Ἡ Ψηλάφισις τοῦ Θωμᾶ
Τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
Θυμάστε πολύ καλά τήν ἀναστάσιμη περικοπή. Τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του, τήν πρώτη μέρα αὐτή τοῦ Σαββάτου, πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, «ἦλθεν ὁ Χριστός καί ἔστη», λέει τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἐν μέσῳ αὐτῶν· καί «οἱ μαθηταί ἐχάρησαν ἰδόντες τόν Κύριον» καί Ἐκεῖνος ἔδειξε τάς χεῖρας καί τούς πόδας Αὐτοῦ καί εἶπε: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
«Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, οὐκ ἦν μετ᾽ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Κύριος», λέει τό κείμενο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, λοιπόν, δέν ἦταν [ὁ Θωμᾶς]. Ξέρετε πολύ καλά τήν ἱστορία· εἶπαν οἱ μαθητές ὅτι: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» καί ἐκεῖνος εἶπε: ὅτι ἄν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τόν τύπον τῶν ἥλων στήν χεῖρα του καί εἰς τήν πλευρά αὐτοῦ «οὐ μή πιστεύσω». Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί λειτουργεῖ τό θέμα ἀντίστροφα στό θέμα τῆς πίστεως τοῦ Θωμᾶ.
Πρῶτο γεγονός πού πρέπει νά δοῦμε, εἶναι τό ἐρώτημα τό ὁποῖο προκύπτει, τοῦ γιατί δέν πιστεύει ὁ Θωμᾶς. Κατά τά μέτρα τῆς πατερικῆς προσεγγίσεως εἶναι πάρα πολύ φυσικό νά μήν
πιστεύει, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά πιστέψεις ὅτι ἕνας νεκρός ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι δηλαδή κάτι «τακτικό» πού νά τό πιστέψεις. Ὁ Θωμᾶς, ἄν μπορούσαμε νά ποῦμε τή λέξη, «κρίνεται» -ἄν μπορούσαμε νά τήν ποῦμε τή λέξη «κρίνεται»- ὄχι γιατί δέν πίστεψε στό Χριστό· αὐτό εἶναι κατανοητό. Θά ἦταν πολύ καλό νά πιστέψει κατευθείαν, ἀλλά ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο «κρίνεται» εἶναι τό ὅτι δέν πίστεψε στήν Ἐκκλησία. Ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Οἱ ὑπόλοιποι μαθητές. Ὑπάρχουν μαθητές πού εἶπαν: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον».
Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς δέν ἀπαιτοῦμε κάποιος νά ἔχει ἄμεση ἐμπειρία γιά νά πιστέψει, ἀλλά νά πιστέψει τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τί εἶναι αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας; Τό σῶμα μας. Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα καί ζοῦμε στό σῶμα, δέν εἴμαστε αὐτοτελή κύτταρα καί μονάδες. Ἀνήκουμε σέ αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει αὐτή ἡ ἐκκλησιολογική ἐμπειρία ὅτι, ὅ,τι ἔχεις ἐσύ, Ἐκκλησία, ἀπό παλιά μέχρι σήμερα, εἶναι ἐμπειρία ὅλων μας κι ἔτσι, ὅποιος θέλει νά ζήσει τήν ἐμπειρία καί αὐτός, εἶναι ἐγωιστική ἀπαίτηση. Ἀφοῦ τό ζεῖ τό σῶμα του; Δέν σᾶς τό ἔχω πεῖ ἄλλη φορά; Εἶναι ἀρκετό τό δάκτυλό μου ὅταν ἀκουμπάει πάνω σ᾽ ἕνα ἀντικείμενο γιά νά καταλάβει τή θερμότητα ἤ τήν ψυχρότητα τοῦ μετάλλου. Δέν χρειάζεται ὅλα τά δισεκατομμύρια κύτταρα τοῦ σώματός μου νά καταλάβουν αὐτή τήν ἔκφραση. Αὐτό εἶναι τό πιό συγκλονιστικό γεγονός, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας· γι᾽ αὐτό ἐμεῖς δέν ἀπαιτοῦμε νά δοῦμε ἤ νά ζήσουμε αὐτά πού ἔζησε ἡ Ἐκκλησία, κατά τά μέτρα τῶν θαυμάτων, πού εἶδαν τό Χριστό ἤ δέν Τόν εἶδαν... ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶναι μές στήν Ἐκκλησία, ἐφόσον πιστεύουν τό Χριστό.
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό κέντρο τῆς λεγομένης, θά τό πῶ καί πάλι μέσα σέ εἰσαγωγικά, «ἀπιστίας» τοῦ Θωμᾶ καί λέω μέσα σέ εἰσαγωγικά παρόλο πού εἶναι, ἄς τό ποῦμε, «κατακριτέα» καί πάλι μέσα σέ εἰσαγωγικά, ἡ στάση αὐτή, νά μήν πιστεύει στήν Ἐκκλησία, καί τούς ἄλλους μαθητές καί στέκομαι μέ αὐτό τόν τρόπο στή λέξη «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, γιατί τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μᾶς παρουσιάζουν τό Θωμᾶ μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, τελείως ἄλλο τρόπο. Μᾶς μιλᾶνε γιά τήν «καλή ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ. Μπορεῖ νά γίνει «καλή ἀπιστία»; Ἔτσι λένε· καί μάλιστα μιλᾶνε καί λένε πώς αὐτή ἡ «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ ἦταν εὐεργετική γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Γι᾽ αὐτό μέ βλέπετε νά γίνομαι ἐφεκτικός ὅσον ἀφορᾶ τήν κριτική ἀκόμη καί τῆς λέξεως «ἀπιστία». Βέβαια, στέκομαι στό θέμα τῆς κριτικῆς τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀπιστίας, ἀλλά δεδομένων τῶν τροπαρίων αὐτῶν καί τῆς «καλῆς ἀπιστίας» τοῦ Θωμᾶ καί δεδομένης τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἦταν πολύ καλή ἡ «ἀπιστία» του, εὐεργετική γιά τό ἀνθρώπινο γένος, πρέπει νά σταθῶ καί νά δῶ γιατί αὐτή ἡ «ἀπιστία» ἦταν πολύ καλή.
«Ὤ τῆς καλῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ», πρῶτα-πρῶτα σημαίνει ὅτι ἔχει κάτι καλό αὐτή ἡ «ἀπιστία» μέσα. Ἔχει μιά τόλμη, τόλμη τό λένε, τολμᾶ νά ἀγγίξει τό Χριστό. Ὁ Χριστός δέν τό ἀρνεῖται. Ὁ Χριστός ποτέ δέν ἀρνήθηκε σέ κάποιον νά ψάξει τό πράγμα, ὅσο μπορεῖ νά πάει τό μυαλό του.
Γι᾽ αὐτό, παρενθετικά τό λέω, ἐμεῖς δέν λειτουργοῦμε κατά τά μέτρα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἐκφράσεως: «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἀρχαιοελληνικό, δέν τό ἔχουμε ἐμεῖς. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό χριστιανικό μέγεθος. Ὁ Χριστιανός ἔχει νοῦ καί μπορεῖ κατά τά μέτρα τῆς διανοητικῆς του λειτουργίας καί τοῦ νοῦ του νά ψάξει τά πράγματα - ὅσο μπορεῖ νά ψάξει φυσικά, γιατί τό μυαλό του δέν μπορεῖ νά πάει παραπάνω καί νά ἐρευνήσει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Ἄρα, λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ] λειτουργεῖ καί τό ἀνθρώπινο μυαλό καί δέν εἶναι κακό νά λειτουργήσει τό ἀνθρώπινο μυαλό. Θά ἦταν πολύ καλό, σίγουρα, νά κάνει μιά ὑπέρβαση καί νά λειτουργήσει ὅπως οἱ: «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες», ἀλλά δέν καταργεῖται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι πάρα πολύ καίριο· γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας θεραπεύει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί γι᾽ αὐτή τήν αἰτία, γιά νά μπορεῖ τό πράγμα νά τό καταλάβει ἔστω κατά τά μέτρα τῆς λογικῆς καί λογικά, γι᾽ αὐτό μιλᾶμε καί γιά λογική λατρεία μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ, λοιπόν, αὐτό εἶναι κάτι εὐεργετικό: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μπορεῖ νά ψάξει καί ὁ Χριστός λέει, ἐντάξει. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, εἶναι καί εὐεργετικό γιά τόν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι καλή εὐεργεσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τό Χριστό καί ἡ προοπτική μας εἶναι νά ἀγγίξουμε τό Χριστό.
Βέβαια, στό κείμενο πού ἔχουμε δέν ξέρουμε ἄν πραγματικά ἀκούμπησε ἤ ὄχι τόν Χριστό - οὔτε ἀπεικονίζεται στήν εἰκόνα. Ὁ Χριστός λέει, ἐντάξει, ψηλάφησον. Δέν ξέρουμε ἄν ἀκούμπησε, ἄν πῆγε μέχρι ἐκεῖ. Ἀκόμη καί στήν εἰκόνα δέν φαίνεται νά ἀκουμπάει. Εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἀκουμπάει, δέν ἀκουμπάει... δέν τό ξέρουμε, δέν ἔχει σημασία δηλαδή. [Σημασία ἔχει] τό ὅτι πιστεύει πιά, ἔστω μέ αὐτό τόν τρόπο, μέ τή λογική αὐτή διεργασία, κατά τά μέτρα τῆς λογικῆς διεργασίας, δέν πάει παρακάτω, ἐκεῖ φτάνει καί ὁ Χριστός ἀνοίγεται, δέν φοβᾶται νά Τόν ἀκουμπήσει κάποιος, ἀλλά ταυτόχρονα καί αὐτός τολμάει νά Τόν ἀκουμπήσει. Ἄσχετα ἄν γίνεται ἤ δέν γίνεται σέ τελική ἀνάλυση τό γεγονός αὐτῆς τῆς ἁφῆς· πιά δέν μᾶς νοιάζει. Εἶναι τό ἄνοιγμα τῶν δύο - ἡ τόλμη τοῦ ἑνός καί τό ἄνοιγμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως τοῦ Θωμᾶ εἶναι ὁ Χριστός στή μέση, ὅπως λέει τό κείμενο: «καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ὅπως πάντοτε βέβαια, τό ξέρετε πολύ καλά, τά γεγονότα, παρόλο πού συντελοῦνται μέσα σέ ἕνα χῶρο, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», κάπου ἦταν μαζεμένοι, καί σέ αὐτήν τήν εἰκόνα ὅπως γίνεται πάντοτε στήν ἁγιογραφία, τά γεγονότα λειτουργοῦνται σέ ἀνοιχτό χῶρο. Ἄν παρατηρήσει κάποιος τήν εἰκόνα θά δεῖ, πώς εἶναι ἀνοιχτός ὁ χῶρος, εἶναι ἔξω ὁ Χριστός, ἀλλά «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων».
Σέ ἄλλα γεγονότα μπορεῖ νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη σημασία. [Γιά παράδειγμα] στήν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ἐνῶ εἶναι τό ὑπερῶον, παρουσιάζει τούς μαθητές νά βρίσκονται σέ ἕναν ἐξωτερικό χῶρο. Δέν ἔχει τόσο μεγάλη σημασία, ἕνα ὑπερῶον εἶναι τό πολύ-πολύ. Στήν εἰκόνα πού ἐξετάζουμε, ὅμως, ἔχει καίρια σημασία. Τό κείμενο λέει: «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι». Στέκεται δηλαδή στή κατάσταση τῆς πόρτας. Πῶς ὁ ἁγιογράφος, παρόλο πού ἔχει τή γενική θεωρητική τοποθέτηση ὅτι, τά γεγονότα πού τελετουργοῦνται στό χῶρο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἁγιογραφοῦνται σέ ἀνοιχτούς χώρους, πῶς τολμᾶ νά κάνει ἐπάνω σέ αὐτή τήν εἰκόνα ἕνα ἅλμα, ἕνα ξεπέρασμα καί μιά ὑπέρβαση, καί νά δείξει τήν πόρτα κλειστή καί νά εἶναι ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω; Τί νόημα ἔχει πιά αὐτή ἡ κλειστή πόρτα; Θά ἔλεγα δέν ἔχει κανένα νόημα καί αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ πρόταση: Ὅτι καμιά κλειστή πόρτα δέν ἔχει πιά νόημα γιά τήν Ἐκκλησία, ὅτι τίποτε δέν συγκρατεῖ τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή καί νά Τή σφαλίζουν τήν Ἐκκλησία μέσα, νά Τήν κλείνουν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, εἶναι ἐξερχομένη καί κανείς δέν μπορεῖ νά Τή φυλακίσει.
Βλέπετε πόσες διηγήσεις ἔχουμε μετά, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου καί μέσα στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τούς φυλακίζουν καί οἱ πόρτες ἀνοιγοκλείνουν, βγαίνουν ἔξω, κάνουν κήρυγμα, ξαναμπαίνουν μέσα. Δέν φοβοῦνται τίς κλειστές τίς πόρτες. Γελοιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία τίς κλειστές τίς πόρτες. Ἄρα καμιά φυλακή δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει κάποιο περιοριστικό μέτρο γιά τή ζωή καί τήν ἐλευθερία τῆς σκέψεως τοῦ Χριστιανοῦ· καί ἔτσι γελοιοποιοῦνται οἱ κλειστές οἱ πόρτες καί οἱ κλειστές οἱ πόρτες εἶναι τά μέτρα, τά ὁποῖα παίρνουν οἱ δυνατοί τῆς γῆς γιά νά σφραγίσουν τά στόματα, νά σφαλίσουν τίς φωνές, νά κάνουν φίμωση νοός καί σκέψεως κι αὐτό ἡ Ἐκκλησία τό γελοιοποιεῖ.
Ἄρα ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί εἴμαστε ἐλεύθεροι, αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία, ὅτι καμιά πόρτα, καμιά φίμωση δέν μπορεῖ νά μᾶς τρομοκρατήσει, γιατί εἴμαστε ἔξω ἀπό αὐτά τά πράγματα καί δέν μᾶς συγκρατεῖ τίποτε. Ἄρα δέν πουλᾶμε ποτέ τίς συνειδήσεις μας· καί ὅ,τι χειρότερο εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας νά πουλᾶνε τίς συνειδήσεις τους γιά κοσμικές σκοπιμότητες.
Λοιπόν, ἡ κλειστή πόρτα στήν εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως τοῦ Θωμᾶ εἶναι καταπληκτική, πραγματικά καί ἐκφράζει τό ἐλεύθερο τοῦ Χριστιανοῦ καί τό ξεπέρασμα τῶν κλειστῶν καί συμβατικῶν συστημάτων πού ἔχει ὁ κόσμος, ἀκόμη καί τά μέτρα τά ὁποῖα ἔχει ὁ κόσμος, γιά παράδειγμα, φυλάκιση, τιμωρία, ποινή, δικαστήριο. Ὁ Χριστιανός αὐτά τά γελοιοποιεῖ. Ὅπου καί νά πῆγαν οἱ Χριστιανοί, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογητές, παρόλο πού πέρασαν μέσα ἀπό μιά τέτοια νομική, δικανική διαδικασία περιορισμοῦ τῶν ἐλευθεριῶν τῆς φωνῆς καί τῆς κινήσεώς τους, αὐτά τά γελοιοποίησαν. Ἦταν καί φωνές, ἦταν καί ἅγιοι, ἦταν τά πάντα καί οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές καί ἄς μήν ἦταν ἀνοιχτές. Αὐτά εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα τά ζεῖ καθημερινά ἡ Ἐκκλησία. Ἕνα πράγμα πού φοβόμαστε εἶναι ἡ δική μας ἀδυναμία νά ἀντέξουμε τήν ἐξωτερική ἔκφραση τοῦ κλειδώματος καί ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό τό λόγο νά συσχηματιστοῦμε. Αὐτή ἡ κλειστή πόρτα, λοιπόν εἶναι πάρα πολύ καίρια ὅταν ἁγιογραφοῦμε τήν εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως τοῦ Θωμᾶ.
Οἱ μαθητές τώρα εἶναι κατεταγμένοι σέ δύο μέτρα, ἔνθεν καί ἔνθεν ἐπάνω στήν εἰκόνα. Αὐτό τό στοιχεῖο ὑπάρχει καί σέ ἄλλες εἰκόνες πού εἶναι ἔνθεν καί ἔνθεν κατεταγμένοι καί βέβαια τό πολύ ὄμορφο στοιχεῖο εἶναι: Οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι στέκονται ἀπό τή μία πλευρά, ἔχουν τά πόδια κλειστά καί οἱ μαθητές ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τά ἔχουν ἀνοιχτά. Εἶναι αὐτή ἡ κίνηση στήν Ἐκκλησία καί ἡ ἄσκηση· ἡ ἄσκηση καί ταυτόχρονα ἡ κίνηση. Ἡ ἀσκητική στάση προσευχῆς καί ἡ κίνηση ἡ ἱεραποστολική· καί τά δύο οἱ μαθητές τά λειτουργοῦν. Ἐπίσης ὑπάρχουν οἱ πολυποίκιλοι μαθητές γύρω ἀπό τό Χριστό.
Ὁ Χριστός φοράει τά δύο ἐνδύματα, ὅπως πάντα, πού συμβολίζουν τό: «ἐν δύο φύσεσιν» πού εἶναι ὁ Χριστός. Μέ τό ἕνα χέρι εὐλογεῖ καί ταυτόχρονα ἔχει τό ἄλλο τό χέρι ἀνοιχτό καί πάλι σέ μιά στάση ἀποδοχῆς. Προσέξτε, τό ἕνα χέρι ἔχει ἐπάνω τόν τύπον τῶν ἥλων, ἀλλά τό ἄλλο χέρι εἶναι ἀνοιχτό σέ στάση ἀποδοχῆς ἀκόμη καί τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ· ἀφοῦ ἔτσι τό θέλει ὁ Θωμᾶς, ἔτσι ἄς λειτουργήσει τό γεγονός. Ὁ Χριστός φέρει τόν τύπον τῶν ἥλων. Ὅταν θά Τόν ἁγιογραφοῦμε θά κάνουμε τόν τύπον τῶν ἥλων καί θά μποῦν κανονικά οἱ τύποι τῶν ἥλων καί στά πόδια, γιατί ἀκριβῶς ἔτσι ὁ Χριστός δηλώνει πού εἶναι μέ τό πραγματικό τό σῶμα Του. Δέν εἶναι ἕνα σῶμα-φάντασμα δηλαδή, παρόλο πού εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, δέν ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά μπεῖ μέσα, πού σημαίνει φάντασμα δέν εἶναι. Ὑπαρκτός εἶναι. Τούς λέει «ἀκουμπῆστε με, δεῖτε με, πιάστε με, ψηλαφῆστε με». Εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως, λέμε. Ἄρα δέν εἶναι φάντασμα, εἶναι ὑπαρκτό τό σῶμα.
Ἄρα τό σῶμα πραγματικά ἀναστήθηκε. Φέρει πάνω τόν τύπον τῶν ἥλων, εἶναι σῶμα τό ὁποῖο ἔχει ἀκόμη καί τά στίγματα τῶν ἥλων· ἀλλά παρόλα αὐτά διέρχεται διά τῶν πυλῶν, διά τῶν θυρῶν τῶν κεκλεισμένων, χωρίς νά λειτουργήσει ἡ σωματική περιοριστική δύναμη, πού μᾶς περιορίζει νά μποῦμε ὅταν μιά πόρτα εἶναι κλεισμένη. Πού σημαίνει πιά, αὐτό τό σῶμα τώρα εἶναι τό σῶμα τό ἀναστημένο τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει τίς ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου σώματος καί μᾶς δηλώνει ποιό θά εἶναι τό σῶμα τό δικό μας μετά τήν ἀνάσταση. Θά εἶναι τό σῶμα τό ὁποῖο ἔχουμε τώρα, ἀλλά τό ὁποῖο ὅμως θά ὑπακούει σέ ἄλλους νόμους καί θά ἔχει τελείως ἄλλες ἰδιότητες.
Γιά τό Χριστό, δέν χρειαζόταν κἄν νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ἕνα περιττό δερμάτινο χιτώνα πού δέν Τόν εἶχε. Ὁ δερμάτινος χιτώνας, τό βεβαρημένο τοῦ σώματος, εἶναι κάτι τό ὁποῖο προστέθηκε στόν ἄνθρωπο διά τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ὁ Χριστός ἀπό ἄκρα συγκατάβαση πῆρε τό δικό μας τό σῶμα ὅπως τό ζοῦμε ἐμεῖς, ἄνευ ἁμαρτίας, χωρίς δηλαδή νά ἔχει τό δερμάτινο χιτώνα. Ἐμεῖς ὅμως, μέσα ἀπό τήν κάθαρση πού περνοῦμε στή χριστιανική ζωή καί μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ θανάτου καί τῆς διαλύσεως τοῦ σώματός μας εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη, μετά τήν ἀνάσταση μας, τό σῶμα τό ἀνθρώπινο, πού θά εἶναι αὐτό τό σῶμα τό συγκεκριμένο, θά ὑπακούει σέ ἄλλους νόμους. Θά ἔχει ἀπαλλαγεῖ ὁπωσδήποτε ἀπό τό δερμάτινο χιτώνα καί θά ζοῦμε σέ ἄλλες διαστάσεις φυσικῶν νόμων, παρόλο πού θά ἔχουμε σῶμα. Αὐτό προσπαθεῖ νά τό δηλώσει τό κείμενο, ὅτι ὁ Χριστός μπῆκε μέσα σ᾽ αὐτό τό χῶρο «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων».
Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως τοῦ Θωμᾶ. Εἶναι πανέμορφη εἰκόνα καί φυσικά πολυποίκιλη, γιατί ἔχει καί τά πολλά πρόσωπα τῶν μαθητῶν.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρώτηση: Τά σώματα πού εἶχαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν νά πέσουν εἶναι σάν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;
Ἀπάντηση: Ναί, ὁ Ἀδάμ ἦταν χωρίς τό δερμάτινο χιτώνα. Παρόλο ὅμως πού ἦταν χωρίς τό δερμάτινο χιτώνα, ἄν δέν ἔπεφτε ὁ Ἀδάμ, θά ἐξελισσόταν στό πνευματικότερο. Ὁ Ἀδάμ ἁπλῶς ξεκίνησε, δέν ἔκανε τήν πορεία, ἀλλά εἶχε αὐτό τό σῶμα ἀφετηριακά.
Ἐρώτηση: Αὐτό εἶναι τό ἴδιο σῶμα πού θά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς.
Ἀπάντηση: Ἀκριβῶς, ἀλλά αὐτό τό σῶμα μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται ἀκόμα πνευματικότερο σῶμα. Δέν τό ἐξέλιξε πνευματικότερα ὁ Ἀδάμ.
Ἐρώτηση: Αὐτό, ὅμως, πῶς συνδέεται μέ τό ὅτι κατά τή Γένεση φτιάχτηκε ἀπό πηλό ὁ ἄνθρωπος;
Ἀπάντηση: Μά τό σῶμα δέν παύει νά εἶναι ἀπό πηλό. Ἐγώ δέν εἶπα πού δέν εἶναι σῶμα. Τί σᾶς εἶπα; Εἶναι αὐτό τό σῶμα. Γιατί μιλάω γιά τόν τύπον τῶν ἥλων; Γιατί ἀκριβώς δέν μιλάω γιά ἕνα σῶμα-φάντασμα. Τά ὑλικά τοῦ σώματος εἶναι πήλινα ὑλικά: ἄνθραξ, ὑδρογόνο, ὀξυγόνο, ἄζωτο τά βασικά καί ὅλα τά ἄλλα τά ἰχνοστοιχεῖα πού ὑπάρχουν ἐπάνω του. Ἄρα δέν παύει νά ὑπάρχει τό ὑλικό τό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται πνευματικό σῶμα χωρίς νά καταργεῖται ἡ ὕλη.
Ἐρώτηση: Στίς μέρες μας ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέει ὅτι: «εἶμαι ἀπό πηλό», ἐννοεῖ: ἄρα εἶμαι εὐάλωτος, ἄρα εἶμαι φυσικός... δηλαδή εἶμαι πιό πολύ κοντά στή φύση παρά...».
Ἀπάντηση: Ὄχι, εἶναι αὐτό πού λένε οἱ ἅγιοι, εἶναι «ζῶον θεούμενον». Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ζῶον θεούμενον· γι᾽ αὐτό, τό θεούμενον ζῶον καταλήγει νά γίνει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θεούμενο. Σέ ὅλα γίνεται θεούμενο, ἀκόμα καί στό σῶμα του, χωρίς νά καταργεῖ τήν ὕλη, γίνεται θεούμενο. Ἡ Ἐκκλησία δέν καταργεῖ τήν ὕλη. Κι ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι μιά κατάφαση τῆς ὕλης, ὅπως κατάφαση τῆς ὕλης συμβαίνει στήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἡ Ἐκκλησία ἀκριβῶς, σέ μιά κουβέντα, γιά παράδειγμα, μέ τούς ὑλιστές, κάνει μιά ὑπέρβαση τρομερή. Ἄν οἱ ὑλιστές λένε, ἐμεῖς λατρεύουμε τήν ὕλη ἡ Ἐκκλησία δέν λέει, ἐμεῖς δέν λατρεύουμε τήν ὕλη. Τήν ὕλη δέν τή λατρεύουμε φυσικά, ἀλλά δέν κάνουμε ποτέ κουβέντα, ἐσεῖς εἶστε μέ τήν ὕλη κι ἐμεῖς δέν εἴμαστε μέ τήν ὕλη. Εἴμαστε μέ τήν ὕλη, ἁπλῶς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν πᾶμε παρακάτω, θεώνουμε τήν ὕλη. Ὄχι ὅτι τή λατρεύουμε ὡς Θεό· θεώνεται ἡ ὕλη μας κατά Χάριν, ὁμοιάζει, γίνεται σάν τόν Θεό, γίνεται πνευματικό γεγονός.
Ἐκεῖνοι στέκονται στήν ὕλη, ὡς κέντρο· ἐμεῖς πᾶμε παρακάτω. Αὐτή εἶναι ἡ φοβερή κουβέντα. Καί ὅποτε κάνουμε κουβέντα τέτοια μέ ὑλιστές, βγαίνουν ἀπ᾿ ἔξω, γιατί νομίζουν ὅτι ἐμεῖς θά μιλήσουμε πνευματικά καί αὐτοί θά μιλήσουν ὑλιστικά καί ἐμεῖς μιλᾶμε πιό ὑλιστικά ἀπό αὐτούς. Ἐμεῖς λέμε ὅτι φυσικά δεχόμαστε τήν ὕλη, ἀλλά τήν πᾶμε παρακάτω, τήν πᾶμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέχρι τό Θεό! Εἶναι κάτι τό ἀπρόσμενο γι᾽ αὐτούς.
Εἰδάλλως, αὐτή ἡ κουβέντα πού λές εἶναι φθαρμένη κουβέντα καί εἶναι αἱρετική κουβέντα. Εἶναι κουβέντα τελείως μανιχαϊστική· ἔτσι λέγεται. Ἀναιρεῖ τήν ὕλη. Ὑπάρχει ἡ αἵρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ πού ἀναιροῦσε τήν ὕλη - ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἔχει ὕλη δηλαδή, εἶναι μιά κατάρα ἡ ὕλη. Καί τελικά κρύβει μέσα του τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία τοῦ Πλατωνισμοῦ. Ὁ Πλάτωνας θεωροῦσε ὅτι ἡ ψυχή ἦταν φυλακισμένη μέσα στό σῶμα καί ἔπρεπε νά ἀπελευθερωθεῖ. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, μιλᾶμε γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀλλά σχετικῶς μιλᾶμε. Δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ὅλα τά ἰδεολογήματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Δεχόμαστε τόν Πλάτωνα ἐκεῖ πού πρέπει νά τόν δεχθοῦμε, ἀλλά ἀρνούμεθα τόν ἰδεαλισμό του, ἀρνούμεθα τό ρομαντισμό του, ἀρνούμεθα καί αὐτή τήν ἔκφραση ἀκριβῶς τῆς φυλακίσεως τῆς ψυχῆς μας στό σῶμα. Ἡ κίνησή μας κοντά στούς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι πάντα ἐπιλεκτική, ποτέ λατρευτική καί ἐνθουσιαστική.
Ἐρώτηση: Ὅταν κατέβηκε μετά τή σταύρωση στόν Ἅδη, εἶχε αὐτό τό σῶμα;
Ἀπάντηση: Στόν Ἅδη δέν κατέβηκε μέ τό σῶμα. «Τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ» ἀνεστήθη. Δέν κατέβηκε τό σῶμα. «Ἐν τάφῳ σωματικῶς», «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς». Τό λέει τό τροπάριο, «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Τό λέει τό τροπάριο, εἶναι ὁλόκληρη θεολογία. Γιατί τά λέμε αὐτά τά τροπάρια στήν Ἐκκλησία μας; Τά τροπάρια τά λέμε γιά νά θεολογήσουμε συντόμως στό λαό μας πού δέν ἔχει καιρό νά διαβάσει Πατέρες καί περνᾶμε τήν θεολογία τῶν Πατέρων μέ σύντομα τροπάρια. Τό ξαναλέω, «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν Παραδείσῳ δέ μετά ληστοῦ καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Ὅλα μαζί τά πιάνει.
Αὐτά… νά ᾿στε καλά!
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 24-2-2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου