην, Άργύρην Τζιουβέλην και Στάθην Σκουριασμένον, μπουλουκτσήδες μου, παραγγείλαντες προς αυτούς να διαμένουν απτόητοι και να πολεμήσουν ανδρείως, και ότι τό πρωΐ φθάνουν από την Βέρβαιναν και από τό Λεβίδι υπέρ τάς δέκα χιλιάδας στρατός Ελληνικός επικουρία και έλπίζομεν νά καταστρέψωμεν τούς εχθρούς, όπερ και ήκολούθησε την επαύριον.
Εσφαλμένως δ’ αναφέρει ό Σαλαφατίνος εις τό φυλλάδιόν του, ότι έγώ έφθασα εκεί τήν έπιούσαν μετά τού Γιατράκου, καθότι έγώ έφθασα τήν ιδίαν ήμέραν, ώς ανωτέρω, ό δέ Γιατράκος δεν ήλθεν διόλου είς τήν μάχην αυτήν, παρά μόνος ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης και ό Πέτρος Μπαρμπιτσιώτης με διακόσιους σχεδόν στρατιώτας έφθασαν άπό τήν Βέρβαιναν μετά τό μεσονύκτιον καί ώχυρώθηκαν προς τό μέρος, είς τό όποιον ήτον ώχυρωμένοι οί Μαυρομιχάλαι καί ό Σαλαφατίνος, άλλά διά τήν όλιγότητα τού στρατού, καί διά τό μάκρος του αποστήματος δεν ήδυνήθησαν νά δώσουν έπικουρίαν τινά. «Ωστε ό Σαλαφατίνος ήτον τόσον μακράν ώχυρωμένος εις τό άλλο μέρος του χωρίου, καί δεν έγνώριζε τί έγίνετο έξω.
Τά στρατόπεδα του Λεβιδίου καί των Βερβαίνων φαίνεται, ότι δεν είδον τές φωτιές των σκοπιών διά νά γνωρίζουν τήν κατά του Βαλτετσίου έκστρατείαν των έχθρών, μέ τό νά ήτον έκείνην τήν ήμέραν ομίχλη ή καταχνιά, άλλ’ (ώς ως εδικαιολογούντο τότε) τήν έμαθον μ.μ. καί ότι έγίνετο φονικός πόλεμος είς τό Βαλτέτσι. (Κατά τούτο δεν δύναμαι νά κάμω τάς ανήκουσας παρατηρήσεις).
Άλλά περί τό δειλινόν έξεκίνησαν καί τά δύο αυτά καί τό πρωΐ είς τάς 13 έφθασαν οί μεν εις τό Περιθώρι άνωθεν της Τριπολιτσάς, οί δέ άνωθεν της λίμνης Τάκας καί ώς έκ συνθήματος έπυροβόλησαν αμφότερα δις καί τρίς. Τούτο ίδόντες αίφνης οί έν Τριπόλει Καϊμακάμης, οί μπέηδες καί αγάδες, έστειλαν επανειλημμένως μέ βίαν ταταραίους (ταχυδρόμους) εις τό Βαλτέτσι και ειδοποίησαν τον Κιαχαγιάμπεην και λοιπούς και ότι να λάβουν τα πλέον σοβαρώτερα προφυλακτικά μέτρα, καθότι μετά δυο ώρας φθάνουν εκεί υπέρ τάς δέκα χιλιάδες Γκιαούρηδων.
Ή φήμη αύτη διεδόθη αμέσως εις όλον τό τουρκικόν στρατόπεδον, ώστε τούς κατέλαβε φρίκη. Κανένας άλλος δεν έπρόφθασεν είς την μάχην έκείνην διά νά δώση την παραμικράν βοήθειαν (καθώς ψευδώς και έμπαθώς αναφέρει εις την Χαλιμάν του ό απονενοημένος Σπηλιάδης), καθότι μήτε Νικηταράς υπήρχε τότε ή ηκούετο, μήτε τά παιδιά του Κολοκοτρώνη (ώς πολλάκις εξέθεσα περί τούτων όπισθεν) ήτον έκεί, ή εις κατάστασιν νά φέρουν όπλα, καί όχι νά είναι αρχηγοί.
Εις τάς 9 λοιπόν π.μ. 13 Μαίου ώς έκ συνθήματος έγινε γενική λιποταξία εις τό στρατόπεδον των Τούρκων, έτζακίσθη είς τοιούτον βαθμόν και μέ τοσαύτην φρίκην, ώστε δεν ήδυνήθη είς Όθωμανός νά πυροβολήση, άλλ’ έτρεχον φεύγοντες, και καθ’ όδόν έρριπτον τά όπλα τους τά αργυρά, νά πέση ή προσοχή των Ελλήνων είς τά λάφυρα, νά διασωθούν αυτοί.
Έάν έπρόφθαναν είς τά Τρίκορφα προ ημισείας ώρας τά έκ Λεβιδίου ή και τά έκ Βερβαίνων ερχόμενα στρατεύματα, δεν ήθελεν υπάγει ουδέ είς Τούρκος ζωντανός είς τήν Τριπολιτσάν, άλλ’ ήθελον αφήσει τά κώλα έκεί ένεκα της άπαραδειγατίστου δειλίας των.
Έφονεύθηκαν είς τήν μάχην έκείνην υπέρ τούς 1.700 Τούρκοι (και έτι περισσότεροι έπληγώθηκαν, άλλ’ έξ αυτών μόλις διεσώθη τό εν πέμπτον, οί δ’ άλλοι άπέθαναν ένεκα τής κακοπάθειας) και ούτως ύπέστρεψαν είς τήν Τριπολιτσάν.
Άπό δέ τούς εντός τού Βαλτετσίου έφονεύθηκαν τέσσαρες Μανιάται, πέντε τού Παπατσώνη, τρεις τού Φλέσσα και δύο τών Πετροβαίων, και δεκατέσσαρες έπληγώθηκαν άπ’ όλα τά σώματα.
Άπό τούς εδικούς μας έξω έφονεύθησαν εννέα Καρυτινοί και δώδεκα έπληγώθηκαν τό όλον φονευμένοι και πληγωμένοι 49.
Επήραν δε oι έσωθεν και έξωθεν στρατιώται λάφυρα, τουφέκια, πιστόλας, σπαθιά υπέρ τάς τρεις χιλιάδας και ώπλίσθηκαν καλώς υπέρ τάς τρεις χιλιάδας στρατιώται με αργυρά ‘οπλα και λαμπρά ενδύματα.
Έπήραμεν δεκαοκτώ σημαίας, τέσσαρα κανόνια του κάμπου, τρείς σκηνάς (τζατήρια), άπειρα πολεμοεφόδια και όλας τάς άποσκευάς τού τούρκικου στρατοπέδου.
Αύτάς τάς αδιαφιλονίκητους αληθείας του περιστατικού τούτου, άφού τάς γνωρίζω ό ίδιος ώς αυτόπτης, αυτουργός και ενεργός αυτών, τάς έβεβαιώθην μετά την πτώσιν τής Τριπολιτσάς έτι μάλλον άπό τον Μουσταφάμπεην, Δευτέρ Κιαχαγιάν, Σιακήρμπεην, Τρασιταίους και άπό άλλους επισήμους Τούρκους.
Και αύτη ή ένδοξος νίκη ήτον ή κρίσις τής Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται ή ανεξαρτησία τής πατρίδος, καθότι ενεθάρρυνε και ένεψύχωσε τους Έλληνας• άφού ήρπασαν τόσα όπλα και τόσα λάφυρα άπό τους τυράννους των, έπολεμούσαν έπειτα άτρομήτως.»
.
Πηγή:
Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου