Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων (Πράξ. 6,1-7)
Tοῦ Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου
Ἕνα παράδειγμα. Στὴν τουρκοκρατία τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, χωρὶς καμπάνες, ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔμεναν στὴ λειτουργία μέχρι τέλους, κοινωνοῦσαν, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ τὴ λαμπάδα, σημάδευαν μὲ τὴν καπνιὰ ἀπ᾽ τὸ ἅγιο φῶς τὴ θύρα, καὶ κατόπιν κάθονταν κ᾽ ἔτρωγαν. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχοῦσε παντοῦ· ἐπὶ σαράντα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, τὸ θεωροῦσαν ἁμαρτία νὰ λένε καλημέρα καὶ καλησπέρα. Τώρα ἐμεῖς… Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἐκεῖνοι πίστευαν.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα –ἂς μὴ ἀπελπιζώμαστε– ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ πιστεύουν πραγματικὰ καὶ λένε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὴν καρδιά τους. Κι ὅσο θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ ἄστρα –ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι–, ὅλες οἱ γενεὲς θὰ ὑμνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸ Χριστό. Κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, τὸν δοξάζουν οἱ ἄγγελοι.
Σήμερα τιμοῦμε τὶς μυροφόρες, ποὺ ἄκουσαν πρῶτες τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ τοὺς ἄξιζε νὰ τ᾽ ἀκούσουν· γιατὶ ἐνῷ οἱ ἄντρες σκόρπισαν κ᾽ ἐγκατέλειψαν τὸ Χριστό, αὐτὲς ἀτρόμητες πῆγαν μὲ ἀρώματα στὸν τάφο του.
Ἀλλὰ τώρα δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. Κάτι ἄλλο θέλω νὰ σᾶς πῶ.
Οἱ «Ἑλληνισταί», λέει (Πράξ. 6,1), ἔκαναν παράπονο, καὶ βρῆκαν τὸ δίκαιό τους στοὺς ἀποστόλους, ποὺ σὰν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἔδωσαν τὴ λύσι. Δὲν ἐξετάζω ποιό ἦταν τὸ παράπονο. Θέλω νὰ μείνω μόνο στὸ ὄνομα «Ἑλληνισταί». Τί ἦταν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ «Ἑλληνισταί»;
Πᾶμε στὰ παλιά, στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, τὸν Ἑλλήσποντο, τὸ Βόσπορο, διέσχισε τὴ Μικρὰ Ἀσία, προχώρησε στὴν Ἀνατολή, καὶ ἔφτασε – μέχρι ποῦ; Μιὰ φούχτα ἀνθρώπων κάτω ἀπὸ ἕνα γενναῖο βασιλιᾶ κατώρθωσαν νὰ φτάσουν μέχρι τὶς Ἰνδίες, μέχρι τὸ Γάγγη ποταμό! Καὶ ὅπου περνοῦσαν δὲν ἔκοβαν κεφάλια, δὲν ἐγκληματοῦσαν· ἔσπερναν τὸ σπόρο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἀπὸ τὰ φτωχά της χώματα ἡ μικρὴ αὐτὴ πατρίδα μας –ποὺ ἡ νεώτερη γενεὰ τὴν ξεχνάει, καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ξεχνοῦν τὴν ἱστορία τους– ξάπλωσε παντοῦ.
Μετὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο σὲ ὅλο τὸ γνωστὸ κόσμο δὲν γινόταν κουβέντα παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἔτσι ἐπικράτησε παντοῦ ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Ὅπως τώρα τὰ παιδιά σας μαθαίνουν τὰ ἐγγλέζικα, τὰ γερμανικὰ ἢ δὲν ξέρω ποιές ἄλλες γλῶσσες, ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ διεθνεῖς ἐπικοινωνίες καὶ οἱ ἐμπορικὲς κυρίως συναλλαγές –γιατὶ ζοῦμε σὲ μιὰ γενιὰ μπίζνες (business)–, ἔτσι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ κόσμου μία γλῶσσα ἀκουγόταν καὶ νικοῦσε ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσσες, ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Εἶχε γίνει διεθνής, παγκόσμια γλῶσσα στὸν ἀρχαῖο κόσμο.
Ὅπως σήμερα τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς ξεχνοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ μιλοῦν τὰ ἀγγλικά, ἔτσι τότε καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ εἶχαν σκορπιστῆ στὸν κόσμο, ἄρχισαν νὰ ξεχνοῦν τὰ ἑβραϊκὰ καὶ μιλοῦσαν πλέον μόνο ἑλληνικά. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀκριβῶς ἀναγκάστηκαν νὰ μεταφράσουν καὶ τὴν ἁγία Γραφή τους, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ –ποὺ δὲν τὰ καταλάβαιναν πλέον– στὴν κοινὴ ἑλληνιστικὴ γλῶσσα· αὐτὴ εἶνε ἡ περίφημη μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα (τῶν Ο΄), ποὺ ἔχουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας. Γι᾽ αὐτὸ ἐπίσης, ὅταν ἐσταύρωσαν τὸν Κύριο καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἔβαλαν τὸν τίτλο «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» , αὐτὸ ἦταν γραμμένο «Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, ῾Ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,19-20). Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦμε, ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀπὸ τὶς τόσες γλῶσσες ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, γράφηκε στὰ ἑλληνικά.
«Ἑλληνισταὶ» λοιπὸν λέγονταν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι Ἑβραῖοι ποὺ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ συμπαθοῦσαν τοὺς Ἕλληνες. Καὶ δὲν ἔδωσε μόνο τὴ γλῶσσα της στὸν κόσμο ἡ πατρίδα μας, μιὰ γλῶσσα πλούσια σὲ λεξιλόγιο καὶ εὐέλικτη στὴν ἔκφρασι, στὴν ὁποία γράφτηκαν μνημεῖα τοῦ λόγου (ποιήματα, πεζά, συγγράμματα μεγάλα)· ἔδωσε καὶ τὴν τέχνη της μὲ ἔργα θαυμαστά (π.χ. ὁ Παρθενών). Ἔδωσε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἀνεκτίμητο, τὸ «παρὼν» μέσα στὴν ἱστορία· στοὺς περσικοὺς πολέμους οἱ πρόγονοί μας, μιὰ φούχτα ἄνθρωποι, στάθηκαν στὸ Μαραθῶνα, στὶς Θερμοπύλες, στὴ Σαλαμῖνα καὶ εἶπαν στὸν ἐπιδρομέα «Ἄλτ». Ἂν δὲν ὑπῆρχαν τότε αὐτοὶ ἐκεῖ νὰ κρατήσουν μακριὰ τοὺς ἐπιδρομεῖς, σήμερα ἴσως ἦταν διαφορετικὸς ὁ γεωγραφικὸς χάρτης τοῦ κόσμου. Καὶ ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ πρόγονοί μας ὕψωσαν τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», πάλι τότε ἐπὶ χίλια χρόνια ἡ Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία στάθηκε ὁ φράχτης ποὺ ἀναχαίτισε τὸν βαρβαρισμό.
Καὶ μόνο τὰ παλιὰ χρόνια; Καὶ μέχρι σήμερα, μέχρι καὶ στὴ γενεά μας, δὲν σταμάτησε ἡ προσφορά. Θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι τὸ 1940, ποὺ μία νύχτα, ὅταν σάλπισαν οἱ σάλπιγγες, ἔφυγαν οἱ νέοι γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς κάναμε στρατιωτικοὶ ἱερεῖς καὶ ὑπηρετήσαμε στὰ ψηλὰ βουνά, δὲν θὰ ξεχάσουμε ποτέ τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος πού, νέοι σὰν τὰ κρίνα, ἄφησαν πατεράδες, μανάδες, τὰ πάντα, καὶ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ἄφησαν τὰ πόδια τους, τὰ κορμιὰ καὶ τὴ ζωή τους, καὶ ἔγιναν λίπασμα γιὰ νὰ βλαστήσῃ τὸ ἄνθος τῆς ἐλευθερίας, ποὺ περίμεναν ὅλοι οἱ λαοί.
Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἀπὸ τόσες ὑπηρεσίες καὶ εὐεργεσίες ποὺ προσέφερε ἡ πατρίδα μας, τί περίμενε στὸν κόσμο αὐτόν; Δὲν περίμενε οὔτε τὰ ῥούβλια τους, οὔτε τὰ δολλάριά τους, οὔτε τὰ μάρκα τους. Ἀπὸ τοὺς μεγάλους συμμάχους, ποὺ ἔψελναν τὸν ὕμνο καὶ τὸ ἐγκώμιό της, περίμενε λίγη δικαιοσύνη. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα δράμι δικαιοσύνης, θά ᾽πρεπε ὅλοι αὐτοὶ ν᾽ ἀνεβοῦν ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, στὸ Τεπελένι καὶ στὴν Τρεμπεσίνα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσουν· γιατὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ ἀντίστασι, δὲν ξέρω πῶς θὰ ἦταν σήμερα ὁ κόσμος. Θά ᾽πρεπε νὰ στήσουν ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Θά ᾽πρεπε ἀκόμη νὰ ὑψώσουν τὴν γαλανόλευκη καὶ σ᾽ ἐκεῖνο στὸ γαλάζιο νησί, ποὺ εἶνε πέρα ὣς πέρα ἑλληνικό, τὴν Κύπρο, καὶ νὰ ποῦν· Ἑλλάδα, σὲ βραβεύουμε γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες σου. Τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά! Μπίζνες, λίρες, πετρέλαια, κάρβουνα, ἐλεεινὰ συμφέροντα, αὐτὰ βασιλεύουν σήμερα στὸν κόσμο.
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀπελπιστοῦμε, παρὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑφιστάμεθα. Ἔχουμε βέβαια παράπονο. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ «Ἑλληνισταὶ» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν παράπονο γιατὶ ἀδικοῦνταν· κ᾽ ἐκεῖνοι μὲν πῆγαν στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ῥύθμισαν τὸ ζήτημά τους ἀμέσως καὶ τὸ δίκιο ἐπικράτησε. Διότι ἅμα ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσις, τὰ ζητήματα λύνονται μέσα σὲ μιὰ ὥρα· ἅμα ὅμως δὲν ὑπάρχῃ, τὰ ζητήματα περιπλέκονται. Αὐτὸ συνέβη κ᾽ ἐδῶ σ᾽ ἐμᾶς. Τὰ ζητήματά μας τὰ κάνανε κουβάρι, τὰ μπλέξανε, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεμπλέξῃ κανείς.
Τώρα λοιπὸν ἐμεῖς σὲ ποιόν ν᾽ ἀπευθυνθοῦμε, ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὰ βουνά, στὰ λαγκάδια, στὰ πελάγη; σὲ ἀνθρώπους, σὲ διεθνεῖς ὀργανισμούς, στοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυρούς, στοὺς συμμάχους μας, αὐτοὺς ποὺ μᾶς πρόδωσαν καὶ μᾶς ἐγκατέλειψαν; Αὐτοὶ στὸ βάθος μισοῦν τὴν πατρίδα μας. Ἂν ζῇ ἀκόμα ὁ τόπος αὐτός, εἶνε ὄχι γιατὶ τὸ ἤθελαν αὐτοί· ζῇ γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός· τὸ θέλει Ἐκεῖνος, γι᾽ αὐτὸ ζοῦμε ἀκόμα· καὶ μὲ τὴ δύναμι Ἐκείνου θὰ ζήσῃ ὁ τόπος αὐτὸς εἰς πεῖσμα μυρίων δαιμόνων.
Ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὸν ΟΗΕ; στὸ ΝΑΤΟ; Ὄχι. Θὰ τὸ ποῦμε στὸ Θεό, στὸ μεγάλο Θεό μας. Τὸ δίκιο δὲν θάβεται. Ὅσο κι ἂν τὸ θάψουν, σὲ χίλια, σὲ δυὸ χιλιάδες μέτρα, θὰ βγῇ ἐπάνω. Τὸ δίκιο θὰ νικήσῃ, ἡ ἀλήθεια θὰ νικήσῃ, ἡ ἐλευθερία θὰ νικήσῃ, ἡ Ἑλλὰς θὰ νικήσῃ. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» θ᾽ ἀκουστῇ πάλι στὰ βουνά, στὰ λαγκάδια καὶ στὰ πελάγη μας· καὶ τότε δόξα τῷ Χριστῷ, δόξα τῷ ἀναστάντι Χριστῷ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Tοῦ Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου
Ἑλληνισται
«Ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους» (Πράξ. 6,1)
Τὰ παλιά, ἀγαπητοί μου, χρόνια, τὰ εὐλογημένα χρόνια, δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ σχολεῖα, δὲν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι τόσα γράμματα ὅσα ξέρουν σήμερα. Εἶχαν ὅμως κάτι ἄλλο ἀνώτερο, ποὺ δὲν τό ᾽χουμε ἐμεῖς σήμερα, κι αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις. Πίστευαν πραγματικὰ στὸ Θεό, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκαναν θαυμαστὰ πράγματα.Ἕνα παράδειγμα. Στὴν τουρκοκρατία τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, χωρὶς καμπάνες, ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔμεναν στὴ λειτουργία μέχρι τέλους, κοινωνοῦσαν, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ τὴ λαμπάδα, σημάδευαν μὲ τὴν καπνιὰ ἀπ᾽ τὸ ἅγιο φῶς τὴ θύρα, καὶ κατόπιν κάθονταν κ᾽ ἔτρωγαν. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχοῦσε παντοῦ· ἐπὶ σαράντα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, τὸ θεωροῦσαν ἁμαρτία νὰ λένε καλημέρα καὶ καλησπέρα. Τώρα ἐμεῖς… Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἐκεῖνοι πίστευαν.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα –ἂς μὴ ἀπελπιζώμαστε– ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ πιστεύουν πραγματικὰ καὶ λένε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὴν καρδιά τους. Κι ὅσο θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ ἄστρα –ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι–, ὅλες οἱ γενεὲς θὰ ὑμνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸ Χριστό. Κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, τὸν δοξάζουν οἱ ἄγγελοι.
Σήμερα τιμοῦμε τὶς μυροφόρες, ποὺ ἄκουσαν πρῶτες τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ τοὺς ἄξιζε νὰ τ᾽ ἀκούσουν· γιατὶ ἐνῷ οἱ ἄντρες σκόρπισαν κ᾽ ἐγκατέλειψαν τὸ Χριστό, αὐτὲς ἀτρόμητες πῆγαν μὲ ἀρώματα στὸν τάφο του.
Ἀλλὰ τώρα δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. Κάτι ἄλλο θέλω νὰ σᾶς πῶ.
* * *
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούγεται κάποιο παράπονο· τὸ ἔπιασε τὸ αὐτί σας; Στὸ εὐαγγέλιο ἀκούγεται ὁ θρίαμβος, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀλλὰ στὸν ἀπόστολο ἀκούγεται παράπονο. Ποιό παράπονο; Θὰ σταθῶ μόνο σὲ μιὰ λέξι, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ ἀποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὴν πατρίδα μας.Οἱ «Ἑλληνισταί», λέει (Πράξ. 6,1), ἔκαναν παράπονο, καὶ βρῆκαν τὸ δίκαιό τους στοὺς ἀποστόλους, ποὺ σὰν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἔδωσαν τὴ λύσι. Δὲν ἐξετάζω ποιό ἦταν τὸ παράπονο. Θέλω νὰ μείνω μόνο στὸ ὄνομα «Ἑλληνισταί». Τί ἦταν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ «Ἑλληνισταί»;
Πᾶμε στὰ παλιά, στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, τὸν Ἑλλήσποντο, τὸ Βόσπορο, διέσχισε τὴ Μικρὰ Ἀσία, προχώρησε στὴν Ἀνατολή, καὶ ἔφτασε – μέχρι ποῦ; Μιὰ φούχτα ἀνθρώπων κάτω ἀπὸ ἕνα γενναῖο βασιλιᾶ κατώρθωσαν νὰ φτάσουν μέχρι τὶς Ἰνδίες, μέχρι τὸ Γάγγη ποταμό! Καὶ ὅπου περνοῦσαν δὲν ἔκοβαν κεφάλια, δὲν ἐγκληματοῦσαν· ἔσπερναν τὸ σπόρο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἀπὸ τὰ φτωχά της χώματα ἡ μικρὴ αὐτὴ πατρίδα μας –ποὺ ἡ νεώτερη γενεὰ τὴν ξεχνάει, καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ξεχνοῦν τὴν ἱστορία τους– ξάπλωσε παντοῦ.
Μετὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο σὲ ὅλο τὸ γνωστὸ κόσμο δὲν γινόταν κουβέντα παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἔτσι ἐπικράτησε παντοῦ ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Ὅπως τώρα τὰ παιδιά σας μαθαίνουν τὰ ἐγγλέζικα, τὰ γερμανικὰ ἢ δὲν ξέρω ποιές ἄλλες γλῶσσες, ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ διεθνεῖς ἐπικοινωνίες καὶ οἱ ἐμπορικὲς κυρίως συναλλαγές –γιατὶ ζοῦμε σὲ μιὰ γενιὰ μπίζνες (business)–, ἔτσι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ κόσμου μία γλῶσσα ἀκουγόταν καὶ νικοῦσε ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσσες, ἡ γλῶσσα ἡ ἑλληνική. Εἶχε γίνει διεθνής, παγκόσμια γλῶσσα στὸν ἀρχαῖο κόσμο.
Ὅπως σήμερα τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς ξεχνοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ μιλοῦν τὰ ἀγγλικά, ἔτσι τότε καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ εἶχαν σκορπιστῆ στὸν κόσμο, ἄρχισαν νὰ ξεχνοῦν τὰ ἑβραϊκὰ καὶ μιλοῦσαν πλέον μόνο ἑλληνικά. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀκριβῶς ἀναγκάστηκαν νὰ μεταφράσουν καὶ τὴν ἁγία Γραφή τους, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ –ποὺ δὲν τὰ καταλάβαιναν πλέον– στὴν κοινὴ ἑλληνιστικὴ γλῶσσα· αὐτὴ εἶνε ἡ περίφημη μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα (τῶν Ο΄), ποὺ ἔχουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας. Γι᾽ αὐτὸ ἐπίσης, ὅταν ἐσταύρωσαν τὸν Κύριο καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἔβαλαν τὸν τίτλο «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» , αὐτὸ ἦταν γραμμένο «Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, ῾Ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,19-20). Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦμε, ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀπὸ τὶς τόσες γλῶσσες ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, γράφηκε στὰ ἑλληνικά.
«Ἑλληνισταὶ» λοιπὸν λέγονταν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι Ἑβραῖοι ποὺ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ συμπαθοῦσαν τοὺς Ἕλληνες. Καὶ δὲν ἔδωσε μόνο τὴ γλῶσσα της στὸν κόσμο ἡ πατρίδα μας, μιὰ γλῶσσα πλούσια σὲ λεξιλόγιο καὶ εὐέλικτη στὴν ἔκφρασι, στὴν ὁποία γράφτηκαν μνημεῖα τοῦ λόγου (ποιήματα, πεζά, συγγράμματα μεγάλα)· ἔδωσε καὶ τὴν τέχνη της μὲ ἔργα θαυμαστά (π.χ. ὁ Παρθενών). Ἔδωσε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἀνεκτίμητο, τὸ «παρὼν» μέσα στὴν ἱστορία· στοὺς περσικοὺς πολέμους οἱ πρόγονοί μας, μιὰ φούχτα ἄνθρωποι, στάθηκαν στὸ Μαραθῶνα, στὶς Θερμοπύλες, στὴ Σαλαμῖνα καὶ εἶπαν στὸν ἐπιδρομέα «Ἄλτ». Ἂν δὲν ὑπῆρχαν τότε αὐτοὶ ἐκεῖ νὰ κρατήσουν μακριὰ τοὺς ἐπιδρομεῖς, σήμερα ἴσως ἦταν διαφορετικὸς ὁ γεωγραφικὸς χάρτης τοῦ κόσμου. Καὶ ὅταν οἱ Βυζαντινοὶ πρόγονοί μας ὕψωσαν τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», πάλι τότε ἐπὶ χίλια χρόνια ἡ Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία στάθηκε ὁ φράχτης ποὺ ἀναχαίτισε τὸν βαρβαρισμό.
Καὶ μόνο τὰ παλιὰ χρόνια; Καὶ μέχρι σήμερα, μέχρι καὶ στὴ γενεά μας, δὲν σταμάτησε ἡ προσφορά. Θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι τὸ 1940, ποὺ μία νύχτα, ὅταν σάλπισαν οἱ σάλπιγγες, ἔφυγαν οἱ νέοι γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς κάναμε στρατιωτικοὶ ἱερεῖς καὶ ὑπηρετήσαμε στὰ ψηλὰ βουνά, δὲν θὰ ξεχάσουμε ποτέ τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος πού, νέοι σὰν τὰ κρίνα, ἄφησαν πατεράδες, μανάδες, τὰ πάντα, καὶ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ἄφησαν τὰ πόδια τους, τὰ κορμιὰ καὶ τὴ ζωή τους, καὶ ἔγιναν λίπασμα γιὰ νὰ βλαστήσῃ τὸ ἄνθος τῆς ἐλευθερίας, ποὺ περίμεναν ὅλοι οἱ λαοί.
Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἀπὸ τόσες ὑπηρεσίες καὶ εὐεργεσίες ποὺ προσέφερε ἡ πατρίδα μας, τί περίμενε στὸν κόσμο αὐτόν; Δὲν περίμενε οὔτε τὰ ῥούβλια τους, οὔτε τὰ δολλάριά τους, οὔτε τὰ μάρκα τους. Ἀπὸ τοὺς μεγάλους συμμάχους, ποὺ ἔψελναν τὸν ὕμνο καὶ τὸ ἐγκώμιό της, περίμενε λίγη δικαιοσύνη. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα δράμι δικαιοσύνης, θά ᾽πρεπε ὅλοι αὐτοὶ ν᾽ ἀνεβοῦν ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, στὸ Τεπελένι καὶ στὴν Τρεμπεσίνα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσουν· γιατὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ ἀντίστασι, δὲν ξέρω πῶς θὰ ἦταν σήμερα ὁ κόσμος. Θά ᾽πρεπε νὰ στήσουν ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Θά ᾽πρεπε ἀκόμη νὰ ὑψώσουν τὴν γαλανόλευκη καὶ σ᾽ ἐκεῖνο στὸ γαλάζιο νησί, ποὺ εἶνε πέρα ὣς πέρα ἑλληνικό, τὴν Κύπρο, καὶ νὰ ποῦν· Ἑλλάδα, σὲ βραβεύουμε γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες σου. Τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά! Μπίζνες, λίρες, πετρέλαια, κάρβουνα, ἐλεεινὰ συμφέροντα, αὐτὰ βασιλεύουν σήμερα στὸν κόσμο.
* * *
Πρέπει, ἀδέρφια μου, νὰ ὁμολογήσουμε κάτι. Κάναμε οἱ Ἕλληνες μιὰ ἁμαρτία· δώσαμε μεγάλη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀξία στοὺς συμμάχους μας, κι αὐτοὶ ἀποδείχθηκαν προδότες. Ἦταν μεγάλη ἁμαρτία, καὶ τώρα τὴν πληρώνουμε.Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀπελπιστοῦμε, παρὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑφιστάμεθα. Ἔχουμε βέβαια παράπονο. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ «Ἑλληνισταὶ» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν παράπονο γιατὶ ἀδικοῦνταν· κ᾽ ἐκεῖνοι μὲν πῆγαν στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ῥύθμισαν τὸ ζήτημά τους ἀμέσως καὶ τὸ δίκιο ἐπικράτησε. Διότι ἅμα ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσις, τὰ ζητήματα λύνονται μέσα σὲ μιὰ ὥρα· ἅμα ὅμως δὲν ὑπάρχῃ, τὰ ζητήματα περιπλέκονται. Αὐτὸ συνέβη κ᾽ ἐδῶ σ᾽ ἐμᾶς. Τὰ ζητήματά μας τὰ κάνανε κουβάρι, τὰ μπλέξανε, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεμπλέξῃ κανείς.
Τώρα λοιπὸν ἐμεῖς σὲ ποιόν ν᾽ ἀπευθυνθοῦμε, ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὰ βουνά, στὰ λαγκάδια, στὰ πελάγη; σὲ ἀνθρώπους, σὲ διεθνεῖς ὀργανισμούς, στοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυρούς, στοὺς συμμάχους μας, αὐτοὺς ποὺ μᾶς πρόδωσαν καὶ μᾶς ἐγκατέλειψαν; Αὐτοὶ στὸ βάθος μισοῦν τὴν πατρίδα μας. Ἂν ζῇ ἀκόμα ὁ τόπος αὐτός, εἶνε ὄχι γιατὶ τὸ ἤθελαν αὐτοί· ζῇ γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός· τὸ θέλει Ἐκεῖνος, γι᾽ αὐτὸ ζοῦμε ἀκόμα· καὶ μὲ τὴ δύναμι Ἐκείνου θὰ ζήσῃ ὁ τόπος αὐτὸς εἰς πεῖσμα μυρίων δαιμόνων.
Ποῦ νὰ ποῦμε τὸ παράπονό μας; στὸν ΟΗΕ; στὸ ΝΑΤΟ; Ὄχι. Θὰ τὸ ποῦμε στὸ Θεό, στὸ μεγάλο Θεό μας. Τὸ δίκιο δὲν θάβεται. Ὅσο κι ἂν τὸ θάψουν, σὲ χίλια, σὲ δυὸ χιλιάδες μέτρα, θὰ βγῇ ἐπάνω. Τὸ δίκιο θὰ νικήσῃ, ἡ ἀλήθεια θὰ νικήσῃ, ἡ ἐλευθερία θὰ νικήσῃ, ἡ Ἑλλὰς θὰ νικήσῃ. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» θ᾽ ἀκουστῇ πάλι στὰ βουνά, στὰ λαγκάδια καὶ στὰ πελάγη μας· καὶ τότε δόξα τῷ Χριστῷ, δόξα τῷ ἀναστάντι Χριστῷ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ἡρακλείου – Ἀττικῆς τὴν 17-5-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-3-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 98β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ἡρακλείου – Ἀττικῆς τὴν 17-5-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-3-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 98β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου