Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Η «ενότητα» των Οικουμενιστών δεν είναι η ενότητα της Εκκλησίας



Μία ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς διαστροφὲς καὶ παραχαράξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ βάρος τῆς Μίας Ἀληθείας εἶναι τὸ μήνυμα τους γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Τὸ μήνυμα τους αὐτὸ ἐκφράζεται συνήθως μὲ τὴν ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ συνολικὸ κείμενο καὶ νόημα εὐαγγελικὴ ἔκφραση «ἵνα ἓν ὦσιν». Διαφημίζοντας καὶ προσφέροντας τὴν πολυπόθητη γιὰ τὸν μεταμοντέρνο, παθολογικὰ ἀνασφαλὴ καὶ κατακερματισμένο σὲ πάμπολλες ἀτομικότητες ἄνθρωπο ἑνότητα —κατὰ παράδοξο τρόπο οἱ πρόγονοί μας, ἂν καὶ παλαιότεροι, δὲν θυσίαζαν τὴν Ἀλήθεια στὸν βωμὸ τῆς ἑνότητας— ἔχουν καταφέρει νὰ σπρώξουν τὸ ποίμνιο σὲ μία λατρεία καὶ ἄκριτη ὑπέρασπιση της, ἀκόμα κι ἂν τὸ θυσιαζόμενο στὸν βωμό της διακύβευμα εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του.

Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ ἑνότητα τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι μία παραγωγὴ διχασμοῦ τῶν πιστῶν σὲ πολλοὺς ἑνωτικοὺς καὶ σὲ λίγους ἀνθενωτικούς. Ἂν καὶ αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ μᾶς φαίνονται γνωστοὶ καὶ μᾶς γεννοῦν συνειρμοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ παρελθόντος, ἔχουν πάρει σήμερα τὴν γνωστὴ οἰκουμενιστικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ χροιά (δὲν ἀναφέρονται δηλ. μόνο στὴν προσπάθεια ἑνότητας μὲ τὸν Παπισμό) περιλαμβάνοντας τὴν ἑνότητα πρώτα μὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ μελλοντικὰ μὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες.
Τὰ αἴτια αὐτῆς τῆς «ἑνωτικῆς» πλάνης εἶναι πολλά. Τὸ κυριώτερο ὅμως —ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς ἔλλειψης κατήχησης ἀπὸ τοὺς ποιμένες— εἶναι ἡ ἄγνοια τῶν πιστῶν ὡς πρὸς τὴν φύση καὶ τὴν σημασία τῆς ἑνότητας στὴν Ἐκκλησία.
Ἑνότητα γιὰ τὴν Ἐκκλησία (βλ. καὶ Κωνσταντῖνο Μουρατίδη, «Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας», σελ. 180-182) σημαίνει πρῶτον τὴν παραδοχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας —ἄνευ ἐξαιρέσεως— τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, ποὺ μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός, κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ διατύπωσαν καὶ ἑρμήνευσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι μὲ τοὺς ἀνάλογους ὅρους.
«Εἰς τὴν ἑνότητα, φησί, τῆς πίστεως. Τοὐτέστιν, ἕως ἂν δειχθῶμεν ἅπαντες μίαν πίστιν ἔχοντες. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἓν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν» (Ἰω. Χρυσόστομος, Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλ. 11,3. P.G. 62, 83). Ἐδῶ ἐμφανίζεται κατὰ παράδοξο ἀλλὰ καὶ μοναδικὸ τρόπο καὶ ἡ ἀληθινὴ ἔννοια καὶ σημασία τῆς διαφορετικότητας: Ὁ κάθε ξεχωριστὸς καὶ μοναδικὸς ὡς πρὸς τὴν δημιουργία του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος, ἐλευθέρως καὶ οἰκειοθελῶς, μὴ ζητῶν τὰ ἑαυτοῦ καὶ πρωτοκαθεδρίες, διακονῶν καὶ μὴ διακονούμενος, ὑποτάσσει τὸ Ἐγώ του στὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια καὶ στὴν αὐθεντία τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγ. Πατέρων καὶ τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γινόμενος ἓν σῶμα μὲ τοὺς ἀδελφούς του, ζεῖ μαζί τους τὸ θαῦμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Ἰδίως οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι γιὰ τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο «τὸ στερρὸν καὶ ἀσάλευτον» (Ἰω. Χρυσόστομος, Ρωμ. ὁμιλ. 32, 1 P.G. 52, 402), αὐτὸ ποὺ δὲν κλονίζεται, δὲν παραλάσσεται ἀνάλογα τὶς ἐπικρατοῦσες συνθῆκες καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναιρεθεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ χάρη τῆς ἑνότητας, ἐπειδὴ ἡ ἀναίρεση αὐτὴ ἀντὶ γιὰ ἑνότητα θὰ φέρει διχασμό. «Ἡ δὲ διχοστασία πόθεν. Ἀπὸ τῶν δογμάτων τῶν παρὰ τὴν διδαχὴν τῶν ἀποστόλων» (Ἰω. Χρυσόστομος, Ρωμ. ὁμιλ. 32, 1. P.G. 60, 675).
Δηλαδὴ ἡ ἑνότητα εἶναι ἀγώνας ἐφαρμογῆς τῶν Ἐντολῶν, ἀγώνας ταυτίσεως μὲ τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστιν», ἀγώνας πρωτίστως γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνότητας πίστεως ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μ’ ἕνα λόγο ἑνότητα μὲ τὴν Ἀλήθεια! Ὅταν πληγώνεται καὶ λίγο ἔστω αὐτὴ ἡ ἑνότητα Ἀληθείας καὶ Πίστεως, τότε οὐδεμία ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα εἶναι δυνατὸν νὰ εὐδοκιμήσει. Κάθε ἄλλου εἴδους ἑνότητα εἶναι θνησιγενής, προσωρινή, ἀτελέσφορη, καταδικασμένη νὰ διαλυθεῖ ἀργὰ ἢ γρήγορα. Μιὰ τέτοια διχαστικὴ ἑνότητα, εἶναι καὶ ἡ ἑνότητα ποὺ ἐπιζητοῦν οἱ Οἰκουμενιστές, ἀφοῦ ἡ αἱρετικὴ πίστη καὶ οἱ κακόδοξες πρακτικές τους διαφέρουν ἀπὸ αὐτὲς τῶν Πατέρων, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστιν» (Ἰούδα, 3).
Μετὰ τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἀκολουθεῖ ἡ ἑνότητα στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μία ἑνότητα τόσο μεταξὺ πιστῶν καὶ Θεοῦ, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν πιστῶν τῶν ἴδιων. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀποδεικνύει καὶ τὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελοῦν τελετουργίες σωτηρίας ἢ ἐξαγιασμοῦ ἰδιωτικοῦ χαρακτῆρα. Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, παρότι ἀόρατα καὶ ἀθέατα, εἶναι ἡ αἰσθητὴ ἀπόδειξη τῆς ἐνέργειας τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος, εἶναι οἱ θεοδώρητες πράξεις μετάδοσης τῆς οὐράνιας εὐλογίας, ποὺ μεταμορφώνουν τὸν πιστὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστοῦν μέτοχο τῆς καινῆς κτίσης καὶ τῆς τρισηλίου Θεότητας.
Ἰδίως τὸ Βάπτισμα ποὺ ἐνσωματώνει τὸν πιστὸ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Θεία Κοινωνία —μὲ τὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό καὶ τὸ σῶμα Του δηλ. τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη— ἀποδεικνύουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν Χριστὸ βαπτιζόμαστε, στὸν Χριστὸ κοινωνοῦμε καὶ ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας Ὀρθόδοξους. Στὸ Ἅγιο Βάπτισμα καὶ στὸ κέντρο ἀναφορᾶς τῆς ἑνότητας, τὴν Θεία Κοινωνία ὁ αὐτοεγκλωβισμὸς τοῦ ἀτόμου μετατρέπεται σὲ ἕνωση μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Σὲ αὐτὰ ἐπιτέλους βρίσκει ἡ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου γιὰ ἑνότητα τὴν ἀπόλυτη ἀπάντησή της. Ἔχοντας τὸν ἀκρογωνιαῖο λῖθο, τὸν Χριστὸ ὡς θεμέλιο γινόμαστε ὅλοι λίθοι, ὀργανικὰ ἐντεταγμένοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνα σῶμα, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θὰ συντριβεῖ δὲν θὰ ἡττηθεῖ. Ὅσοι λίθοι κι ἂν ἀφαιρεθοῦν ἡ Ἐκκλησία δὲν καταρρέει, διότι ἀκριβῶς στηρίζεται σὲ αὐτὸν τὸν Ἕνα λίθο, τὸν Χριστό. «Αὕτη γὰρ ἡ τράπεζα τῆς ψυχῆς ἡμῶν τὰ νεῦρα, τῆς διανοίας ὁ σύνδεσμος, τῆς παρρησίας ἡ ὑπόθεσις, ἡ ἐλπίς, ἡ σωτηρία, τὸ φῶς, ἡ ζωή» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Α΄ Κορ. ὁμιλ. 24, 5. P.G. 61, 205).
Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ξένα γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές. Αὐτοὶ καταλαβαίνουν τὴν «ἑνότητα» ὡς μία σπιριτουαλίστικη ὑπόθεση ὑπαρξιακῶν ἀναγκῶν καὶ φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, ὡς μία κοινωνικὴ ἀνθρωπίνου χαρακτῆρα ἀναγκαιότητα μὲ ἀνθρωπιστικὲς προεκτάσεις, ὡς τὸ ἀποτέλεσμα μίας ἐξισωτικῆς πορείας, ἡ ὁποία ἀναγείρεται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῶν καιρῶν, τῆς νέας ἐποχῆς. Εἶναι μία ἑνότητα πτώσης καὶ ὄχι ἀνάνηψης καὶ ἀνύψωσης. Σὲ αὐτὴν τὴν ἑνότητα τὸ Ἐγὼ δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλὰ ἀντιθέτως βρίσκει τὴν ἀπόλυτη ἔκφραση του, τὸ ἄτομο δὲν γίνεται ἕνα μὲ τὸ σῶμα ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸ καθένα δικό του σῶμα, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ὁ Ἐπίσκοπος, οἱ ὅροι τῶν Συνόδων δὲν εἶναι «στερροὶ καὶ ἀσάλευτοι» ἀλλὰ μεταβλητοὶ καὶ προσασμοστοί. Γι’ αὐτὸ αὐτοὶ ἔφτιαξαν τὴν δική τους «Νέα Ἐκκλησία» μὲ ἄλλους λίθους, ἡ ὁποία φυσικὰ θὰ συντριβεῖ μιᾶς καὶ ἀποδοκίμασαν τὴν Μία «κεφαλὴ γωνίας». Ἡ ἑνότητα τῶν Οἰκουμενιστῶν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ «ἑνότητα» τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι μία προσποιητὴ στην πραγματικότητα διχαστικὴ ἑνότητα, ἡ ὁποία ἔχει ὡς μόνο σκοπὸ τὸν διχασμὸ τῶν πιστῶν καὶ τὴν κατάργηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς ὡς πιστοὶ πρέπει ἐπιτέλους νὰ ἀποφασίσουμε ἂν θέλουμε τὴν ἑνότητα ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ αὐτὴ ποὺ μᾶς ἑνώνει μ’ Αὐτόν.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου